Ξεκαθαρίζω πως δεν έχω πρόβλημα με τον «ρεφορμισμό» ως καθημερινή πολιτική «δραστηριότητα». Η επιδίωξη άμεσων ωφελημάτων για τους υπό εκμετάλλευση και τους καταπιεσμένους είναι άγια και χρυσή.
Το ζήτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι πως εδώ και δεκαετίες οι πεπεισμένα μεταρρυθμιστές δεν έχουν να επιδείξουν καμιά φιλολαϊκή μεταρρύθμιση – καμία απολύτως. Πρόκειται, δηλαδή, για μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις.
Οι μόνες πραγματικές μεταρρυθμίσεις είναι οι νεοφιλελεύθερες. Οι θατσερικοί είναι οι πραγματικά πετυχημένοι ρεφορμιστές της εποχής μας.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, εδώ;
Στο προηγούμενο σημείωμά μου υποστήριξα ότι, αν δεν υπάρχει βάσιμη απειλή για το σύστημα, αυτό δεν κάνει ούτε στοιχειώδεις παραχωρήσεις. Και όχι μόνο – επιτίθεται, παίρνοντας πίσω και όσα είχαν επιτευχθεί σε πρότερες εποχές.
Με άλλα λόγια, μια ορισμένη ισχυρή επαναστατική διάθεση, με τους αντίστοιχους πολιτικούς οργανισμούς της, είναι αναγκαία προκειμένου οι καλές μεταρρυθμίσεις να είναι στοιχειωδώς επιτεύξιμες. Ο ρεφορμισμός έχει ανάγκη τη βάσιμη απειλή μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής μεταβολής προκειμένου να έχει και ο ίδιος λόγο ύπαρξης.
Σε διαφορετική περίπτωση η ρεφορμιστική πολιτική, στη στρατηγική της διάσταση, είναι απολύτως ουτοπική. Είναι παράδοξο, αλλά η εκφρασμένη ρεαλιστική και πραγματιστική διάθεση είναι η πιο αδύναμη στο να πετύχει στοιχειώδη αποτελέσματα. Οταν μάλιστα αποδεικνύεται ισχυρότερη πολιτικά, τότε είναι που προσχωρεί ολοκληρωτικά στο «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα» του αντιπάλου. Ο Μπλερ, ο Κλίντον, ο Σρέντερ και ο Σημίτης έκαναν για τον νεοφιλελευθερισμό, από πολλές απόψεις, περισσότερα απ’ ό,τι οι ακραιφνείς δεξιοί.
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο της συνθήκης στην οποία διαβιοί ο ρεφορμισμός σήμερα, είναι πως οι πολιτικοί υποστηρικτές του είναι εξαιρετικά απληροφόρητοι για την ίδια την ιστορία του. Συχνά συναντάς πια «κεϊνσιανούς» που δεν έχουν διαβάσει ούτε σελίδα από τον Κέινς και σοσιαλδημοκράτες που δεν ξέρουν το παραμικρό για την καταστατική αντιπαράθεση, που διαχώρισε στρατηγικά τους ρεφορμιστές από τους ριζοσπάστες της Αριστεράς.
Οποιος διαβάσει τη συγκροτημένη επιχειρηματολογία του Μπερνστάιν, του ιδεοτυπικού «ρεβιζιονιστή», ξέρει πως το βασικό του επιχείρημα, εκεί στο μεταίχμιο μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, ήταν πως ο οργανωμένος πλέον καπιταλισμός είχε μπει σε μια περίοδο ειρηνικής ανάπτυξης χωρίς τις κρίσεις και τις συγκρούσεις του παρελθόντος, που επέτρεπε στην εργατική τάξη και το κόμμα της να επιδιώκουν τη διαρκή βελτίωση των συνθηκών ζωής και τη συνεχή επέκταση της δημοκρατίας, χωρίς την ανάγκη κανενός ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού – «η κίνηση είναι το παν, ο στόχος [ο σοσιαλισμός, δηλαδή] δεν είναι τίποτε».
Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες!
Ο νέος τριακονταετής πόλεμος, από το 1914 μέχρι το 1945, που διέλυσε ολοκληρωτικά την Ευρώπη και εξόντωσε δύο γενιές νέων ανθρώπων, που έκανε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις υπόθεση βομβαρδισμού αμάχων, αερίων μουστάρδας και ατομικών βομβών σε βάρος αποκλειστικά γυναικών και παιδιών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, που έφερε την κολοσσιαία κρίση του 1929, τον φασισμό και τη Σοά δεν δικαίωσε την πρόγνωση, άρα και τη στρατηγική ιδέα του Μπερνστάιν. Μάλλον τη μετέτρεψε σε μία από τις μεγαλύτερες παρωδίες «ανάλυσης» στην Ιστορία. Θα έπρεπε, λοιπόν, να βρίσκεται στο «αποθετήριο παραδόξων» μαζί με το αεικίνητο, τη φιλοσοφική λίθο, και τη διακτίνιση του Star Trek…
O «εξανθρωπισμός» του καπιταλισμού αποδείχτηκε πως -ρεαλιστικά μιλώντας, με βάση την τρομακτική εμπειρία- στη μέση διάρκεια, ούτε καν στη μακρά, ήταν όνειρο καλοκαιρινής νυκτός. Πράγμα που δίνει άλλο νόημα στη ρήση του Κέινς ότι «μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί».
Η εμπειρία των μεταπολεμικών trentes glorieuses του μητροπολιτικού καπιταλισμού χρωστάει πολύ περισσότερα στην παρουσία της ΕΣΣΔ, του φόβου, καλύτερα, που έσπειρε η Ρωσική Επανάσταση στους καπιταλιστές, παρά στη ΣΔ και το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα. Καλύτερη απόδειξη από τα 40 χρόνια νεοφιλελεύθερου αγριανθρωπισμού, που ακολούθησαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρξει.
Και τι, δηλαδή, «να κάνουμε Επανάσταση»; Δεν ξέρω. Είμαστε υποχρεωμένοι, πάντως, να σκεφτούμε σοβαρά την παταγώδη αποτυχία του ρεφορμισμού. Και επομένως να πάψουν κάποιοι να λοιδορούν τα «χειμερινά ανάκτορα», την κατάληψη των οποίων κανείς δεν προτείνει, ιδίως εκεί που δεν υπάρχουν χειμερινά ανάκτορα.
Και επειδή οι «ρεαλιστές» πολύ αναφέρονται στον Γκράμσι, ας αναλογιστούν πως αυτός πάντοτε υπογράμμιζε πως στόχος του ήταν να σκεφτεί πώς θα γινόταν στη Δύση αυτό που ήδη έγινε στην Ανατολή. Αλλά και η πρόσληψη του Γκράμσι συνήθως γίνεται για να ειπωθεί κάτι για την «ηγεμονία» με τρόπο που ο Γκράμσι σίγουρα δεν θα αναγνώριζε.
ΥΓ.: Υπάρχουν σήμερα πραγματικοί ρεφορμιστές; Ή όλοι γίνανε «κεντρώοι», εφόσον «τα προβλήματα μετράνε και όχι τα επίθετα»; Δεν νομίζω πως υπάρχουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, άραγε, ρεφορμιστικό κόμμα; Δεν νομίζω. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως όποιος δει τα σύντομα βιογραφικά των υποψηφίων στις «προεδρικές εκλογές», εκπλήσσεται από την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς σε οποιοδήποτε κίνημα – πράγμα που ιστορικά δεν χαρακτήριζε τα ρεφορμιστικά εργατικά κόμματα. Οι συριζικοί υποψήφιοι μας συστήνονται με το επαναλαμβανόμενο: «διατέλεσε υπουργός», «διατέλεσε υπουργός», «διατέλεσε υπουργός»… Τίποτε άλλο!
.efsyn.gr