Πριν από μερικές εβδομάδες αποφάσισα να παρέμβω στη συζήτηση σχετικά με το αν τα πράγματα πάνε ή δεν πάνε καλά, δεδομένου ότι είναι εμφανείς οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κοινωνική πλειοψηφία, από τη μία, και οι καταναλωτικές έξεις εξίσου μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, από την άλλη. Προσπάθησα να αναδείξω α) τη σημασία της «μαύρης οικονομίας», των αδήλωτων εισοδημάτων και της φοροδιαφυγής των μη μισθωτών στρωμάτων, β) της επιρροής των πιο εύπορων πάνω στους λιγότερο εύπορους στο πλαίσιο της οικογένειας, καθώς και την έννοια της σχετικής αποστέρησης που βασίζεται στη διάσταση προσδοκιών και πραγματικότητας.
του Δημήτρη Παπανικολόπουλου
Οι Μακρίνα Βιόλα Κώστη και Σπύρος Νιάκας μου απάντησαν αδιαφορώντας για τα ζητήματα που έθεσα και κακοποιώντας την έννοια της σχετικής αποστέρησης για να μου πουν ότι υποτιμώ τη φτώχεια στην Ελλάδα παραθέτοντας απλώς τα γνωστά σε όλους επίσημα στατιστικά στοιχεία. Η απάντησή μου στηλίτευε την φτωχή κατανόηση της φτώχειας και την πρόθεση των δύο συντακτών να με παρουσιάσουν ως κάποιον που –παρόλη την κριτική μου προς τον Ά. Γεωργιάδη και την κυβέρνησή του– ήθελα να δικαιώσω τον υπουργό της ΝΔ!
Στη συνέχεια, στο άρθρο τους «Όταν η φαινομενολογία μασκαρεύεται ως επιστήμη» (The Press Project, 23.2.2025) έχασαν λίγο την ψυχραιμία τους, καθώς οι αναφορές μου σε επιστημονικές θεωρίες που αγνοούσαν τους φάνηκε κάπως αφ’ υψηλού… Λογικό για κάποιους που εκείνο που κόμισαν στη συζήτηση για τη φτώχεια είναι η αναπαραγωγή επίσημων στατιστικών γνωστών στους πάντες. Όμως, η επιστήμη είναι κάτι περισσότερο από την ανάγνωση στατιστικών, ειδικά όταν οι στατιστικές δεν απηχούν την πραγματικότητα.
Οι δύο συντάκτες προσπαθούν να ακυρώσουν την έννοια της «σχετικής αποστέρησης», γνωστή σε πολιτικούς επιστήμονες και κοινωνιολόγους από τη δεκαετία του ’70, επειδή, όπως μας πληροφορούν, στις οικονομικές αναλύσεις και μετρήσεις χρησιμοποιείται η έννοια της «υποκειμενικής φτώχειας», η οποία προκύπτει «βάσει αντικειμενικών οικονομικών κριτηρίων» – τα λόγια τους χρησιμοποιώ. Πρόκειται για μια αντίληψη που αγνοεί τις επιστημονικές εξελίξεις του τελευταίου μισού αιώνα στις κοινωνικές επιστήμες και ομνύει σε έναν απλοϊκό και ξεπερασμένο από κάθε άποψη δομισμό. Και δεν έχει να κάνει με υποτίμηση ή υπερτίμηση της φτώχειας, αλλά με το πώς δεδομένα, υποκειμενική πρόσληψη των δεδομένων και αίσθημα δυσαρέσκειας συνδέονται. Η σχέση μεταξύ τους είναι πιο πολύπλοκη απ’ όσο νομίζουν οι δύο συντάκτες. Γι’ αυτό, εάν ρίξετε μια ματιά στη βιβλιογραφία της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων, θα διαπιστώσετε ότι τα λαϊκά στρώματα υπο-αντιπροσωπεύονται στη συλλογική δράση σε σχέση με το δημογραφικό τους βάρος. Η έννοια της σχετικής αποστέρησης, από την άλλη, δεν υποβαθμίζει τη σημασία των οικονομικών δεικτών αναφερόμενη σε «ψυχολογικούς παράγοντες ή λανθασμένες προσδοκίες» όπως γράφουν οι δύο συντάκτες – άλλωστε δεν υπάρχουν ούτε συμπεριφορές ανεξάρτητες από ψυχολογικούς παράγοντες ούτε «λανθασμένες» προσδοκίες. Αντιθέτως, τους συνδέει με τη δυσαρέσκεια μέσω της υποκειμενικής πρόσληψης. Διότι η οικονομικοί αυτοί δείκτες συνιστούν πρόβλημα στο βαθμό που οι άνθρωποι τους συγκρίνουν με το τι προσδοκούν από τη ζωή τους. Χώρια που τα «αντικειμενικά» δεδομένα αποτελούν συνεχώς αντικείμενο «ερμηνευτικής και αξιακής πλαισίωσης». Γι’ αυτό το εκρηκτικό δυναμικό δεν συγκεντρώνεται απαραίτητα σε όσους λόγω πχ. χαμηλής μόρφωσης δεν έχουν υψηλές προσδοκίες αλλά σε όσους, ακόμα και αν έχουν υψηλότερα εισοδήματα, θεωρούν ότι αξίζουν καλύτερα.
Πάμε στο ζήτημα της παραοικονομίας. Οι συντάκτες δεν πείθονται από τις δηλώσεις Στουρνάρα περί παραοικονομίας στο 40%, ή από τις αναφορές μου στους ελεύθερους επαγγελματίες συνολικά, ή από τα παραδείγματά μου για αγρότες, ντελιβεράδες και σερβιτόρους στα ακριβά νησιά. Με τι πείθονται; Με τις στατιστικές του ΔΝΤ που δείχνει ότι η φοροδιαφυγή υποχώρησε το 2021 στο 16%! Καλά, να μην πιστεύουμε στα μάτια μας ή στον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος… Να φτάσουμε όμως και στο σημείο να πιστέψουμε ότι ισχύουν τα επίσημα στατιστικά (της ΑΑΔΕ και του ΓΛΚ), σύμφωνα με τα οποία πάνω από τα 2/3 των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνουν εισόδημα χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό (για να μην αναφερθώ σε όσους δηλώνουν ζημιές ή μηδενικό εισόδημα); Ή να πιστέψουμε στους οικονομικούς συντάκτες που συμφωνούν πως πρόκειται για αριθμούς-μνημεία φοροδιαφυγής; Με τα λεγόμενά τους οι δύο συντάκτες απλώς υποτιμούν τη φοροδιαφυγή, δεν αποτυπώνουν τη φτώχεια.
Από την άλλη θεωρούν πως εγώ τα γράφω όλα αυτά για να ισχυριστώ ότι και οι μισθωτοί είναι μια χαρά. Μόνο που αυτό είναι…ψέμα. Ισχυρίστηκα ότι αυτό που γίνεται με τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν μπορεί να γίνει με τους μισθωτούς που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν. Γι’ αυτό και τους διαχώρισα ήδη από την πρώτη μου παρέμβαση. Όπως είναι ψευδές πως το παράδειγμα των σερβιτόρων χωρίς μισθό αλλά με 3.000 τιπς στη Μύκονο (υπαρκτό παράδειγμα) στόχευε στη γενίκευση. Ο ρητός στόχος ήταν να δειχθεί ότι και μερίδες των μισθωτών υπολογίζουν σε έσοδα που δεν φαίνονται. (Πάγια κουτοπονηριά η απόσπαση ενός επιχειρήματος από το συγκείμενό του). Όπως και το παράδειγμα των ντελιβεράδων που παίρνουν 30 ευρώ και άλλα τόσα από τιπς. Οι δύο συντάκτες μειώνουν τις οικονομικές απολαβές των ντελιβεράδων θεωρώντας ότι βγάζουν λιγότερα τιπς (υπάρχουν και αυτά, εξαρτάται πού δουλεύει ο καθένας), και αλλάζουν το θέμα μιλώντας για τις συνθήκες εργασίας.
Φυσικά κανείς δεν αμφισβήτησε τις κακές συνθήκες εργασίας. Αλλά αυτό ακριβώς είναι που δεν καταλαβαίνουν: αυτό που είναι προβληματικό στο συγκεκριμένο επάγγελμα είναι οι συνθήκες εργασίας, όχι τα 1.200 ευρώ και πάνω (σύμφωνα με όλους όσους ρώτησα). Με παραπέμπουν δε αγενώς στο κίνημα των ντελιβεράδων… Τι να τους κάνω, είναι και άτυχοι… Τυχαίνει να είμαι από τους πρώτους στους οποίους έδωσαν συνέντευξη αμέσως μετά την επιτυχία της απεργίας στην «E-food». Και αυτό που δήλωσαν ήταν πως οι αμοιβές ήταν καλές, αλλά οι εργασιακές συνθήκες ήταν απαράδεκτες, όπως και η προσπάθεια να τους κάνουν ελεύθερους επαγγελματίες. Στην «E-food» και τη «Wolt» τώρα κάποιοι βγάζουν έως και 2.500-3.000 ευρώ προ φόρων, αλλά με πολλή πίεση που φτάνει μέχρι και την εξουθένωση. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα – όχι ότι δεν επαρκεί ο μισθός. Το να αντιμετωπίζεις λοιπόν ανθρώπους που πιέζονται για να τους φτάνει ο μισθός είναι διαφορετικό από το να τους αντιμετωπίζεις σαν ανθρώπους που δεν τους φτάνει ο μισθός. Στην πρώτη περίπτωση καταλαβαίνεις γιατί η κατάσταση είναι προβληματική αν και η κατανάλωση καλά κρατεί. Στη δεύτερη δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται και κοιτάς σαν χαζός. Περίπλοκο; Μπορεί. Δεν θα το απλοποιήσουμε για να νιώθουν καλά οι…στατιστικολόγοι.
Τέλος, οι δύο συντάκτες επιμένουν ότι η αναφορά μου στη φράση του Ά. Γεωργιάδη για τους Έλληνες που «αισθάνονται φτωχοί» (ισχυρίστηκα ότι ακριβώς αυτή η ίδια φράση καταρρίπτει το success story της κυβέρνησης) ενισχύει την κυβερνητική ρητορική. Πρόκειται για ασυναρτησία που έχει τόση βάση όση ένας ισχυρισμός που θα συνέδεε την αναφορά των δύο συντακτών στις στατιστικές του ΔΝΤ (που κόστισαν πολύ στην ελληνική κοινωνία) με τη δικαίωση του ΔΝΤ.
https://thepressproject.gr/epistimes-kai-statistikes/
Σχόλια (0)