Η Νέα Δημοκρατία άντεξε πολιτικά το έγκλημα των Τεμπών την πρώτη φορά. Όσο δύσκολο κι αν είναι να το χωνέψουμε, κατάφερε όχι μόνο να επανεκλεγεί, αλλά και να επανεκλέξει βουλευτή τον ίδιο τον Κώστα Καραμανλή. Ήταν τόσο συνταρακτική επιτυχία του μηχανισμού της, που δεν έπαψε να μας το τρίβει στη μούρη έκτοτε. Θεωρούσε ότι αυτό που δεν ανέτρεψε την κυβέρνηση με το σοκ του δυστυχήματος νωπό, δεν θα την ανατρέψει μετά από δύο χρόνια. Γι’ αυτό περιφέρονταν ειρωνευόμενοι τους δημοσιογράφους και πολιτικούς που τολμούσαν να ασχολούνται «ακόμα» με τα Τέμπη. Φευ, ποτέ δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει.
του Κωνσταντίνου Πουλή
Ο παράγοντας που δεν μπορούσε να εκτιμήσει σωστά η ΝΔ ήταν μια συμπληρωματική πλευρά του αρχικού ζητήματος της υποβάθμισης και εγκατάλειψης του σιδηροδρόμου: Αφορούσε την ύπαρξη λαθραίου φορτίου, μια έκρηξη που είχε ως συνέπεια να σκοτωθεί ένας αριθμός επιβατών που είχαν γλιτώσει από τη σύγκρουση, και μετά την ωμή συγκάλυψη αυτού του γεγονότος, στην οποία (απολύτως ακατανόητα) συμμετείχε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αναλαμβάνοντας με πρόωρες δηλώσεις να διαψεύσει ο ίδιος αυτά που σήμερα ξέρουμε, λέγοντας ότι είναι βέβαιος ότι δεν υπήρχε παράνομο φορτίο.
Η συγκάλυψη δεν βγάζει νόημα πολιτικά. Πολιτικά θα συνέφερε την κυβέρνηση να πει από την αρχή ότι υπάρχουν διαχρονικές αδυναμίες, που είναι αλήθεια, και ότι το γεγονός επιδεινώθηκε από μια εγκληματική ενέργεια την οποία διερευνούμε. Αντί να κάνει αυτό, έσπευσε να αναλάβει ο ίδιος ο πρωθυπουργός το βάρος να πει ότι σίγουρα δεν υπήρχε λαθραίο φορτίο. Δεν χρειάζεται να πληρώνεις εκατομμύρια σε επικοινωνιολόγο για να σου πει ότι αυτή τη δήλωση την αφήνεις σε κάποιον άλλον, πιο κάτω στην ιεραρχία, δεν την επωμίζεται ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Εκτός αν… Εκτός αν υπάρχουν κίνητρα που δεν θα μάθουμε. Και εδώ φτάνουμε στην πολιτική ουσία των σκανδάλων.
Μετά την Παρασκευή έχουμε ένα κολοσσιαίων διαστάσεων ιστορικό γεγονός, έχουμε την επάνοδο των μαζών στην πολιτική. Άνθρωποι ήσυχοι και παθητικοί, που έχουν μάθει να μην ενοχλούν κανέναν την ώρα που κυβερνά, κατέβηκαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους.
Αυτό το προκάλεσε όχι βεβαίως η διάλυση των σιδηροδρόμων και η ιδιωτικοποίηση, που συνεισέφεραν αποφασιστικά στην υποβάθμιση των μέτρων ασφαλείας και κατά συνέπεια στον θάνατο τόσων ανθρώπων, αλλά σε κάτι πολύ πιο απλό: τα καινούργια στοιχεία που είχαμε ήταν η ευρεία κυκλοφορία των ηχητικών και οι διαρροές από τα πορίσματα.
Τι συνέβη τότε; Μπορείς να βάλεις μερικές δεκάδες λογαριασμούς που χειρίζονται άνθρωποι με ψυχολογία βασανιστή της ΕΣΑ, να βρίζουν και να συκοφαντούν την Καρυστιανού. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό η ελληνική κοινωνία συλλογικά όμως. Δεν το έκανε. Είδε στο πρόσωπο των συγγενών των θυμάτων κάτι που η κυβερνητική χυδαιότητα δεν μπορούσε να το αγγίξει, και θεωρούσε ακατάληπτες τις απαντήσεις της κυβέρνησης για το πώς χειρίστηκαν τον χώρο του εγκλήματος. Αυτή η πλευρά είναι πολύ πιο φορτισμένη, δεν έχει ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, και ζητά πρωτίστως λογοδοσία, από έναν μηχανισμό που θεώρησε εσφαλμένα ότι θα έχει πάντα το πάνω χέρι στη διαχείριση της πληροφορίας.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι μόνο θετική. Προσωπικά μου προκαλεί δέος, με τη διττή φύση του θαυμασμού και φόβου που υπονοείται σε αυτή τη λέξη. Πρώτα πρώτα, χρειάστηκαν ηχητικά νεκρών παιδιών για να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Όπως και να το κάνουμε, είναι συγκλονιστικό ότι εκεί που δεν λειτουργεί κανένα πολιτικό σύνθημα, χρειάστηκε οι πολίτες αυτής της χώρας να παρακολουθήσουν ένα θρίλερ, ένα «snuff movie» της πολιτικής μας επικαιρότητας για να καταφέρουν να νιώσουν κάτι. Αυτή είναι μια πολύ πικρή αλλά νομίζω δίκαιη διαπίστωση για την κοινωνία μας.
Η συνέχεια δεν προβλέπεται αισιόδοξη. Θεωρώ αφετηρία της συζήτησης ότι ο κόσμος κατέβηκε στους δρόμους σοκαρισμένος από τη συγκάλυψη. Αυτό αφορά την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, που δηλώνει (εκτός τόπου και χρόνου) ότι ο κόσμος δεν διαμαρτύρεται για εκείνον, αλλά ζητάει απλώς δικαιοσύνη. Ο κόσμος αν έχει παράπονα από υπαλλήλους του κράτους συμπληρώνει αιτήσεις με αριθμό πρωτοκόλλου. Όταν βγαίνει στον δρόμο, έχουμε πολιτική διαμαρτυρία. Με ποια έννοια όμως είναι πολιτική αυτή η διαμαρτυρία, είναι το κεντρικό επίδικο της εποχής που έρχεται.
Ας σκεφτούμε τι είναι ένα πολιτικό γεγονός. Αν π.χ. ένας βουλευτής συλληφθεί και καταδικαστεί για τη διάπραξη ή συγκάλυψη ενός ποινικού αδικήματος, αυτό είναι πολιτικό γεγονός; Προφανώς για την καθημερινή ειδησεογραφία αυτό εμπίπτει απολύτως στον ορισμό του πολιτικού γεγονότος. Θα συζητιέται στις ειδήσεις των 8, θα ακολουθήσουν παραιτήσεις, θα τελειώσει η καριέρα αυτού του προσώπου και σε σπανιότατες περιπτώσεις, μπορεί να πέσει η κυβέρνηση.
Αν όμως το κρίνουμε με ένα στενότερο ορισμό της πολιτικής, που λέει ότι πολιτική είναι μια δράση που υπακούει σε διαχωριστικές τομές που προκύπτουν από την ιδεολογία μας, τότε το αίτημα να τιμωρηθεί ένας πολιτικός που παραβίασε το νόμο δεν είναι πια πολιτικό. Με απλά λόγια, το αίτημα να τιμωρηθεί ένας καταχραστής βουλευτής, θεωρητικά θα πρέπει να υποστηρίζεται από οποιονδήποτε δεν είναι ηθικά πορωμένος κομματικός υπάλληλος που έχει ανταλλάξει τη συνείδησή του με τα πελατειακά του προνόμια. Με άλλα λόγια, είναι κάτι στο οποίο ενώνουμε τις φωνές μας ανεξαρτήτως ιδεολογίας.
Ήμουν στο ευρωκοινοβούλιο την πρώτη φορά που μίλησε η Καρυστιανού. Είχα πάρει συνέντευξη και από τη Σόφι ιν’τ Βελτ, μια φιλελεύθερη ευρωπαία πολιτικό που στήριξε την εκδήλωση που είχε διοργανώσει ο Κώστας Αρβανίτης, ευρωβουλευτής του ΣυΡιζΑ. Για τη φιλελεύθερη πολιτικό το έγκλημα των Τεμπών συνίσταται όχι στην ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων, αλλά στην παραβίαση της νομιμότητας που ακολούθησε, όταν η κυβέρνηση αμέλησε να εφαρμόσει τις προβλέψεις της σύμβασης 717 για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Η εντιμότητα είναι στοιχείο της αστικής φιλελεύθερης ηθικής και είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη δικαιοσύνη. Το σύνθημα «η διαφθορά σκοτώνει» και το σύνθημα «η ιδιωτικοποίηση σκοτώνει» είναι η σημερινή πολιτική διαχωριστική γραμμή για τα Τέμπη.
Για τη δική μου πολιτική ανάλυση, ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων σημαίνει ότι μοιραία θα έχουμε χειρότερες υπηρεσίες, ακριβότερα εισιτήρια και λιγότερη ασφάλεια. Αυτό που η φιλελεύθερη ανάγνωση θεωρεί μια παρανομία για την οποία πρέπει να κυνηγήσουμε τους υπεύθυνους, εγώ θεωρώ ότι είναι υποκριτικό να περιγράφεται έτσι, διότι όλα αυτά είναι αντικειμενικά συμπαρομαρτούντα των ιδιωτικοποιήσεων. Μπορούμε να ζητάμε καλύτερα μέτρα ασφαλείας από τους ιδιώτες, όπως ο Τολστόι έγραφε γράμμα στον Τσάρο για να του ζητήσει να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία, αλλά δεν θα πόνταρα εκεί.
Εφόσον πράγματι ο κόσμος κατέβηκε στον δρόμο σοκαρισμένος από τις αποκαλύψεις σχετικά με τη συγκάλυψη, και όχι για την υποβάθμιση των σιδηροδρόμων που οδήγησε στο δυστύχημα, προκύπτουν κάποια ακόμη συμπεράσματα.
Τα σκάνδαλα, οι παρανομίες δηλαδή, έχουν μερικά σταθερά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι σπανίως έχουμε καταδίκες και πολύ περισσότερο φυλακή, που να φτάνει ψηλά στην ιεραρχία. Έχουμε καταδίκη του Σιράκ και ένα βραχιολάκι στον Σαρκοζί, αλλά να θυμίσουμε ότι ούτε ο Νίξον, ούτε ο Κράξι και ο Αντρεότι πήγαν φυλακή. Αν το αίτημα δηλαδή είναι να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο, η αλήθεια είναι ότι γενικά το μαχαίρι δεν φτάνει στο κόκκαλο. Οπότε ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που όλα αυτά που φανταζόμαστε και συζητάμε αποδειχτούν, είναι αμφίβολο τι συνέπειες θα αντιμετωπίσουν οι ένοχοι. Ξέρω ότι όλοι σκέφτονται ότι εδώ υπάρχει αίμα, αλλά η απόδειξη της άμεσης ποινικής σύνδεσης των πολιτικών προσώπων με αυτές τις απώλειες ανθρώπινης ζωής -απόδειξη που να στέκει στο δικαστήριο, εννοώ- είναι μια υπόθεση από την οποία αυτή τη στιγμή απέχουμε πολύ. Τι γίνεται όμως με το αίτημα για νομιμότητα; Αν το αίτημα είναι η νομιμότητα, όπως έλεγαν στην Ιταλία, αυτό το αίτημα πολύ εύκολα εκφυλίστηκε εκεί σε διώξεις για την «εγκληματικότητα των Ρομά», ηρωοποίηση δικαστικών που δολοφονούνταν ή πολιτεύονταν, ή στην Αγγλία σε ομάδες πολιτοφυλακής που τις στήριζαν και οι εργατικοί, για να φέρουν την ασφάλεια στις γειτονιές. Είναι, θέλω να πω, ολισθηρός δρόμος η αποκατάσταση της νομιμότητας ως πολιτικό πρόταγμα. Αν θέλουμε να προσθέσουμε μια πινελιά βαριάς ιστορικής ειρωνείας, την επιχείρηση «καθαρά χέρια» στην Ιταλία ακολούθησε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι. Δεν συζητάμε για τη Χρυσή Αυγή, όπου είχαμε επίσης αναφορά σε «καθαρά χέρια» από τον Μιχαλολιάκο.
Το δεύτερο και σημαντικότερο πρόβλημα με τα σκάνδαλα είναι ότι ο χαρακτήρας τους είναι αντιπολιτικός. Μπορεί να έχουμε σύνδεση με τον ιστορικό κόσμο της αριστεράς, πχ στην Ιταλία που αναφέραμε, αλλά το σκάνδαλο είναι μια παρανομία που εξασφαλίζει ότι τα μεγάλα κόμματα θα ηθικολογούν το ένα εναντίον του άλλου, χωρίς να χρειάζεται να αλλάξει η πολιτική. Όμως τα τραίνα συγκρούστηκαν διότι είχαν καταρρεύσει τα μέτρα ασφαλείας με την ιδιωτικοποίηση, όχι γιατί ο Μητσοτάκης συγκαλύπτει ένα σκάνδαλο λαθρεμπορίας.
Ποιες είναι οι συνέπειες που προκύπτουν από αυτή τη μετατόπιση της συζήτησης; Κατ’ αρχάς είναι μια τεράστια ηθική ήττα της κυβέρνησης. Ιλιγγιώδη πλήθη μαζεύτηκαν για να πουν στον πρωθυπουργό ότι δεν τον εμπιστεύονται. Ότι ο πρωθυπουργός απαντά με ανάρτηση όπου ισχυρίζεται ότι πάντως έχει κάνει κάποια βήματα στο κτηματολόγιο και τον ΕΦΚΑ (αυτά αναφέρει, μετά τις συγκεντρώσεις της Παρασκευής!) είναι μια πινελιά γελοιοποίησης που προστίθεται στην ηθικό διασυρμό.
Οι πολίτες διαδήλωσαν για να πουν στην κυβέρνηση ότι η κατασυκοφάντηση γονιών που έθαψαν τα παιδιά τους δεν είναι επικοινωνιακή πολιτική με την οποία μπορούν να ταυτιστούν. Κανείς δεν μπορεί, εδώ που τα λέμε, αν δεν είναι έμμισθος βασανιστής. Ο κόσμος που μαζεύτηκε δεν διαθέτει συγκροτημένη πολιτική ταυτότητα, και γι’ αυτό και ήταν τόσο πολύς. Όπως λέει ο Ροτ στην Ιστορία ενός αστού, ο μηχανικός παραπάτησε, έπεσε και έγινε κομμάτια, «τόσο που δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν είναι χριστιανός ή εβραίος». Τα θύματα των Τεμπών δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά, δεν είναι ο Παύλος Φύσσας. Αυτό δημιουργεί την τεράστια δυναμική μιας πάγκοινης οργής για τη χυδαιότητα των κυβερνητικών χειρισμών και μαζί το ορατό αδιέξοδο της δικής μας ματιάς.
Αυτό που μένει είναι, φοβάμαι, πολύ δύσκολο να το διαχειριστούμε. Στην εποχή μας έχουμε χάσει το αρχικό δίλημμα της περασμένης δεκαετίας, ανάμεσα σε προοδευτικές ή συντηρητικές πολιτικές λύσεις, και μάλιστα η φτωχή ελλαδίτσα μας έβαλε το χέρι της σε αυτή την αλλαγή σκηνικού. Έχουμε παντού (Γαλλία και Γερμανία είναι τα πιο πρόσφατα κοντινά παραδείγματα) ένα δίλημμα μεταξύ δεξιάς και ακροδεξιάς. Αν υπολογίσουμε ότι το σύνθημα για δικαιοσύνη διαπερνά το πολιτικό φάσμα από άκρη σε άκρη, αυτό φέρνει πολύ περισσότερο κόσμο στον δρόμο, γιατί φέρνει αριστερούς, κεντρώους, απολιτικ, δεξιούς, ακροδεξιούς, αλλά η ατομική ηθικολογία βρίσκει πολύ πιο φιλόξενο περιβάλλον στην αγκαλιά του ακροδεξιού λαϊκισμού, παρά σε αριστερά κόμματα.
Με αυτή την έννοια, υπάρχει μια περίπτωση, όσο ο προοδευτικός κόσμος της χώρας πανηγυρίζει για τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις, αυτή τη στιγμή για πρώτη φορά να δραστηριοποιείται ο κόσμος που θα φέρει την πλάστιγγα μετά από τον κύκλο μισού αιώνα μεταπολίτευσης σε μια ξεκάθαρη επιλογή μεταξύ δεξιάς και ακροδεξιάς. Πολλοί αναφέρουν το παράδειγμα των αγανακτισμένων, για να πουν ότι και εκεί ο συστημικός λόγος ταύτιζε τις δεξιές και τις αριστερές φωνές που του ασκούσαν κριτική. Όμως τότε η συζήτηση για τη λιτότητα είχε σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Δεν ισχύει το ίδιο με μια συζήτηση που το κεντρικό της σύνθημα είναι «Δεν έχω οξυγόνο» και προέρχεται από την κραυγή αγωνίας ενός νέου ανθρώπου πριν τον θάνατο.
Παρά τη συνηθεια του πρωθυπουργού να κάνει το κορόιδο πιστεύοντας ότι μπορεί να αρνείται την πραγματικοτητα, ο κόσμος της Παρασκευής έδειξε ότι η κυβερνητική γραμμή είτε των χυδαίων επιθέσεων προς τους συγγενείς των θυμάτων είτε της υποβάθμισης του θέματος, δεν έπιασε. Αυτό που συμβαίνει όμως έχει αποφασιστικά αντιπολιτικό χαρακτήρα. Θα χρειαστεί μόλις κοπάσουν οι κραυγές χαράς για τη μαζικότητα των διαδηλώσεων, να αντιμετωπίσουμε με θάρρος το κενό που ανοίγεται μπροστά μας. Έχει μόλις συμβεί μια έκρηξη. Ξεμυτίζουμε από τα καταφύγια βλέποντας ερείπια γυρω μας, και δεν ξέρουμε ποιος έχει ζήσει και ποιος θα επικρατήσει. Είμαστε σε ένα «μετά την καταστροφή», όπου δεν ξέρουμε ποιος θα επιδιώξει να οδηγήσει τα πράγματα προς ποια κατεύθυνση. Δεν είναι για μένα καθόλου μια στιγμή χαράς. Αυτό που κυρίως αντιμετωπίζουμε τώρα είναι ο ίλιγγος του αγνώστου.
Υστερόγραφο για τα επεισόδια: Σε μια μελέτη του 1972, οι ΜακΚομς και Σόου είχαν διατυπώσει αυτή τη θεμελιώδη αρχή για την επικοινωνία: «ο Τύπος μπορεί να μην καταφέρνει πάντα να υποδείξει στους ανθρώπους τι ακριβώς να σκέφτονται, αλλά επιδεικνύει εκπληκτική επιτυχία στο να τους υποδεικνύει για ποιο πράγμα να σκέφτονται». Μετά από τη μεγαλύτερη συγκέντρωση που έχουμε δει, την κοσμοϊστορική επάνοδο των μαζών στο προσκήνιο, οι χρήστες των social media, ελεύθεροι και χωρίς λογοκρισία, ασκούν το δικαίωμα τους να λένε ό,τι θέλουν, γράφοντας μέρα νύχτα για να απαντήσουν στον Σκάι και τον Πορτοσάλτε για το τι συνέβη ακριβώς μετά τις διαδηλώσεις. Ίσως δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράδειγμα της απόλυτης κυριαρχίας του συστημικού λόγου στο διαδίκτυο.
https://thepressproject.gr/tebi-metaxy-politikis-kai-skandalou/
Σχόλια (0)