Γερμανός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος, εισηγητής του επιστημονικού σοσιαλισμού και του κομουνισμού. Όπλισε την εργατική τάξη με δύο σπουδαία θεωρητικά κείμενα για τους αγώνες της, το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» και «Το Κεφάλαιο». Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους και επιδραστικότερους διανοητές στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο Καρλ Μαρξ (Karl Marx) γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1818 στην πόλη Τριρ (Τρέβηροι στην εξελληνισμένη ονομασία της) της Πρωσικής Ρηνανίας. Ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά του νομικού Χέρσελ Μορντεκάι (1777-1838), γόνου οικογενείας ραβίνων και της ολλανδοεβραίας Χενριέτα Πρέσμπουργκ (1788 – 1863). Δύο χρόνια πριν από τη γέννηση του Καρλ, ο πατέρας του βαπτίστηκε χριστιανός, προσχωρώντας στην Ευαγγελική Εκκλησία της Πρωσίας κι έλαβε το όνομα Χάινριχ Μαρξ. Στην κίνησή του αυτή δεν τον ακολούθησε η σύζυγός του, η οποία παρέμεινε πιστή στην ιουδαϊκή θρησκεία.
Η οικογένεια Μαρξ ζούσε σ’ ένα απλό, αλλά άνετο ιδιόκτητο σπίτι στην οδό Μπρίγκεργκασετ, που χρόνο με το χρόνο γινόταν κέντρο συνάντησης πλουσίων εμπόρων, πελατών του δικηγόρου Χάινριχ Μαρξ. Το 1824, όταν ο Καρλ ήταν έξι ετών, τα αδέλφια του βαφτίστηκαν ομαδικά χριστιανοί. Η μητέρα του και πάλι δεν ακολούθησε την απόφαση του συζύγου της.
Ο μικρός Καρλ άρχισε να προσκολλάται και να θαυμάζει τον πατέρα του, ενώ τη μητέρα του, που δεν είχε ιδιαίτερη παιδεία, την κορόιδευε για την ολλανδική προφορά της και για τα λάθη της στη γερμανική γλώσσα. Τον περιγράφουν ως χαρακτήρα «δύστροπο, επίμονο, απότομο, αυταρχικό, προσηλωμένο σε ό,τι κάθε φορά του καρφωνόταν στο κεφάλι», καλό μαθητή, με άμεμπτη διαγωγή, που θεωρούσε τους συνομηλίκους του «μικρούς».
Ο Καρλ βιαζόταν να μπει στον κύκλο των μεγαλυτέρων του. Ιδιαίτερο σεβασμό, συμπάθεια και εκτίμηση έτρεφε προς τον φίλο του πατέρα του και βασιλικό σύμβουλο Λούντβιχ φον Βεστφάλεν, τον άνθρωπο που έμελλε να του καθορίσει τη ζωή. Ο φον Βεστφάλεν είχε μία ωραία κόρη, την Τζένη (1814-1881), στενή φίλη της αδελφή του Σοφίας. Η όμορφη Τζένη και οι συζητήσεις με τον πατέρα της, τον είχαν κάνει σχεδόν οικότροφο στο σπίτι του βασιλικού συμβούλου.
Το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του νεαρού Καρλ του «κόλλησε» το παρατσούκλι «Μαύρος». «Ο Μαύρος σας με έστυψε για άλλη μία φορά σαν λεμόνι στην κουβέντα μας» έλεγε ο φον Βεστφάλεν στον πατέρα Μαρξ, καμαρόνοντας για την πνευματική εξέλιξη του Καρλ. Είναι η εποχή που ο «Μαύρος» τελειώνει το σχολείο και ανακαλύπτει ότι θέλει να γίνει ποιητής. Όνειρό του είναι «με τα έργα και τη φαντασία του να κατακτήσει τον κόσμο». Όπως κάθε «καθωσπρέπει» νεαρός Γερμανός των ημερών του, ο Καρλ πίστευε ότι κρύβεται μέσα του ένας Χάινε. Βαθύτατα επηρεασμένος από τον επίσης εβραίο ποιητή, συγκινημένος από τη μουσική των Σούμπερτ, Σούμαν και Μέντελσον και με μούσα την όμορφη Τζένη, αρχίζει να γράφει στίχους ακατάπαυστα.
Το 1835 αποφοιτά με αρκετά καλούς βαθμούς, αλλά και με ένα δηλητηριώδες σχόλιο του καθηγητή του Βίτενσμπαχ στο απολυτήριο: «Περιπίπτει εις το αδιόρθωτον σφάλμα να καταφεύγη εις πολλάς μεταφορικάς παραστάσεις και να χρησιμοποιή εξεζητημένο και παράδοξόν πως ύφος». Ένα χρόνο μετά εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Βόννης – και όχι του Βερολίνου, όπως θα ήθελε ο πατέρας του – για να βρίσκεται κοντά στην όμορφη φίλη της αδελφής του.
Το πρώτο έτος σπουδών ήταν συμφορά και για τις επιδόσεις του και για το οικογενειακό κομπόδεμα. Το πατρικό επίδομα ξοδευόταν σε γλέντια. Όπως έγραφε μάλιστα αργότερα στον φίλο του Ένγκελς, η αστυνομία τον είχε συλλάβει «επί μέθη και διαταράξει της νυχτερινής ησυχίας». Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς αρραβωνιάζεται κρυφά από τους γονείς του τη Τζένη Βεστφάλεν.
Ως φοιτητής δεν αναμειγνύεται στην πολιτική, αν και οι ιδέες του Τζουζέπε Ματσίνι για τη «Νέα (ελεύθερη, ανεξάρτητη και ενιαία) Ιταλία» κερδίζουν έδαφος σε όλη την Ευρώπη. Στο Βερολίνο νοικιάζει το σπίτι, όπου κάποτε είχε διαμείνει ο ποιητής Λέσινγκ. Εισχωρεί σύντομα στους κύκλους της γερμανικής διανόησης, όπου εκείνη την εποχή κυριαρχεί «ο παγκόσμιος φιλόσοφος, ο φωτεινός φάρος και το κόσμημα του Πανεπιστημίου του Βερολίνου» Γκέοργκ Χέγκελ (Ο Έγελος των Ελλήνων).
Εγκαταλείπει τον έκλυτο βίο της Βόννης και συνεχίζει να γράφει. Στο δωμάτιό του έβρισκε κανείς παντού χειρόγραφα και τετράδια με ποιήματα, όπως «Τα Βιβλία του Έρωτα», αφιερωμένα – φυσικά – στην Τζένη φον Βεστφάλεν. Ανάμεσα στα έργα που γράφει είναι και μία κωμική νουβέλα, στην οποία δίνει τον τίτλο «Ο Σκορπιός και ο Ευτύχιος». Οι στίχοι του φθάνουν στα γραφεία εκδοτικών οίκων και περιοδικών, αλλά επιστρέφονται με την ίδια παρατήρηση του γυμνασιακού καθηγητή Βίτενσμπαχ.
Το 1838, σε ηλικία 20 ετών, χάνει τον πατέρα του. Ο θάνατος αυτός και η ποιητική αποτυχία τον οδηγούν σε βαριά μελαγχολία και κατάθλιψη. Δεν παρακολουθεί πια τα μαθήματα, απλώς συχνάζει στις συνεδριάσεις του «Κύκλου των Καθηγητών». Ασχολείται πια σχεδόν αποκλειστικά με τη φιλοσοφία. Οι απουσίες από τα μαθήματα τον οδηγούν σε «εξ αποστάσεως» αποφοίτηση από το Πανεπιστήμιο της Ιένας. Ο τίτλος της πτυχιακής του εργασίας φέρει τον τίτλο «Περί της διαφοράς της περί φύσεως φιλοσοφίας του Δημοκρίτου και του Επικούρου» και την υπογράφει στα λατινικά ως Carolus Enricus Marx Trevirensis.
Είναι δύσκολο να βρει απασχόληση, τα οικονομικά της οικογενείας είναι σε δεινή θέση. Ο φίλος του Μπρούνο Μπάουερ του έχει υποσχεθεί θέση υφηγητή στη Βόννη, εφόσον εκείνος καταλάμβανε έδρα καθηγητή. Αλλά και ο Άρνολντ Ρούγκε του είχε δώσει μία υπόσχεση: να εκδώσουν μαζί ένα περιοδικό, το «Αρχείον Αθεΐας». Ο αθεϊσμός, όμως, στον οποίον είναι προσκολλημένος, βάζει τέλος στα όνειρα για μια θέση υφηγητή. Οι πόρτες του πανεπιστημίου γι’ αυτόν κλείνουν οριστικά.
Αρχίζει να αναζητεί οποιαδήποτε αξιοπρεπή εργασία για βιοπορισμό. Σανίδα σωτηρίας, η πρόταση δύο φίλων από τον «Κύκλο των Καθηγητών». Ο Γιουνγκ και ο Οπενχάιμ τον καλούν το 1842 να εργασθεί ως δημοσιογράφος στην «Εφημερίδα του Ρήνου» («Rheinische Zeitung»). Πέντε μήνες προσπαθεί να γράψει το πρώτο του άρθρο, το οποίο τελικά δημοσιεύεται ανυπόγραφο και περνά απαρατήρητο. Οι φίλοι που τον πρότειναν αρχίζουν να απογοητεύονται από την αδράνειά του.
Εν τω μεταξύ, το κυκλοφοριακό φιάσκο της «Εφημερίδας του Ρήνου» (800 φύλλα έναντι 8.000 της αντιπάλου «Εφημερίδας της Κολωνίας») τον οδηγεί στη θέση του διευθυντή. Πρώτη ενέργεια του πρώην ράθυμου συντάκτη και νυν διευθυντή της «Εφημερίδας του Ρήνου» είναι να διαμαρτυρηθεί για τη λογοκρισία. Τα αντίπαλα έντυπα αρχίζουν να του επιτίθενται με κακεντρεχή σχόλια του τύπου «τα παιδιά των πλουσίων εμπόρων της Koλωνίας επεδίδοντο εις τον σνομπισμόν του κομμουνισμού για να σκοτώσουν την ώρα των εις βάρος των περιουσιών των γονέων των». Ένα δημοσίευμα περί διαζυγίου φέρνει τη ρήξη με το εκκλησιαστικό κατεστημένο και την αναστολή έκδοσης της εφημερίδας.
Το έτος 1843 βρίσκει τον Μαρ στο Παρίσι να εκδίδει τα «Γερμανογαλλικά Χρονικά» και να συγγράφει μια μελέτη περί ιουδαϊσμού, την «Εισαγωγή στην κριτική της φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ» και το «Δοκίμιο κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας». Η ύλη, όμως, του πρώτου τεύχους των «Γερμανογαλλικών Χρονικών» οδηγεί σε κατάσχεση του εντύπου και στη σύλληψή του. Τότε ακριβώς είναι που συνδέεται με τον Φρίντριχ Ένγκελς, τον φίλο που θα τον στηρίξει με όλα τα μέσα ως τον θάνατό του.
Ο Ένγκελς «συμπληρωματικά» προς τη φιλοσοφική θεώρηση του Μαρξ διατυπώνει την αρχή ότι οι νόμοι της εξέλιξης των κοινωνιών οδηγούν αναπόφευκτα προς τον κομμουνισμό. Ο Μαρξ αρχίζει να παρακολουθεί τις συγκεντρώσεις των γερμανών εργατών στο Παρίσι και των «μυστικών εταιρειών», όπως ο «Σύνδεσμος των Δικαίων». Παρ’ ότι δεν εγγράφεται μέλος, γίνεται στόχος της γαλλικής αστυνομίας, η οποία αρχίζει να παρακολουθεί κάθε κίνησή του.
Το 1844 γνωρίζει τον Προυντόν και τον (κατόπιν άσπονδο αντίπαλό του) Μπακούνιν, με τους οποίους συνεργάζεται στην εφημερίδα «Vorwärts» («Εμπρός»). Οι γερμανοί ηγεμόνες αντιδρούν λυσσαλέα στα δημοσιεύματά του. Κάνουν το παν (και τα καταφέρνουν το 1845) να εκτοπισθεί στις Βρυξέλλες, όπου τον ακολουθεί και η – σύζυγός του πλέον – Τζένη. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, συνοδευόμενος από τον φίλο του Ένγκελς, πηγαίνει στην Αγγλία για να μελετήσει την κατάσταση των εργατών. Επιστρέφοντας και οι δύο στις Βρυξέλλες γράφουν το έργο «Η γερμανική ιδεολογία».
Αποπειρώνται να δημιουργήσουν ένα ευρύτερο κομμουνιστικό κίνημα, αλλά ο γερμανός πρέσβης στο Βέλγιο, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που εγκυμονούσε το δίδυμο Ένγκελς – Μαρξ για την ήδη εκρηκτική ατμόσφαιρα, ζητεί την εκτόπισή του. Ο Μαρξ βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τις εργατικές οργανώσεις σε Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία. Τότε είναι που ο «Σύνδεσμος των Δικαίων» τον καλεί στο Λονδίνο για να αναδιοργανώσει αυτή τη «μυστική εταιρεία». Ο Μαρξ αποδέχεται την πρόσκληση και τον Ιούνιο του 1847 παρευρίσκεται στο συνέδριο του «Συνδέσμου των Δικαίων».
Από τις εργασίες του συνεδρίου προκύπτουν οι εξής αλλαγές: Ο Σύνδεσμος αντικαθιστά στην ονομασία του τη λέξη «Δικαίων» με τη λέξη «Κομμουνιστών» και το κεντρικό σύνθημα «Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια» μετατρέπεται σε «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Έξι μήνες μετά ο Σύνδεσμος του αναθέτει τη σύνταξη του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», το οποίο ο Μαρξ ολοκληρώνει το 1848.
Την ίδια χρονιά συλλαμβάνεται στις Βρυξέλλες μαζί με τη σύζυγό του. Αποφυλακίζεται, όμως, σε λίγες ημέρες και μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου έχει κηρυχθεί επανάσταση. Ο άνεμος των ταραχών φθάνει στην Αυστρία και στη Γερμανία, όπου ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’ αναγκάζεται να προβεί σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και να συγκαλέσει εθνοσυνέλευση στη Φραγκφούρτη. Το κλίμα αυτό οδηγεί τα βήματα του Μαρξ στην Κολονία. Εκεί κατηγορείται για αδικήματα Τύπου και ένοπλη αντίσταση κατά της αρχής. Κατηγορείται όμως και από ορισμένα μέλη του Συνδέσμου ως «μυστικό όργανο της κεφαλαιοκρατικής αριστοκρατίας».
Τον Μάιο του 1849 καταφεύγει και πάλι στη Γαλλία, όπου πλέον η επανάσταση έχει κατασταλεί. Το 1850 η κόπωση από τους ατελέσφορους δεκαετείς αγώνες είναι εμφανής – και σ’ αυτόν και στο κίνημα. Αποχωρεί από τον Σύνδεσμο φτωχός και χωρίς δουλειά. Ζει πλέον από τη συγγραφή των έργων του και μόνον. Η γέννηση του τέταρτου παιδιού του τον βρίσκει σε άθλια οικονομική κατάσταση. Αποφεύγοντας πλέον κάθε ενεργό ανάμειξη στην πολιτική, αφιερώνεται αποκλειστικά στη συγγραφή του μεγαλύτερου έργου του, του «Κεφαλαίου».
Μετά τον θάνατο του βασιλιά της Πρωσίας (και μεγάλου διώκτη του) Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ’, το 1861, επιστρέφει στη Γερμανία, αλλά το 1864 τον βρίσκει ξανά στο Λονδίνο να διαβάζει με ενθουσιασμό την προκήρυξη που έχει συντάξει στο Διεθνές Εργατικό Συνέδριο. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της Α’ Διεθνούς. Στις τάξεις του νέου κομματικού σχηματισμού, όμως, παρεισφρέουν αναρχικοί, με πρώτο και καλύτερο τον Μπακούνιν. Είναι τέτοιο το μένος του εναντίον του ρώσου αναρχικού, ώστε η εφημερίδα του δημοσιεύει ότι η Γεωργία Σάνδη «κατέχει έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία ο Μπακούνιν είναι πράκτορας της μυστικής τσαρικής αστυνομίας».
Η Παρισινή Κομμούνα τον βρίσκει στο Λονδίνο, από όπου αποστέλλει στους επαναστάτες οδηγίες και συμβουλές. Στις 30 Μαΐου 1871 συντάσσει την προκήρυξη προς την Κομμούνα. Έχει διαβλέψει ήδη την αποτυχία της. Πιστεύει ότι το κίνημα έπρεπε να έχει στραφεί κατά της νομίμου κυβερνήσεως των Βερσαλλιών, ώστε να μην κλειστούν οι επαναστάτες στο Παρίσι, όπου τελικά και εξοντώθηκαν.
Το 1872 είναι 54 ετών, απογοητευμένος και με υγεία που έχει αρχίσει να κλονίζεται. Προτείνει τη μεταφορά της έδρας της Α’ Διεθνούς στη Νέα Υόρκη, αποσύρεται και συνεχίζει τη συγγραφή του «Κεφαλαίου». Η ζωή του έχει κυλήσει με στερήσεις και ταλαιπωρίες, αλλά έχει μοναδικά στηρίγματά του την αγαπημένη του γυναίκα Τζένη Μαρξ και τον αφοσιωμένο φίλο του Φρίντριχ Ενγκελς. «Είμαι ερωτευμένος από την κορυφή ως τα νύχια» γράφει για την κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του σύζυγό του. Η Τζένη είναι η ζωή του. Θεωρεί ότι ο χρόνος δεν είναι σε θέση να πληγώσει την ομορφιά της, η οποία «παραμένει έκπαγλος παρά την προχωρημένη ηλικία». Μαζί της θα αποκτήσει συνολικά επτά παιδιά, από τα οποία μόνο τα τρία θα φθάσουν ως την ενηλικίωση. Το 1878, όμως, η Τζένη πεθαίνει από καρκίνο. «Ο θάνατός της σκότωσε κάθε κίνητρο ζωής γι’ αυτόν» έγραφε ο Ένγκελς.
Ο Καρλ Μαρξ πέθανε στις 14 Μαρτίου 1883 στο Λονδίνο, απογοητευμένος, χωρίς καμία ιδιαίτερη αναγνώριση ή ένδειξη ότι αργότερα θα χαρακτηριζόταν «ο προφήτης φιλόσοφος που σφράγισε την πορεία της ανθρωπότητας». Τάφηκε ως άπατρις, τρεις μέρες αργότερα, στο νεκροταφείο του Χαϊγκέιτ στο Βόρειο Λονδίνο.
© SanSimera.gr