Η τελευταία παρακαταθήκη του ανθρώπου που στη νιότη του τάχτηκε με την ένοπλη πάλη εναντίον της Χούντας, προσωποποιείται στην Άννα Διαμαντοπούλου. Και στην Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Και, εν τέλει, στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο πολιτικός που κινούνταν στον κύκλο του Πουλαντζά, με φίλους σαν τον αείμνηστο Σάκη Καράγιωργα, τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, τον Γιώργο Βέλτσο ή τον μακαρίτη Νίκο Θέμελη, με την πορεία του βίου του και τη σημειολογία του θανάτου του, καταδείχνει τη αναπόδραστη τελεολογία της σοσιαλδημοκρατίας. Και των σοσιαλδημοκρατών.
Κατέ Καζάντη
Που κάθε φορά, όταν το σύστημα εκβιάζει, υποκύπτουν. Εγκαταλείποντας τις προλεταριακές τάξεις που κάποτε εκπροσώπησαν, συμμαχώντας με τους από πάνω. Κι εγκαταλείποντας ταυτόχρονα κάθε ρηξικέλευθη πολιτική πράξη, όπως εδώ τη σύγκρουση με την επίσημη εκκλησία: ο ανθρωπότυπος που ετάφη αντί να καεί και εψάλη αντί να τραγουδηθεί, έκλινε το γόνυ και στη δεξιά του Κυρίου. Διολίσθησε όχι μοναχά δια της ζωής αλλά και διά του θανάτου του.
Ό,τι καλό, όμως, υπήρξε, όποτε υπήρξε, στις εποχές όταν στην Ευρώπη οι πολιτικές της σοσιαλδημοκρατίας ήταν κυρίαρχες, ακόμα κι όταν ενέδιδαν κατά τις συστημικές κρίσεις, όπως το ’70, οι λαοί το οφείλουν στο διαβόητο τείχος. Στην ύπαρξη του “παραπετάσματος”. Στην δαιμονοποιημένη, όχι πάντα αδίκως, πρώην ΕΣΔΔ. Στις πολιτικές εκείνες που έδιναν στο κράτος την ευθύνη της εξασφάλισης υγείας – παιδείας – εργασίας. Οι οποίες πολιτικές έφταναν εξ αντανακλάσεως και στη Δύση.
Το ιστορικό ορόσημο, το συμβάν του 1989, έδωσε το σήμα της ιδεολογικής διολίσθησης και της διανοητικής κατάρρευσης της, έτσι κι αλλιώς ετοιμόρροπης, σοσιαλδημοκρατίας. Οι μεγαλοστομίες για το «τέλος της ιστορίας» και των «μεγάλων αφηγήσεων» έγιναν το ηγεμονικό φληνάφημα εκείνων που είδαν νέα πεδία δόξης για τα περιθώρια της κερδοσκοπίας τους. Όταν το ανάχωμα εξέλειψε, σαρώθηκαν τα πάντα: η κοροϊδία όσων ιδεολογικά έστεκαν ακόμη στ’ αριστερά, η περιθωριοποίηση, ο ακαδημαϊκός εμπαιγμός, ακόμα και οι διώξεις –ο επεκτατισμός του νεοφιλελευθερισμού είχε ήδη ξεκινήσει- έγιναν η νέα κανονικότητα.
Ο Σημιτικός «εκσυγχρονισμός» υπήρξε φυσικό επόμενο. Όπως ο Μπλερισμός, όπως οι μεταλλάξεις του Σρέντερ. Ο ινστρούχτορας Αντονι Γκίντενς, με τον περιβόητο «Τρίτο δρόμο» (1998) κήρυξε απαρχαιωμένες τις ιδέες της αριστεράς, όπως, επί της ουσίας, και τον κρατικό παρεμβατισμό. Ο μεγάλος, ιστορικός συμβιβασμός με τη δεξιά είναι εδώ, η οποία ξαναβγαίνει από το χρονοντούλαπο, αναβαπτισμένη. Η «δημοκρατία», στην οποία ομνύει ο Γκίντενς, και ο «προοδευτισμός», αφήνουν κατά μέρος την ταξική διαστρωμάτωση. Δεν βλέπουν, δεν ακούν, τις συνεχιζόμενες κραυγές των από κάτω, οι οποίοι εξακολουθούν να συντρίβονται στην πρώτη, έστω μικρή, κρίση.
Η θεωρία των «δύο άκρων», δίνει και παίρνει. Η ιστορία ξαναγράφεται, με απλουστεύσεις, εξομοιώσεις, αναθεωρητισμούς. Οι ακροκεντρώοι γίνονται μόδα. Πανευρωπαϊκή. Η φτώχεια, όταν δεν εκλαμβάνεται ως φυσικό φαινόμενο, γίνεται ατομική ευθύνη. Η άνοδος των ριζοσπαστών της δεξιάς είναι πια υπόθεση μερικών μόνο ετών. Οι νέες γενιές εξάλλου γνωρίζουν μοναχά τον αναβαπτισμένο φασισμό. Οι ναζί μπορεί να είναι απλώς κάτι αψίκοροι πατριώτες.
Αλλά, από την εποχή του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε μια όλως άλλη υπόθεση από την αριστερά, αποτελώντας απλώς το δεξιό της άκρο. Αν κατέπεσε, κατέπεσε οικειοθελώς. Χωρίς να υπερασπιστεί ούτε ένα από εκείνα που την κατέστησαν κραταιά. Μαζί της όμως κατέπεσε και η Αριστερά. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Διότι έχασε το ριζοσπαστικό της λόγο, φοβούμενη τις ίδιες τις ιδέες της. Και μαζί μ’ αυτά, έχασε τον προνομιακό της τρόπο να απευθύνεται στους από κάτω και να συντάσσεται μ’ αυτούς.
Αποτελεί επείγουσα ανάγκη να ξαναγραφτεί η ιστορία, αναψηλαφώντας το τραύμα της πτώσης του «υπαρκτού»: αν τα φαντάσματα του σταλινισμού είναι οι φταίχτες για τις παλινωδίες και τη μελαγχολία της Αριστεράς, η άρνηση να τα αντιμετωπίσει, είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για να τροφοδοτούνται και να ενδυναμώνουν αντίπαλο.
«Το μελαγχολικό ιστορικό στοίχημα της αποκατάστασης της έννοιας του κομμουνισμού» (Ντανιέλ Μπενσαΐντ) και του ανθρωπότυπου εκείνου που βγαίνει στο δρόμο δίχως φόβο μην τον εκβράσει το σύστημα και καταστραφεί, πρέπει να τεθεί εκ νέου. Και να κερδηθεί.
Αλλιώς, οι Διαμαντοπούλου του κόσμου τούτου και οι εκδοχές στην -κατ’ όνομα- αριστερά, θα κατακυριεύουν τις κοινωνίες. Μαζί με τους Μασκ και τις Μελόνι.
Για τις βόμβες της νιότης του Σημίτη δεν μιλά πια καμιά και κανείς.
Σχόλια (0)