Είναι αργά, νύχτα, σκοτάδι βαθύ έξω κι ενώ όλα είναι έτοιμα για να κλείσουμε τα ρολά και να επιστρέψουμε στα σπιτόκουτα μας, φτάνει στην πόρτα μια μητέρα που κρατά στην αγκαλιά της ένα τρίχρονο αγοράκι.
της Νίνας Γραμματικάκη
Το μπλουζάκι είναι γεμάτο λάσπες και στάχτες, τα γόνατα του γεμάτα γραντζουνιές, τα μάτια του θολά και τα μαγουλά του γεμάτα λάσπες και δάκρυα.
Η μητέρα, απ’ ότι μπορώ να διακρίνω από το μαντήλι που φοράει, έχει δυο μάτια γεμάτα με βουβό πόνο. Τα χέρια της είναι γεμάτα λάσπες και γραντζουνιές. Μου δείχνει το μωρό και μου ζητάει κάτι επίμονα, κάτι που δεν καταλαβαίνω. Κάνω στην άκρη και την αφήνω να περάσει μέσα, πάει κατευθείαν στη βρύση και προσπαθεί να δώσει νερό στο παιδί της.
Κατεβάζουμε τα ρολά και καθόμαστε μέσα. Όχι, απόψε δεν θα γυρίσω νωρίς στο σπιτόκουτο μου, απόψε θα καθίσω εδώ και θα σκεφτώ ποιός μπορεί να βοηθήσει αυτή τη γυναίκα. Της δίνω λίγο νερό, πίνει μια γουλιά. Απέναντι βλέπω τον κυρ-Χρήστο να ετοιμάζει τις πίτες. Κανείς δεν θα βοηθήσει, σκέφτομαι. Απόψε το βράδυ αυτή η μάνα και αυτό το αγόρι είναι δική μου ευθύνη. Ναι, δική μου!
Έφτασαν στη δική μου πόρτα και πρέπει εγώ να τους φροντίσω. Τι πάει να πεί δεν ξέρω να μιλάω τη γλώσσα τους; Ξέρω να είμαι άνθρωπος κι εκτός από στόμα έχω και δάχτυλα να δείχνω! Την πιάνω από το χέρι, την βγάζω στο πεζοδρόμιο, πηγαίνουμε απέναντι.
Παίρνουμε σουβλάκια, ο κυρ-Χρήστος ούτε κουβέντα για λεφτά. Μας βάζει στην τσάντα και κανά δυο φραντζόλες ψωμί κι ένα κουτί γάλα από εκείνο που δίνει στον εγγονό του.
Περπατάμε γρήγορα, ανεβαίνουμε στο σπίτι, βγάζει τα παπούτσια της στην πόρτα, στέκεται όρθια στο σαλόνι, της δείχνω την πολυθρόνα κι εκείνη μου δείχνει την λερωμένη της φούστα. Της πιάνω το χέρι και την βάζω να καθίσει.
Παίρνω αγκαλιά για λίγο το μικρό, μου χαμογελάει. Της το δίνω στην αγκαλιά της και πάω στο δωμάτιο να φέρω ένα παιχνίδι που έχει ξεχάσει το παιδάκι μιας φίλης μου. Το βάζω στα χέρια του μικρού κι εκείνος το κοιτάει με απορία. Το κουνάω να κάνει θόρυβο και ξαφνικά κλαίει. Κοιτάζω την μητέρα με ένοχο βλέμμα κι εκείνη με ένα νεύμα μου λέει πως δεν πειράζει.
Αυτή η νύχτα με βρίσκει στο κρεβάτι άυπνη, απόψε τα μάτια μου δεν κλείνουν, η καρδιά μου είναι πιο βαριά από ποτέ, βανασίζομαι από το βλέμμα της μητέρας και του παιδιού που κοιμούνται στο σαλόνι μου. Βασανίζομαι από την διαπίστωση πως η ανθρώπινη αξία στον σύγχρονο κόσμο εφάπτεται με το μηδέν. Όλο και πιο συχνά κάνω αυτή την διαπίστωση. Βασανίζομαι από τα γιατί που δεν μπορώ να απαντήσω.
Βγαίνω στο μπαλκόνι, θέλω να πάρω αέρα, καθαρό αέρα! Στον κάδο κόσμος ψάχνει για φαγητό. Φαγητό στις 4 το πρωί, φαγητό από τα σκουπίδια… Πόσο φαγητό πετάμε κάθε μέρα; Πόσο φαγητό μας περισσεύει;
Γιατί δεν το δίνουμε στον συνάνθρωπο μας που υποφέρει; Δεν υπάρχει καθαρός αέρας, δεν υπάρχει αέρας, κάθε λεπτό και μια εικόνα που σου φωνάζει πως δεν είσαι σωστός συνάνθρωπος. Πόσο ξέφτισαν οι άνθρωποι σκέφτομαι. Πόσο άσχημος έχει γίνει αυτός ο κόσμος, αυτός ο κόσμος που εκούσια τον αφήνουμε να γίνεται άδικος.
Η Νάυλα έχει έρθει στο μπαλκόνι, μου δείχνει τους τρείς ανθρώπους που ψάχνουν στα σκούπιδια. Της γνέφω με λυπημένο ύφος κι εκείνη μπαίνει μέσα στο σπίτι και μου φέρνει το ψωμί που μας έδωσε ο κυρ-Χρήστος.
‘Give this, we are ok today.” Γουρλώνω τα μάτια, φωνάζω στους ανθρώπους και τους πετάμε το ψωμί. Ακολούθησε μια συνομιλία με σπαστά αγγλικά, όχι από την Νάυλα αλλά από εμένα που επιμένω να μην θέλω να μάθω αυτή τη γλώσσα. Ο Άιελ, ο γιός της, μόλις δυο ετών και 3 μηνών, δεν έχει παίξει ποτέ με παιχνίδι. Ο πατέρας του έμεινε πίσω, τον περιμένουν τον επόμενο μήνα.
Η Νάυλα είδε να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια της την αδερφή της με ολόκληρη την οικογένεια της. Τα ανήψια της ήταν 1 ετούς δίδυμα. Οι γονείς της έμειναν πίσω. Όταν παντρεύτηκε τον άντρα της ήθελαν να κάνουν πολλά πολλά παιδιά, να παίζουν στο μεγάλο σπίτι τους, στον κήπο τους.
Η Νάυλα είναι γιατρός. Ο άντρας της επίσης. Η αδερφή της ήταν μαθηματικός και ο άντρας της αρχιτέκτονας. Τίποτα το περίεργο, τίποτα το ένοχο. Τη ρώτησα σε τι κατάσταση είναι το σπίτι τους στη Συρία και μου είπε πως υπάρχουν μόνο το θεμέλια και μερικά λουλούδια στο κήπο.
Έμειναν δυο μέρες μαζί μου. Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα τους, δεν θα ξεχάσω το κλάμα του μικρού Άιελ και την αγκαλιά που μου χάρισε η Νάυλα όταν την άφησα στους αρμόδιους για να την βοηθήσουν. Της έδωσα το τηλέφωνο μου, της είπα να μην διστάσει να με πάρει αν χρειαστεί βοήθεια.
Από εκείνη τη νύχτα δεν χωράω πουθενά. Ούτε στο σπίτι μου, ούτε στη δουλειά, από εκείνη τη νύχτα κάτι γεννήθηκε μέσα μου, μίσος και θυμός για όλους αυτούς που με την δική μας ανοχή γκρεμίζουν σπίτια με κήπους, γκρεμίζουν ζωές!
enfo.gr | Πρωτότυπος τίτλος: Μια ιστορία ενός παιδιού που ακόμα δεν έχει παίξει