Η διαπίστωση: «Η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη». Η προτροπή: «Αξιοποίησε την ψήφο σου για να μην αποφασίσουν άλλοι για σένα». Αυτά τα δυο στοιχεία «σφραγίζουν» το γνωστό τηλεοπτικό σποτ, με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) καλεί, από το τέλος Απριλίου, τους πολίτες των χωρών – μελών να συμμετάσχουν στις προσεχείς ευρωεκλογές.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσοι συγκινήθηκαν με τις «κεντρικές ιδέες» του σποτ, αλλά και με τις μνήμες των ηλικιωμένων ατόμων που πρωταγωνιστούν σε αυτό. Επειδή όμως ούτε η δική μας μνήμη ατόνησε, λέμε να αντιδιαστείλουμε τα όμορφα τα λόγια, τα μεγάλα – περί δημοκρατίας και πολιτών που αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους- με ορισμένα σημαντικά πεπραγμένα εντός της «μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας». Και καθώς είναι κάμποσα τα χαρακτηριστικά πεπραγμένα, ας ευθυγραμμιστούμε με το ημερολόγιο, επιλέγοντας δυο που δρομολογήθηκαν στις αρχές κάποιου παλιότερου Ιουνίου.
Στις 3 Ιουνίου του 1992 οι Δανοί καταψήφισαν σε δημοψήφισμα με 50,7% τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία νωρίτερα στη Βουλή της χώρας είχε εγκριθεί από με 130 ψήφους επί συνόλου 172 βουλευτών (ναι, τέτοια αναντιστοιχία ανάμεσα στην κοινοβουλευτική και τη λαϊκή βούληση). Πραγματικό «έγκλημα καθοσιώσεως» ήταν για το διευθυντήριο το Βρυξελλών η ετυμηγορία των ψηφοφόρων. Ακολούθησαν διαδοχικοί διεθνείς αφορισμοί και εκδηλώσεις μένους εναντίον των Δανών, τους οποίους μάλιστα κάποια στιγμή ο Θεόδωρος Πάγκαλος «κατακεραύνωσε» με την ατάκα: «Και πότε πολέμησαν αυτοί;».
Μετά το πρώτο ξέσπασμα, οι Μαινάδες του «ευρωπαϊσμού» κατάλαβαν ότι απέναντι στους Δανούς δεν αρκούσαν οι φοβέρες για την «απομόνωση» που τους περίμενε. Χρειάζονταν και ορισμένες παραχωρήσεις. Προσφέρθηκε λοιπόν στους Δανούς η εξαίρεση από ορισμένες βασικές διατάξεις της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Έτσι, σε κατοπινό δημοψήφισμα (18/5/1993) στη Δανία εγκρίθηκε η Συνθήκη, με ποσοστό 56,8%.
Τουλάχιστον στην περίπτωση της Δανίας την τακτική «από το αφτί και σε νέο δημοψήφισμα» συνόδευσε μια υποχώρηση που λάμβανε υπόψη το αποτέλεσμα της κάλπης του 1992. Στο μέλλον όμως θα αποδεικνυόταν ότι τέτοιες ευαισθησίες δεν ήταν απαραίτητες.
2005: Δύο «όχι» στο Ευρωσύνταγμα, πολλά «γιοκ» σε προγραμματισμένα δημοψηφίσματα!
Πανικός επικράτησε στο «διευθυντήριο» το βράδυ της 1ης Ιουνίου 2005. Την ημέρα εκείνη, σε δικό τους δημοψήφισμα οι Ολλανδοί απέρριψαν το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης, δηλαδή του Ευρωσυντάγματος, με το σαρωτικό 61,6%. Το κακό διπλασιαζόταν, πλέον: τρεις ημέρες νωρίτερα, είχαν καταψηφίσει το Ευρωσύνταγμα οι Γάλλοι, με 54,9%, σε δικό τους δημοψήφισμα. Απέρριψαν, λοιπόν, το Ευρωσύνταγμα οι κοινωνίες δυο χωρών που υπήρξαν ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ, το 1957 – και μάλιστα η Ολλανδία ήταν ένα από τα τρία μέλη του προπλάσματος της ΕΟΚ, δηλαδή της «Μπενελούξ».
Με πολύ ιδιότυπο τρόπο «θριάμβευσε» η δημοκρατία, κατόπιν… Από τις χώρες στις οποίες είχαν προγραμματιστεί για τη συνέχεια ανάλογα δημοψηφίσματα, μόνο στο «σίγουρο» Λουξεμβούργο στήθηκαν κάλπες (εκεί το Ευρωσύνταγμα εγκρίθηκε με 56,5%). Ματαιώθηκαν τα δημοψηφίσματα στη Βρετανία, την Ιρλανδία, την Πολωνία, την Τσεχία, στην Πορτογαλία.
Τυπικά το Ευρωσύνταγμα «μπήκε στο ψυγείο»- και με γλυκόλογα. «Η Ευρώπη θα πρέπει να ακούσει τη φωνή των πολιτών» δήλωσε ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, προαναγγέλλοντας μια περίοδο «περισυλλογής, εξηγήσεων και συζητήσεων». Στην πράξη, τα πράγματα απλουστεύτηκαν πολύ: οι βασικές διατάξεις του Ευρωσυντάγματος ενσωματώθηκαν στην κατοπινή (13/12/2007) Συνθήκη της Λισσαβόνας. Σιωπηρά παρακάμφθηκαν τα αρνητικά αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων κι έτσι… ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Με το δίκιο του θα πει κάποιος πως όλα τούτα ήταν «πταίσματα» μπροστά σε όσα ακολούθησαν το ημέτερο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Μπροστά, δηλαδή, στην όλη… ποιοτικότατη «δημοκρατία» που διαμορφώθηκε σε μια χώρα, η οποία έμαθε να διοικείται με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, με απειλές και με διαρκείς επικλήσεις στις καταστάσεις «έκτακτης ανάγκης». Αναφέραμε όμως και ορισμένα προγενέστερα, ώστε να υπενθυμίσουμε κάτι: η άρση βασικών αστικοδημοκρατικών κανόνων δεν περίμενε τη διεθνή κρίση χρέους (2009 και μετά) για να δηλώσει παρούσα. Μπορεί από τότε να έγινε ταχύτερη και κυνικότερη, αλλά είχε πάψει πολύ νωρίτερα ν’ αποτελεί ταμπού.
Όπως έχει εξηγήσει ο Γερμανός καθηγητής Βόλφγκανγκ Στρεκ (στο σημαντικότατο βιβλίο του «Κερδίζοντας Χρόνο: Η καθυστερημένη κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού», 2013), η καθαρή κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στην ΕΕ κάτι έχει ήδη επιφέρει και κάτι άλλο διδάσκει. Αφενός, έχει αντικαταστήσει τη δημοκρατία με τη «δημοκρατία της βιτρίνας». Αφετέρου, είναι σαν να προειδοποιεί όσους δεν έχουν διάθεση να στρουθοκαμηλίσουν ότι κανένα «πρόγραμμα εκδημοκρατισμού» της Ευρώπης δεν θα έχει τύχη, χωρίς να αντιμάχεται τα δόγματα της «χαγεκιανής διακυβέρνησης».
Είναι όμως σαν ν’ ακούμε ήδη κάποιες ενστάσεις: «Μήπως ν’ αφήναμε τις απαιτητικές αναζητήσεις του κάθε Στρεκ και να δούμε την δική μας πολιτική καθημερινότητα; Μας πέφτει μήπως άσχημα που επιτροπές της ΕΕ ή και ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όποτε ευνοήσουν οι συσχετισμοί, μιλούν για τα πλήγματα, τα οποία έχουν υποστεί ελευθερία του Τύπου και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα επί της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη; Δεν είναι αυτά αξιοποιήσιμα;».
Ναι, είναι και ας συνεχίσουν να είναι – όποτε προκύπτουν. Όποιος όμως θα τα θεωρούσε αυτά ως τεκμήρια… γενικής δημοκρατικότητας της «θεσμικής Ευρώπης», θα ήταν ικανός να αναγορεύσει σε προστάτη όλων των θαλάσσιων ειδών ένα λευκό καρχαρία, μόνο και μόνο επειδή τον βλέπει να αφήνει κάποια «ψάρια – πιλότους» να καθαρίζουν τη ράχη ή το στόμα του.
Ας δούμε κάποια στοιχειώδη για τον όλο πολιτικό «ευρω- οργανισμό» σε σχέση με τα καθ’ ημάς, αλλά και τα γενικότερα ζητήματα. Πρώτον: ούτε έντονη, ούτε συνεπής μπορεί να χαρακτηριστεί η συνολική πίεσή του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, για τα «σημεία και τέρατα» που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια.
Δεύτερον: μόνον αφελείς δεν θα κατανοούσαν ότι κι αυτά τα ψήγματα θετικής κριτικής θα εξαφανίζονταν, ίσως μάλιστα να μετατρέπονταν στα… αντίθετά τους, αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη (ή κάποια άλλη στη θέση της) χρειαζόταν περισσότερο ετσιθελισμό, περισσότερα πλήγματα στο «κράτος δικαίου» και περισσότερες αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, για να υλοποιήσει κρίσιμες επιλογές ύψιστου «ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος».
Μάλλον περιττεύει να θυμίσουμε σε πόση «δημοκρατία» μας έπνιξε η ΕΕ για να επιβληθούν και να εφαρμοστούν τα μνημόνια. Ίσως όμως αξίζει τον κόπο να «πάμε» σε άλλη χώρα, σε χρόνια πολύ πιο κοντινά. Όλοι θυμόμαστε πόσα «ευρω- ραπίσματα» δεχόταν η Πολωνία, για το πώς λειτουργούσε το «κράτος δικαίου» στη χώρα. Κι όλοι διαπιστώσαμε πόσο πιο αραιές και… χαμηλόφωνες έγιναν αυτές οι επικρίσεις από το 2021, όταν η Πολωνία αποδείχθηκε χρήσιμο «ντόπερμαν» που εμπόδιζε την είσοδο προσφύγων και μεταναστών στην Κεντρική Ευρώπη.
Τρίτον: Ε, πάει πολύ ν’ αναγνωρίζει κανείς «δημοκρατική συνέπεια» σε μια ΕΕ που δεν είδε τίποτα το μεμπτό όταν η αστυνομία του Μακρόν τύφλωνε διαδηλωτές στις κινητοποιήσεις των Κίτρινων Γιλέκων. Μια ΕΕ η οποία είναι απολύτως «ΟΚ» με την αναστολή λειτουργίας μέσων ενημέρωσης. Με τον γερμανικό (κι όχι μόνο) νεομακαρθισμό που επιστρατεύεται εναντίον όσων εναντιώνονται στη παλαιστινιακή γενοκτονία – ακόμη και με τη γαλλική αστυνομία, η οποία ψάχνει ποιος φέρει ως διακριτικό το γνωστό «καρπούζι» (τα χρώματα της παλαιστινιακής σημαίας). Με, με, με…
Εμείς αποφασίσαμε, εσείς τώρα ψηφίστε…
Ας επιστρέψουμε όμως στην προτροπή του σποτ: «Αξιοποίησε την ψήφο σου για να μην αποφασίσουν άλλοι για σένα». Αν μιλάμε για τα μηνύματα που ενδεχομένως θέλουν να εκπέμψουν οι ψηφοφόροι στις πολιτικές δυνάμεις των χωρών τους, η προτροπή ίσως έχει κάποια βάση, αλλά τα αποτελέσματα δεν θα είναι άμεσα, αφού δεν εκλέγονται κυβερνήσεις. Αν όμως το σποτ υπονοεί ότι οι ψηφοφόροι θα ορίσουν τις τύχες τους, διαμορφώνοντας την Ευρώπη που θέλουν, το πράγμα αρχίζει να γίνεται κωμικό…
Συγγνώμη, τι έμεινε αρρύθμιστο για να το αποφασίσουν οι ψηφοφόροι; Οι κρατικοί προϋπολογισμοί του 2025 θα κληθούν να στριμωχτούν σε «κορσέ λιτότητας», καθώς επανέρχεται το Σύμφωνο Σταθερότητας – αναθεωρημένο μεν, περιοριστικό δε. Αποφασίστηκε ήδη η στροφή στην «πολεμική – εξοπλιστική οικονομία», με όσα αυτή συνεπάγεται (και είναι πολλά και βαριά) για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Καθορίστηκε ήδη η «γραμμή» για το μεταναστευτικό και την παροχή ασύλου. Ο στόχος της πολυδιαφημισμένης «πράσινης μετάβασης» είτε αναπροσαρμόζεται προς τα (πολύ…) κάτω είτε εγκαταλείπεται – με τους οπαδούς της δεύτερης εκδοχής να κραδαίνουν την εκτίμηση της Black Rock, σύμφωνα με την οποία το όλο εγχείρημα θα απαιτούσε 18 τρισεκατομμύρια δολάρια ως το 2030.
Τι ακριβώς έμεινε σε εκκρεμότητα για να το καθορίσουν οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι; Κάποιες γενικές θεωρήσεις περί «ευρωπαϊκών αξιών», που κι αυτές πλέον τις «γειώνουν» οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας του πολιτικού mainstream στην ΕΕ με την ανερχόμενη ακροδεξιά;
Το σκηνικό θυμίζει ένα ανέκδοτο που «κυκλοφορούσε» στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ένας Άγγλος τα πίνει σε παμπ με τον «κολλητό του», που κάποια στιγμή του λέει: «Μετά από τόσα χρόνια γάμου, βλέπω ότι τα πηγαίνετε με τη Τζέιν πολύ καλά. Πώς τα καταφέρνετε;». Κι ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– Κοίτα, έχουμε συμφωνήσει με τη Τζέιν σ’ έναν καταμερισμό και τον τηρούμε.
– Δηλαδή;
– Εκείνη αποφασίζει για τα τρέχοντα ζητήματα κι εγώ για τα μεγάλα…
– Τι αποφασίζει, δηλαδή, εκείνη;
– Ε, να, πώς θα ξοδέψουμε τα χρήματά μας, σε ποιο σχολείο θα πάνε τα παιδιά, αν θ’ αγοράσουμε νέο αυτοκίνητο, πού θα πάμε στις διακοπές- τέτοια.
– Κι εσύ;
– Εγώ προβλέπω ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα, πότε θα τελειώσει ο πόλεμος στο Βιετνάμ, αν θα κερδίσουν στις επόμενες εκλογές οι Εργατικοί ή οι Τόρηδες…
Η διαφορά είναι ότι ο Ευρωπαίος «μέσος ψηφοφόρος» δεν φαίνεται τόσο ήρεμος και ευτυχής με το ανάλογο «μόντους βιβέντι», όσο ο Άγγλος σύζυγος του ανεκδότου. Τα υπόλοιπα θα τα ξέρουμε και θα τα συζητάμε από Δευτέρα.