Κατά 99% στις 24 του μηνός η αξιολόγηση θα κλείσει αισίως, αν βεβαίως υπάρχει κάτι αίσιο στα νομοθετήματα που απαιτήθηκαν γι αυτό. Είναι κοινός τόπος ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων επιτεύχθηκε η προσέγγιση μεταξύ ευρωπαϊκής τρόικας και κυβέρνησης είναι πρωτίστως πολιτικά. Η φράση «ανάγκη πολιτικής σταθερότητας» ξέφυγε αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα από τα χείλη της μιας ή της άλλης πλευράς – τελευταίος ο διοικητής της ΤτΕ απογείωσε το κρίσιμο επιχείρημα.
- του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Αλλά ακόμη και η πείσμων -αν και σιωπηρή- άρνηση του ΔΝΤ να επικυρώσει επίσημα τον «συμβιβασμό» της πρώτης αξιολόγησης, επιμένοντας στη σολομώντεια κατανομή βαρών μεταξύ Ευρωζώνης και Ελλάδας (δηλαδή, στη δραστική ελάφρυνση χρέους από την πρώτη και στον «αυτόματο μηχανισμό διόρθωσης» από τη δεύτερη) περιλαμβάνει τον υπαινιγμό ότι το τρίτο Μνημόνιο είναι «μη βιώσιμο πολιτικά».
Καλώς ή κακώς, αυτή πάντως είναι η επιλογή. Παρότι μέχρι την προσεχή Τρίτη θα εξαντληθούν τα περιθώρια μιας συμφωνίας πλήρους και ως προς το περιεχόμενό της και ως τους «εταίρους» της, είναι πιθανό το ΔΝΤ για κάποιους μήνες ακόμη να κρατήσει την απόσταση ασφαλείας του παρατηρητή του τρίτου Μνημονίου. Ωστόσο, η κυβέρνηση θα έχει έναν οδικό χάρτη να πορεύεται. Και μαζί μ’ αυτόν κάποιες διόλου ασήμαντες ανάσες ρευστότητας, έστω κι αν στο μεγαλύτερο μέρος τους θα χάνονται στη μαύρη τρύπα του χρέους.
Ρευστότητα και πολιτική σταθεροποίηση(;)
Τα 11 δισ. του δανεισμού που υποτίθεται ότι θα ακολουθήσουν το κλείσιμο της αξιολόγησης, τα περίπου 6 δισ. από το πολυδιαφημισμένο επενδυτικό σχέδιο Γιούνκερ (που στην πραγματικότητα είναι ανακύκλωση πόρων που ήδη διαθέτουν τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε.), η μείωση του κόστους δανεισμού των τραπεζών από την ΕΚΤ με την επαναφορά του waiver (της κατ’ εξαίρεση αποδοχής των ελληνικών ομολόγων ως ενεχύρων για δανεισμό με το σχεδόν μηδενικό επιτόκιο της ΕΚΤ) και η ένταξη της χώρας στη διευρυμένη ποσοτική χαλάρωση του κ. Ντράγκι, όλα αυτά δημιουργούν προϋποθέσεις μιας αξιοσημείωτης αύξησης της ρευστότητας το επόμενο διάστημα.
Ρευστότητας που εν μέρει δικαιολογεί την κυβερνητική αισιοδοξία περί μικρής ανάκαμψης το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Και ταυτόχρονα δημιουργεί προϋποθέσεις σχετικής (προς το παρόν βραχυπρόθεσμης) σταθεροποίησης της κυβέρνησης. Αυτό, άλλωστε, ήταν και το ζητούμενο από την πλευρά των Ευρωπαίων δανειστών, για λόγους που δεν σχετίζονταν τόσο με την προσαρμοστικότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ που την έκανε απρόσμενα συμπαθή στα μάτια τους, όσο με την περιρρέουσα πολιτική αστάθεια στην Ε.Ε. (βρετανικό δημοψήφισμα, αυστριακές και ισπανικές εκλογές κ.λπ.)
Ο χρονικός ορίζοντας αυτής της σταθεροποίησης δεν είναι ακόμη σαφής. Ωστόσο, αυτή η σταθεροποίηση μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά ασταθής για διάφορους λόγους:
Πρώτον, για τους ίδιους λόγους που την κατέστησαν αναγκαία για τους δανειστές. Mια «καταστροφική» έκβαση του βρετανικού δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit, μια νίκη της ακροδεξιάς στον δεύτερο γύρο των αυστριακών προεδρικών που θα καταστήσει αναπόφευκτες και τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές, μια αλλαγή συσχετισμών στην Ισπανία μετά τις επαναληπτικές εκλογές είναι βέβαιο ότι θα τροφοδοτήσουν επανεξέταση των σχεδιασμών του ευρωπαϊκού Ιερατείου γενικά και της γερμανικής ηγεσίας ειδικά (για την οποία σωστά επεσήμανε ο Γ. Βαρουφάκης ότι δεν διαθέτει στρατηγικό βάθος μεγαλύτερο του τριμήνου).
Δεύτερον, η σχετική πολιτική σταθεροποίηση έχει ως επιπλέον φραγή την εφαρμογή των επαχθών μέτρων της πρώτης αξιολόγησης. Οι αυξήσεις στους έμμεσους φόρους είναι άμεσης εφαρμογής και κοινωνικής τοξικότητας, ενώ οι αλλαγές στο ασφαλιστικό και στη φορολογία εισοδήματος θα γίνουν αισθητές στις τσέπες των πολιτών από τις αρχές του 2017, οπότε και θα δοκιμαστούν τα όρια της σχεδόν μοιρολατρικής ανοχής που κράτησε μέχρι τώρα η κοινωνική πλειοψηφία.
Τρίτον, η συγκαταβατικότητα της ευρωπαϊκής τρόικας για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επαναληφθεί στη δεύτερη αξιολόγηση, που αρχίζει αμέσως μετά, με βαριά ατζέντα 43 προαπαιτουμένων, τα οποία ξεφεύγουν από τη δημοσιονομική λογιστική και υπεισέρχονται στον πυρήνα της στρατηγικής της «εσωτερικής υποτίμησης» που διατρέχει τα Μνημόνια. Ιδιαίτερα οι ιδεολογικά και ταξικά φορτισμένες «μεταρρυθμίσεις» στις εργασιακές σχέσεις (στο τρίπτυχο συλλογικές συμβάσεις, συνδικαλιστικός νόμος, ομαδικές απολύσεις), μπορεί να αποδειχθούν καίριος πολιτικός «κόφτης» της σταθεροποίησης. Πολύ περισσότερο που η υπεσχημένη υπεράσπιση των εργασιακών «κόκκινων γραμμών» έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον ως άλλοθι για να εξασφαλιστεί η υπερψήφιση των μέτρων της πρώτης αξιολόγησης από μια εξουθενωμένη κυβερνητική πλειοψηφία.
Η πολύ πρόσφατη ιστορία διδάσκει
Πέραν αυτών, πρέπει να λάβουμε υπόψη και την πολιτική κυκλοθυμία των Ευρωπαίων δανειστών. Η σύντομη μνημονιακή μας ιστορία καταδεικνύει ότι τους διακρίνει το ρητό «εκεί που έπτυον λείχουσιν» και αντιστρόφως. Θυμίζουμε ότι η πρώτη αξιολόγηση του δεύτερου μνημονίου έκλεισε έπειτα από πολύμηνο «βασανισμό» της κυβέρνησης Σαμαρά, με ένα πολυνομοσχέδιο μέτρων 19 δισ. για την τριετία 2013-2016, αλλά και με αρκετά χρήματα και επαίνους, που τροφοδότησαν το πρώτο success story της μνημονιακής μας ιστορίας. Αυτό κορυφώθηκε τον Απρίλιο του 2014, με την πριμοδοτημένη από τους δανειστές έξοδο στις αγορές και την πρώτη καταγραφή «στροφής στην ανάπτυξη».
Ωστόσο, ένα μήνα μετά τα κόμματα της συγκυβέρνηση Σαμαρά υπέστησαν συντριβή στις ευρωεκλογές και έξι μήνες αργότερα εγκαταλείφθηκε σε ελεύθερη πτώση από τους απρόσμενα αδιάλλακτους σπόνσορες του success story της. Η «σταθεροποίηση» Σαμαρά κράτησε 2,5 χρόνια. Αλλά τίποτε δεν εγγυάται ότι ο διαφαινόμενος νέος κύκλος σταθεροποίησης θα είναι εξίσου μακρύς.