Ο Τραμπ, λοιπόν, δεν είναι λύση, όπως δεν θα μπορούσε να είναι ούτε ο Μπάιντεν, ούτε ο Ομπάμα, ούτε η Κλίντον… Δεν είναι (μόνο) οι «Φιλελεύθεροι», ούτε (μόνο) οι «Δεξιοί» που κάνουν τη ζωή σου άθλια. Είναι το καπιταλιστικό σύστημα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πλέον, επισήμως, ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο προκάτοχός του, Τζο Μπάιντεν, έχει καταλήξει στον σκουπιδότοπο της ιστορίας. Ο Μπάιντεν κατάφερε να βρεθεί στην κορυφή της λίστας με τους χειρότερους Αμερικανούς προέδρους όλων των εποχών, κάτι που δεν είναι μικρό επίτευγμα, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός στον τομέα αυτό είναι σκληρός. Παραδοσιακά, δεν υπήρξε έλλειψη ψυχοπαθών, γενοκτόνων φονταμενταλιστών, μαζικών δολοφόνων και διεφθαρμένων γραφειοκρατών που προεδρεύουν ή αποτελούν μέρος της ανώτατης πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ.
Στην εναρκτήρια ομιλία του Τραμπ, μπορούσε κανείς να ακούσει πολλές και διαφορετικές αναφορές, σχεδιασμένες να ικανοποιήσουν τις διάφορες ομάδες που προσδοκούν το δικό τους μερίδιο από την αμερικανική πίτα υπό τη νέα κυβέρνηση. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο προτεινόμενος κατάλογος «προς υλοποίηση» περιλαμβάνει αντιφατικές προτάσεις.
Ήταν, για παράδειγμα, ενθαρρυντικό να ακούσει κανείς ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα δεσμευθεί στην υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου στις ΗΠΑ. Αυτό είναι τόσο καλό όσο και αναγκαίο, καθώς στις Ηνωμένες Πολιτείες, εδώ και πολύ καιρό, οι άνθρωποι διώκονται αν σκέφτονται ή εκφράζουν κάτι «αιρετικό» («πολιτικά μη ορθό»), ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο εκάστοτε πλαίσιο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, άνθρωποι με «ριζοσπαστικές» απόψεις (π.χ. όσοι τόλμησαν να αμφισβητήσουν τις επίσημες πολιτικές ή να διαμαρτυρηθούν για γενοκτονίες) έχουν υποστεί συστηματική καταστολή: απολύσεις από τις δουλειές τους, κατηγορίες για διάφορες μορφές «παρενόχλησης», «εκφοβισμού» ή «δημιουργίας μη ασφαλών περιβαλλόντων» (μια πρόσφατη περίπτωση φοιτητή του MIT είναι απλώς μια σταγόνα στον ωκεανό παρόμοιων, και ακόμα πιο σοβαρών, περιστατικών), ή και χειρότερα.
Ωστόσο, πώς ακριβώς θα (επαν)εισαχθεί η ελευθερία του λόγου στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν στην ίδια εναρκτήρια ομιλία ο Τραμπ ανακοίνωσε την πολιτική της «πειθάρχησης» των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς, όπως είπε, το εκπαιδευτικό σύστημα «διδάσκει στα παιδιά μας… να μισούν τη χώρα μας»; Μας διαβεβαίωσε ότι «αυτό θα αλλάξει από σήμερα και θα αλλάξει πολύ γρήγορα». Ο ίδιος και η κυβέρνησή του αναλαμβάνουν να «αντιστρέψουν πλήρως και ολοκληρωτικά αυτήν τη φρικτή προδοσία και όλες αυτές τις προδοσίες». Ναι, έχουν υπάρξει πολλές προδοσίες, και αν ο κ. Τραμπ ήταν ειλικρινής, θα έπρεπε να διευκρινίσει ότι οι εργαζόμενοι έχουν προδοθεί διαρκώς από την ελίτ, από τον υπερ-πλούσιο εταιρικό τομέα, σε συνεργασία με την πολιτική εξουσία.
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Ο κ. Τραμπ δηλώνει: «Έχουμε ένα σύστημα δημόσιας υγείας που δεν αποδίδει σε καιρούς κρίσης, παρόλο που δαπανώνται για αυτό περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα». Αυτό είναι μια τεράστια υποτίμηση του προβλήματος. Το «σύστημα υγείας» των ΗΠΑ είναι ένα διεθνές σκάνδαλο και, μακράν, το πιο δυσλειτουργικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στον κόσμο, αν συγκρίνουμε το κόστος των θεραπειών που καλούνται να επωμιστούν οι απλοί πολίτες, τα χρήματα που χύνονται στο σύστημα και τα τελικά αποτελέσματα. Η Αμερική είναι μια χώρα όπου, αν είσαι φτωχός, οποιοδήποτε σύστημα («δικαιοσύνης», «υγείας» ή «εκπαίδευσης») δεν λειτουργεί προς όφελός σου· μετατρέπεται σε πρόβλημα, όχι σε λύση.
Υπάρχει κάποια διαβεβαίωση στην εναρκτήρια ομιλία του Τραμπ ότι κάτι από αυτά θα αλλάξει; Η παρουσία των κορυφαίων εκπροσώπων του εταιρικού τομέα δίπλα στον νέο/παλιό πρόεδρο αποτελεί εγγύηση ότι κάτι από αυτά θα ανατραπεί; Κάθε άλλο. Αποτελεί εγγύηση ότι τίποτα στον συγκεκριμένο τομέα δεν θα αλλάξει—τουλάχιστον όχι ουσιαστικά. Κάποιες από αυτές τις αρνητικές τάσεις και αδικίες μπορεί μάλιστα να κλιμακωθούν ακόμη περισσότερο.
Ας μην μασάμε τα λόγια μας – η Αμερική δεν είναι δημοκρατία· ποτέ δεν υπήρξε. Πρόκειται για ένα φιλελεύθερο κατεστημένο, με ένα ενιαίο κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου, το οποίο ελέγχει το πολιτικό σκηνικό για το μεγαλύτερο διάστημα, μέσω των δύο φατριών του, που ονομάζονται «Ρεπουμπλικάνοι» και «Δημοκρατικοί». Όσο κι αν μπορεί να διαφέρουν σε ζητήματα όπως η μεταναστευτική πολιτική ή η συζήτηση περί φύλων, και οι δύο συμφωνούν στα «ουσιώδη»: ο επιχειρηματικός τομέας πρέπει να συνεχίσει να ελέγχει την κατάσταση, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά, ει δυνατόν, και στον υπόλοιπο κόσμο. Συμφωνούν επίσης ότι δεν πρέπει ποτέ να επιτραπεί μια πραγματική δημοκρατία (καθώς αυτό, προβλέψιμα, θα οδηγούσε στην απογύμνωση των πλουσιότερων και πιο προνομιούχων από τον πλούτο και τα προνόμιά τους). Και οι δύο συμφωνούν στον αμερικανικό υπερεθνικισμό και είναι υπερήφανοι για τον αμερικανικό εθνικισμό, τον οποίο αποκαλούν «πατριωτισμό».
Και οι δύο είναι φονταμενταλιστές του καπιταλισμού, με τη διαφορά ότι το ένα στρατόπεδο εκφράζει αυτόν τον φονταμενταλισμό στη «φιλελεύθερη» εκδοχή του (έτοιμο να κάψει τις «μάγισσες» μόλις τολμήσουν να σκεφτούν ή να πουν κάτι ενάντια στην επίσημη [Νεο]φιλελεύθερη κομματική γραμμή), ενώ το άλλο προτιμά να χρησιμοποιεί πιο παραδοσιακούς θρησκευτικούς όρους (αυτοαποκαλείται «χριστιανικό», παρόλο που η ιδεολογία του απέχει περισσότερο από οποιαδήποτε ουσιαστική χριστιανική παράδοση απ’ ό,τι οι κλασικές μορφές αθεΐας, ή ακόμα και ο σατανισμός).
Ας πάρουμε για παράδειγμα την παρακάτω εικόνα (στιγμιότυπο από το Forbes), που δείχνει τη λίστα με τους πλουσιότερους ανθρώπους:
Σε μια λογική, ανθρώπινη ή δημοκρατική κοινωνία, κάτι τέτοιο θα ήταν απλώς αδύνατο· δεν θα υπήρχαν λίστες δισεκατομμυριούχων, ούτε καν εκατομμυριούχων, γιατί δεν θα υπήρχαν τέτοιοι. Θα εφαρμόζονταν δημοκρατικά μέσα ώστε ο πλούτος και η επιτυχία να είναι ανάλογα της συνεισφοράς του καθενός στην κοινωνία—όχι της συνεισφοράς του στην καταστροφή της. Ο ιδιωτικός πλούτος δεν θα έπρεπε ποτέ να είναι υπερβολικός, καθώς βλάπτει την κοινωνία. Οι πλουσιότεροι δεν θα έπρεπε να έχουν περισσότερα από (το πολύ) δέκα φορές το εισόδημα των φτωχότερων (με την τάση να μειωθεί ακόμα περισσότερο αυτή η διαφορά). Σήμερα, οι πλουσιότεροι έχουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες φορές περισσότερα από τον μέσο άνθρωπο. Η επιτυχία μιας κοινωνίας μετριέται από την ποιότητα ζωής των φτωχότερων και πιο ευάλωτων μελών της.
Αυτό που βιώνουμε είναι μια σοβαρή παθολογία. Οι εταιρικές, πολιτικές και σε μεγάλο βαθμό πνευματικές ελίτ είναι αφοσιωμένες στη διαιώνιση και την επέκταση αυτού του παθολογικού συστήματος. Οι περισσότεροι άνθρωποι συμμετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, στη διαιώνισή του, επιτρέποντας στους εαυτούς τους να γίνουν θύματα μιας τεράστιας προπαγάνδας και μιας «βιομηχανίας διασκέδασης» που τους μετατρέπει είτε απλώς σε καταναλωτές είτε σε εμπορεύματα—ή και τα δύο.
Ο Τραμπ, λοιπόν, δεν είναι λύση, όπως δεν θα μπορούσε να είναι ούτε ο Μπάιντεν, ούτε ο Ομπάμα, ούτε η Κλίντον… Δεν είναι (μόνο) οι «Φιλελεύθεροι», ούτε (μόνο) οι «Δεξιοί» που κάνουν τη ζωή σου άθλια. Είναι το καπιταλιστικό σύστημα.
Ο καπιταλισμός σκοτώνει. Ας τον σκοτώσουμε, πριν σκοτώσει τα πάντα και τους πάντες.
https://thepressproject.gr/skotoste-ton-kapitalismo-prin-skotosei-oti-allo-yparchei/
Σχόλια (0)