Κυπριακό, 50 χρόνια – μέρος α’: πώς φτάσαμε στον πόλεμο και τη Διχοτόμηση

Κυπριακό, 50 χρόνια – μέρος α’: πώς φτάσαμε στον πόλεμο και τη Διχοτόμηση

  • |
Το κείμενο αυτό θα ολοκληρωθεί σε τρία μέρη 

Το επίσημο αφήγημα της ελληνικής άρχουσας τάξης από την πρώτη στιγμή της διαμάχης της με την τουρκική, είναι ότι οι Έλληνες είναι οι καλοί και οι Τούρκοι οι κακοί, πως η ελληνική πλευρά έχει πάντα δίκιο, πως σε  όλες τις μεγάλες συγκρούσεις φταίνε οι «βάρβαροι» Τούρκοι, κλπ.

Από την σκοπιά όλων όσων υποστηρίζουμε θέσεις που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων όμως, το βασικό καθήκον είναι να είμαστε αντικειμενικοί και να παρουσιάζουμε τις ευθύνες των αρχουσών τάξεων όλων των πλευρών χωρίς ίχνος εθνικισμού στην ανάλυσή μας. Ιδιαίτερα έχουμε πρώτιστο καθήκον να αποκαλύπτουμε τα εγκλήματα της «δικής μας» άρχουσας τάξης.

Αυτός είναι ο μόνος τρόπος η Αριστερά να δίνει τη μάχη ώστε τα «εθνικά προβλήματα» να μην οδηγούν σε μίσος και πολέμους ανάμεσα σε εργαζόμενους διαφορετικών εθνοτήτων ή εθνών. Την ίδια στιγμή η ταξική ανάλυση των εθνικών ζητημάτων είναι και ο μόνος τρόπος για να δοθούν λύσεις σε τέτοια προβλήματα.

Μόνο το εργατικό-λαϊκό κίνημα μπορεί, μέσα από τους πολιτικούς και άλλους οργανισμούς και φορείς του, να έχει μια αντικειμενική προσέγγιση στην ιστορία. Η άρχουσα τάξη είναι «καταδικασμένη», για να αναπαράγει την εξουσία της, να παραποιεί την ιστορία προβάλλοντας τη δική της εθνικιστική οπτική και ιδεολογία.

Παραποίηση της ιστορίας

Το τελευταίο παράδειγμα παραποίησης της ιστορίας του Κυπριακού, είναι η πρόσφατη εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου με αφορμή τα 50 χρόνια από την εισβολή της Τουρκίας το 1974. Η εγκύκλιος αυτή παρουσιάζει τη βαρβαρότητα της εισβολής, τις εκτελέσεις, τους εκτοπισμούς, κλπ, αλλά δεν λέει λέξη για το γεγονός ότι πριν την εισβολή υπήρξε… πραξικόπημα!

Η πραγματικότητα είναι ότι το πραξικόπημα που προηγήθηκε έδωσε στην Τουρκία το δικαίωμα να εισβάλει στην Κύπρο «νόμιμα» και «συνταγματικά». 

Στις 15 Ιουλίου του 1974 η ελληνική Χούντα και η ακροδεξιά, εθνικιστική οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄ που αποτελούσε τον πολιτικό της εκπρόσωπο στην Κύπρο, ανέτρεψαν την εκλεγμένη κυβέρνηση του Μακάριου (αρχιεπίσκοπος και ταυτόχρονα πρόεδρος της Κύπρου) και πέντε μέρες μετά πραγματοποιήθηκε η τουρκική εισβολή. Πριν το πραξικόπημα και την εισβολή είχαν προηγηθεί σχεδόν δύο δεκαετίες στην διάρκεια των οποίων οξύνονταν οι διακοινοτικές εντάσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους (Ε/κ) και Τουρκοκύπριους (Τ/κ) κατοίκους του νησιού. Όλη αυτή η ιστορική διαδρομή είτε αποκρύβεται από την επίσημη ιστοριογραφία, είτε παραποιείται. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή υπήρξαν εγκλήματα και μαζικές δολοφονίες από τους Ε/κ ακροδεξιούς, όμως αυτά αποκρύπτονται και οι υπαίτιοι δεν καταδικάστηκαν ποτέ, παρότι σε πολλές περιπτώσεις τα ονόματά τους είναι γνωστά.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Ε/κ και Τ/κ: Από την συμβίωση στην ΕΟΚΑ

Το 1960 υπογράφτηκε η «ανεξαρτησία» της Κύπρου μετά από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959. Η Κύπρος σταματούσε να αποτελεί αποικία της Βρετανίας και γινόταν «ανεξάρτητο» κράτος. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν ποτέ πραγματικά ανεξάρτητη – ήταν δεμένη χειροπόδαρα και από τους Βρετανούς αποικιοκράτες και από τις «μητέρες πατρίδες», Ελλάδα και Τουρκία, που είχαν στρατιωτική παρουσία και, βέβαια, ευθεία πολιτική παρέμβαση.

Στο Σύνταγμα της χώρας προβλέπονταν τρεις εγγυήτριες δυνάμεις: η Ελλάδα, η Βρετανία και η Τουρκία. Με το πραξικόπημα, η ελληνική πλευρά παραβίασε το Σύνταγμα και η Τουρκία χρησιμοποίησε αυτή την παραβίαση προκειμένου να παρέμβει (με βάση τα «συνταγματικά της δικαιώματα») στην Κύπρο. Βέβαια η Τουρκία δεν πραγματοποίησε την εισβολή για να αποκαταστήσει την συνταγματική τάξη, αλλά χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα προκειμένου να πάρει (μέσα από την β’ φάση της τουρκικής εισβολής στις 14 Αυγούστου) σχεδόν το 40% των κυπριακών εδαφών, το οποίο βρίσκεται από τότε σε κατοχή.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην Κύπρο ζούσαν Ελληνοκύπριοι (Ε/κ) και Τουρκοκύπριοι (Τ/κ) σε αναλογία 80% –20% (και αρκετές ακόμη μικρότερες κοινότητες, όπως Μαρωνίτες, Αρμένιοι, κοκ). Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν μικτοί, ζούσαν δηλαδή σε κοινά χωριά και οι σχέσεις τους ήταν ομαλές.

Το 1955 ξεκίνησε ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην αποικιοκρατία. Παρόμοιους αγώνες με αυτόν των Κυπρίων δίνουν την εποχή αυτή πολλοί λαοί που ανήκαν στη βρετανική αυτοκρατορία. Σε όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής αναπτύσσονται τέτοια κινήματα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, η μεγαλύτερη από τις οποίες είναι η Ινδία. Φυσικά οι Μαρξιστές και τα προοδευτικά κινήματα της εποχής εκείνης στηρίζουν αυτούς τους αγώνες ενάντια στην αποικιοκρατία ανεπιφύλακτα και με κάθε δυνατό τρόπο.

Ωστόσο, στην ηγεσία αυτού του αγώνα στην Κύπρο βρίσκεται η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) μια αντάρτικη μυστική οργάνωση της οποίας στρατιωτικός αρχηγός είναι ο ακροδεξιός Γ. Γρίβας, με καταγωγή από την Κύπρο, πρώην επικεφαλής της οργάνωσης «Χ» στον ελληνικό εμφύλιο. Βασικό έργο του Γρίβα και της οργάνωσής του στην Ελλάδα ήταν ο πόλεμος κατά του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ την εποχή της κατοχής και στη συνέχεια στον εμφύλιο.

Ο Γρίβας ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός του αγώνα ενάντια στους Άγγλους, ενώ ο πολιτικός του ηγέτης ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Έχουμε δηλαδή ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου βρίσκεται η Εκκλησία και η Ακροδεξιά. Από την πρώτη της κιόλας εξαγγελία (τον Απρίλη του 1955) η ΕΟΚΑ κάνει καθαρό ότι στόχος της είναι η Ένωση με την Ελλάδα (όχι η ανεξαρτησία του νησιού). Η «Ένωση» γίνεται το κεντρικό σύνθημα του ένοπλου αγώνα. Επιπλέον, αποκλείει από αυτόν τον αγώνα τους Κομουνιστές, μέλη του ΑΚΕΛ, (εκατοντάδες από τους οποίους θα γίνουν στη συνέχεια στόχος της δολοφονικής δράσης της ΕΟΚΑ) αλλά και τους Τουρκοκύπριους. 

Η Τουρκική αντίδραση στην ΕΟΚΑ

Η πρώτη αντίδραση σε αυτές τις εξαγγελίες και τη δημιουργία της ΕΟΚΑ ήρθε από την Τουρκία. Οι διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβρη του 1955 δεν έπεσαν από τον ουρανό (όπως προσπαθεί να παρουσιάσει η ελληνική προπαγάνδα) αλλά είναι η απάντηση της Τουρκίας σε αυτό που θεωρεί προσπάθεια μετατροπής της Κύπρου σε ελληνικό νησί και έξωσης των τουρκικής καταγωγής κατοίκων του.

Η Κύπρος είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου, εξαιρετικά κοντά στην Τουρκία (τα παράλια είναι ορατά με γυμνό οφθαλμό) με μεγάλη, συνεπώς, στρατιωτική/στρατηγική σημασία.

Από τη σκοπιά των συμφερόντων της τουρκικής άρχουσας τάξης, δεν υπήρχε περίπτωση η Τουρκία να αφήσει την Ελλάδα να μετατρέψει την Κύπρο σε ελληνικό νησί χωρίς να κάνει τίποτα. 

Η δεύτερη αντίδραση είναι η ανάδυση των εθνικιστικών στοιχείων στον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό. Οι Τ/κ νιώθουν να απειλούνται από τη στιγμή που οι Ε/κ διεκδικούν την ένωση με την Ελλάδα, επομένως οι φωνές που υποστηρίζουν ότι πρέπει να οργανωθούν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σαν εθνική μειονότητα στο νησί βρίσκουν απήχηση.

Έτσι, η απάντηση των Τ/κ εθνικιστών (φυσικά με την υποστήριξη της Τουρκίας) είναι η δημιουργία μιας αντίστοιχης/αντίπαλης οργάνωσης στην ΕΟΚΑ, η οποία ονομαζόταν TMT. 

Πρόκειται για μια ένοπλη, παραστρατιωτική, εξίσου εθνικιστική οργάνωση με την ΕΟΚΑ, που διεκδικεί την Διχοτόμηση της Κύπρου (το σύνθημα «Ταξίμ», δηλαδή διχοτόμηση, αρχίζει να κυριαρχεί από το 1956).

Αυτές οι εξελίξεις δεν πτοούν ούτε τον Γρίβα, ούτε τον Μακάριο, και βέβαια δεν δυσαρεστούν καθόλου τους Βρετανούς αποικιοκράτες, που ενισχύουν με πολύ συνειδητό τρόπο τη διαίρεση ανάμεσα σε Ε/κ και Τ/κ. Η πολιτική του «Διαίρει και Βασίλευε» είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της έμπειρης (και βρώμικης) διπλωματίας της βρετανικής αυτοκρατορίας που κυριαρχούσε ήδη στον πλανήτη επί δύο αιώνες. Οι Βρετανοί ενθαρρύνουν τους Τ/κ εθνικιστές και την Τουρκία να παρέμβουν και να διεκδικήσουν «αυτό που τους ανήκει» στο νησί.

Μετά την «αποχώρηση» των Βρετανών

Τελικά οι Βρετανοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν από την Κύπρο σαν άμεση κατοχική δύναμη, όπως αναγκάστηκαν να φύγουν από πολλές από τις αποικίες τους εκείνη την εποχή: απέσυραν τον κύριο όγκο των στρατευμάτων τους και την απευθείας κατοχή αλλά διατήρησαν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση αυτών των χωρών, παραχωρώντας τους μια τυπική ανεξαρτησία. Έτσι, πέρα από την μεγάλη επιρροή στην οικονομική και πολιτική ζωή, διατηρούν δυο τεράστιες στρατιωτικές βάσεις στο νησί.

Το Σύνταγμα του 1960 αναγνωρίζει την Κύπρο σαν μια ανεξάρτητη, αλλά όχι σαν μια πραγματικά ενιαία χώρα. Οι δύο κοινότητες, θα αποτελούν συστατικά μέρη αλλά με ιδιαίτερες εξουσίες μέσα στα πλαίσια του ίδιου κράτους. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάδα θα ήταν οι εγγυήτριες δυνάμεις του Συντάγματος. Έτσι τίθενται οι σπόροι της μελλοντικής διαίρεσης, των συγκρούσεων και του πολέμου.

Με βάση το Σύνταγμα, στη βουλή θα έπρεπε να υπάρχει αναλογική εκπροσώπηση των δύο κοινοτήτων, και το εκλογικό σύστημα ήταν προσαρμοσμένο σ’ αυτό τον κανόνα. Το ίδιο ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους, τα σώματα ασφαλείας, κλπ. Το νησί θα είχε πρόεδρο Ε/κ και αντιπρόεδρο Τ/κ. Οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων είχαν δικαίωμα να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις της άλλης πλευράς.

Ένα τέτοιο μοντέλο δεν μπορεί να είναι λειτουργικό στο πλαίσιο του σκληρού εθνικιστικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται εκείνη την περίοδο ανάμεσα στην Ε/κ και την Τ/κ πλευρά, αλλά και ανάμεσα στα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Κατάρρευση του Συντάγματος – έναρξη των ένοπλων διακοινοτικών συγκρούσεων

Έτσι το Σύνταγμα κατέρρευσε το 1963 και το 1964 είχαμε τις πρώτες ένοπλες διακοινοτικές συγκρούσεις. Η Ε/κ πλευρά αναφέρεται στις συγκρούσεις σαν Τ/κ ανταρσία, όμως αυτός που κατάγγειλε το Σύνταγμα ήταν ο Μακάριος. Με αφορμή τις συγκρούσεις η Τουρκία απειλεί με εισβολή. Η αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης που εκείνη την περίοδο είχε φιλική σχέση με τον Μακάριο ήταν καθοριστική στη ματαίωση των τουρκικών σχεδίων – προσωρινά. Η Τουρκία πρόσβλεπε και σχεδίαζε τη διχοτόμηση και αυτά τα σχέδια είχαν την στήριξη/ανοχή των Βρετανών και των ΗΠΑ.

Ακολούθησε μια ταραγμένη περίοδος δέκα χρόνων, με την εισβολή να γίνεται τελικά το 1974.

Στο μεσοδιάστημα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Στην Ε/κ άρχουσα τάξη αρχίζουν να αναπτύσσονται δύο γραμμές. Η μία γραμμή υποστηρίζει την ανεξαρτησία και η άλλη την ένωση με την Ελλάδα. Με λίγα λόγια, ένα κομμάτι της Ε/κ άρχουσας τάξης καταλαβαίνει ότι η Ένωση είναι μια επικίνδυνη, μη ρεαλιστική επιδίωξη. Επιχειρεί επομένως μια στροφή στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, που εντείνεται μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Αυτό το κομμάτι εκπροσωπείται από τον Μακάριο, ο οποίος, σε αντίθεση με τους εθνικιστές, αντιλαμβανόταν καλύτερα τι συνέβαινε στο διεθνές σκηνικό και ταυτόχρονα προσπαθούσε να κρατήσει μια πολιτική ισορροπίας ανάμεσα στη Δύση και τη Σοβιετική Ένωση.

Η ισορροπία αυτή και οι ανοιχτοί δίαυλοι προς την Σοβιετική Ένωση, οδήγησε τους Ε/κ εθνικιστές/ακροδεξιούς (και την ελληνική Χούντα) σε πραγματικό μίσος για τον Μακάριο, τον οποίο αποκαλούσαν «Κάστρο της Μεσογείου». Αυτός ο χαρακτηρισμός όμως είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα, καθώς ο Μακάριος δεν είχα καμία σχέση με την Αριστερά.

Η Ε/κ άρχουσα τάξη κινείται όλο και πιο ανοιχτά προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας. Το 1967 ο Γρίβας, φανατικός υποστηρικτής της Ένωσης αναγκάζεται να αποχωρήσει από την Κύπρο λόγω του ρόλου του στις σφαγές Τουρκοκυπρίων στην περιοχή της Κοφίνου (και μετά από νέες απειλές της Τουρκίας για εισβολή). Ωστόσο, το 1971 η ελληνική Χούντα (στην εξουσία από το 1967) τον ξαναστέλνει πίσω στην Κύπρο, όπου δημιουργεί την ΕΟΚΑ Β’.

ΕΟΚΑ Β’

Η ΕΟΚΑ Β’ είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την ΕΟΚΑ του 1955. Η τελευταία, παρά τα αντιδραστικά πολιτικά χαρακτηριστικά της, εκπροσωπούσε τον αντιαποικιακό αγώνα του κυπριακού λαού, και είχε τεράστια υποστήριξη από τον πληθυσμό των Ε/κ. Αντίθετα, η ΕΟΚΑ Β’ είναι μια ακροδεξιά τρομοκρατική οργάνωση που προετοιμάζει πραξικόπημα, βάζει βόμβες, δολοφονεί αντιπάλους της κοκ. Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου γίνεται το 1971 και αποτυγχάνει από καθαρή τύχη. Η συντριπτική πλειοψηφία της κυπριακής κοινωνίας στηρίζει τον εκλεγμένο πρόεδρο, τον Μακάριο.

Η ΕΟΚΑ Β’ δεν θα μπορούσε μόνη της να φέρει σε πέρας το πραξικόπημα του 1974 – δεν είχε ούτε τις κοινωνικές ούτε τις στρατιωτικές δυνάμεις για κάτι τέτοιο. Το πραξικόπημα βασίστηκε στις ειδικές δυνάμεις του κυπριακού στρατού, οι οποίες ήταν υπό τη διοίκηση Ελλήνων αξιωματικών της Χούντας. Δηλαδή ουσιαστικά και πρακτικά είχαμε ευθεία παρέμβαση ανατροπής του Συντάγματος από μία από τις «εγγυήτριες δυνάμεις», την Ελλάδα, με την ΕΟΚΑ Β’ να παίζει επικουρικό ρόλο. 

Την ίδια περίοδο της ένοπλης, τρομοκρατικής δράσης της ΕΟΚΑ Β’, στην Κύπρο χτίζονταν κι άλλες ένοπλες δυνάμεις, από την πλευρά του «δημοκρατικού στρατοπέδου». Υπήρχε για παράδειγμα το «Εφεδρικό», όπως ονομαζόταν η δύναμη των 3.000 καλά εξοπλισμένων ανδρών που ήταν πιστοί μέχρι θανάτου στον Μακάριο. Επιπλέον, στρατιωτικές πολιτοφυλακές ανάπτυσσε και η ΕΔΕΚ (το σοσιαλιστικό κόμμα της Κύπρου που εκείνη την εποχή είχε ένα εξαιρετικά ριζοσπαστικό αριστερό χαρακτήρα). Αυτές οι δυνάμεις είχαν καταφέρει να αποτρέψουν δύο φορές κινήσεις του στρατού που φανέρωναν τις προθέσεις τους να προχωρήσουν σε πραξικόπημα, αλλά απέτυχαν να το αποτρέψουν την τρίτη φορά.

Μετά το πραξικόπημα του 1974, η Τουρκία κατέλαβε το 40% σχεδόν των εδαφών της Κύπρου και από το σημείο αυτό έχουμε το Κυπριακό με τη μορφή που ξέρουμε σήμερα. Αυτό το οποίο είναι λιγότερο γνωστό, είναι ότι μετά την εισβολή ακολούθησε οργανωμένη, συμφωνημένη ανταλλαγή πληθυσμών. Η Ε/κ πλευρά συγκέντρωσε τους Τ/κ και τους έστειλε στον βορρά και το ίδιο συνέβη από την ανάποδη, με όσους Ε/κ δεν έφυγαν κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Έτσι προέκυψε η γεωγραφική διαίρεση με σχεδόν αμιγείς πληθυσμούς. Σήμερα ελάχιστοι Τ/κ ζουν στη νότια Κύπρο, όπως και ελάχιστοι Ελληνοκύπριοι στον βορρά, σε αντίθεση με τα πολλά μικτά χωριά που υπήρχαν στο παρελθόν.

Περί της «βαρβαρότητας των Τούρκων»

Το αφήγημα της ελληνικής πλευράς ότι οι Τούρκοι ευθύνονται για μαζικές δολοφονίες αμάχων στον πόλεμο του 1974 είναι απλά μονόπλευρο. Οι Ε/κ εθνικιστές έκαναν τα ίδια.  

Ένα από τα «κλασικά» προπολεμικά (πριν το ’74) παραδείγματα είναι το χωριό Κοφίνου, στο οποίο το 1967 μπήκαν ειδικές δυνάμεις των Ελληνοκυπρίων, υπό τις διαταγές του Γρίβα, με εντολές να μην αφήσουν «ούτε κότα κουτσή ζωντανή» (ντοκυμαντέρ De Facto, αρ 17, επιχείρηση Γρόνθος, 38 λεπτό).

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, Ε/κ φασίστες σκότωναν αδιακρίτως όσο περισσότερους Τ/κ άμαχους μπορούσαν. Υπάρχουν μαζικοί τάφοι Τ/κ, που προέκυψαν μετά από εκτελέσεις του συνόλου του πληθυσμού ολόκληρων χωριών, αντρών, γυναικών και παιδιών (Διαβάστε: «Οι Δειλοί» του Χρήστου Αχνιώτη).

Ασφαλώς αντίστοιχη βαρβαρότητα επιδείχθηκε από την πλευρά των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής και των Τ/κ εθνικιστών. Οι πάνω από 1600 αγνοούμενοι, στην πραγματικότητα δεν είναι αγνοούμενοι, αλλά νεκροί που πολλοί τουλάχιστον απ’ αυτούς έχουν εκτελεστεί μετά τη σύλληψή τους.

https://xekinima.org/kypriako-50-chronia-meros-a-pos-ftasame-ston-polemo-kai-ti-dichotomisi/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος