Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση στις 28 Φεβρουαρίου υπέστη μια δεινή ήττα. Η απoνομιμοποίησή της είναι εντυπωσιακή – ιδιαίτερα, αν σκεφτούμε την προκλητική υποστήριξή της από τα μέσα. Οι θλιβερές φιγούρες των ακροκεντρωο-δεξιών υπουργών και σκάιδων, των χουντοδαπιτών όλων των ποικιλιών, εκσυγχρονιστικών και μουχλιασμένων μαζί, θα μείνουν στον χρόνο ως δείκτης της απίστευτης ηθικής έκπτωσης της εποχής.
Η πάνδημη ηθική, δηλαδή βαθιά πολιτική, καταδίκη εκφράστηκε με εκκωφαντικό τρόπο στις πλατείες όλης της χώρας. Οι σχολιαστές της alter-ego δυσκολεύτηκαν αυτήν τη φορά να υπερασπιστούν ευθέως τον ηγεμόνα της πλάκας. Ωστόσο, δεν έχασαν τις μικρές τους ευκαιρίες. Οπως, για παράδειγμα, στις εκκλήσεις τους να μην μπερδέψουμε τα τελευταία γεγονότα με τις άλλες πλατείες, αυτές που συνέβαλαν δραστικά, την προηγούμενη φορά, στην πολιτική τους κατάρρευση.
Χρήστος Λάσκος
Το σύστημα είναι μια σειρά από ρόμπες, αδειανές και περιφερόμενες. Αξιολύπητες, αν δεν ήταν τόσο δολοφονικές στην πράξη.
Δεν θα πρέπει, όμως, να ξεγελαστούμε. Αν τα δύο τρίτα του κόσμου αισθάνονται βαθιά απέχθεια για το καθεστώς, υπάρχει κι ένα -καθόλου ασήμαντο- τρίτο, που δεν συγκινείται και θα ξαναψηφίσει εγκαρδίως τον Καραμανλή στις Σέρρες. Είναι όσοι νιώθουν -δικαίως, εν πολλοίς- ότι έχουν βάσιμους λόγους να είναι με το καθεστώς. Ως επί το πλείστον, πρόκειται για τον ευρύ λαό της ιδιοκτησίας. Ενα κοινωνικό μπλοκ που δίνει στη Δεξιά μια βάση του 30%, από την οποία ξεκινάει ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ήταν μετά το έγκλημα, το 2023, που ο Μητσοτάκης πήρε το 41%. Οποιος νομίζει πως οι τότε ψηφοφόροι του παραπλανήθηκαν, κάνει μεγάλο λάθος. Ηξεραν πολύ καλά τι ψήφιζαν. Και το έκαναν. Ο κυνικός δεν είναι αυτός που κάνει αυτό επειδή του διαφεύγει το άλλο. Το κάνει, ενώ τίποτε δεν του διαφεύγει. Γι’ αυτό δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία όσοι, προοδευτικοί και κυβερνοαριστεροί, επιμένουν στις «συναινέσεις», στις «συνοχές» και την αντίληψη του «λαού» ως του 99%.
Υπάρχει, ωστόσο, μια πραγματική νίκη. Οσοι δεν είναι ακροκεντρωο-δεξιοί «με το μαχαίρι στα δόντια», φτύνουν ολόψυχα τον διαχρονικό μητσοτακισμό, με τα πρώην σοσιαλφιλελεύθερα-εκσυγχρονιστικά του παραφερνάλια. Τον φτύνουν κατάμουτρα, χωρίς έλεος.
Κανείς δεν μπορεί να επιβιώσει μακροχρόνια, ίσως και μεσοχρόνια, σε μια συνθήκη όπου εκτός από τους υποστηρικτές του δεν υπάρχει και μια ανεκτική, σε έναν βαθμό, περιφέρεια.
Το καθεστώς, το σύστημα συνολικότερα, δεν υπολόγισε το συγκεκριμένο αστάθμητο. Η κοινωνική καταδίκη του δολοφονικού συστήματος των διαπλεκόμενων εξουσιών είναι δεδομένη και τεράστια. Οι συγγενείς, φυσική ηγεσία αυτού του κοινωνικού κινήματος, αρνήθηκαν να αποσυρθούν στον μοναχικό θρήνο. Διαμόρφωσαν μια συνθήκη μαχόμενου, αγωνιστικού πένθους, που έκανε τους εξουσιαστές να φαίνονται ακόμη πιο θλιβερο από ό,τι συνήθως.
Το έγκλημα των Τεμπών προετοιμαζόταν επί δεκαετίες από όλους όσοι υπηρέτησαν το νεοφιλελεύθερο σχέδιο εκθεμελίωσης όλων των δημόσιων αγαθών – και του σιδηροδρόμου.
Η μοιραία, όπως αποδεικνύεται, ιδιωτικοποίηση, που αποτέλεσε ένα από τα εκατοντάδες προαπαιτούμενα, τα οποία υλοποίησαν οι διαδοχικές μνημονιακές κυβερνήσεις, υπήρξε η ολοκλήρωση ενός σχεδίου πλήρους απαξίωσης του σιδηροδρόμου. Απαξίωσης προμελετημένης, έτσι ώστε να δοθεί το συγκοινωνιακό έργο στους ιδιώτες των οδικών μεταφορών. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Τσίπρα υπήρξε ισότιμος, πρακτικά, κρίκος σε αυτήν την αλυσίδα απαντάει περισσότερο από ό,τι χίλιες αναλύσεις στο γιατί η επιλογή του καλοκαιριού του 2015 είναι ήδη στη συνείδηση του κόσμου και θα μείνει για πάντα καταδικασμένη.
Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, μέσα στη θεσμολαγνεία της, δεν σκέφτεται τίποτε καλύτερο από επιτροπές και δικαστήρια – κουβέντα για επανεθνικοποίηση. Μας βομβαρδίζει με την ανοησία ότι «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα», ενώ είναι προφανές, έστω κι αν έχεις εγκαταλείψει οριστικά τον Μαρξ, ότι η αστική δημοκρατία δημιουργεί διαρκώς αδιέξοδα για την κοινωνική πλειοψηφία. Το ότι υπάρχουν και πολιτειακά χειρότερα, δεν σημαίνει πως το τωρινό καπιταλιστικό κράτος είναι υπερασπίσιμο.
Το άλλο πάλι, το φαιδρότερο, το οποίο έχω ακούσει, ξανά και ξανά, τα τελευταία δέκα χρόνια να διατυπώνεται από τη μεγάλη πλειονότητα των κυβερνησάντων αριστερών: «έχω εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη»;
Που δεν πρόκειται για δικαιοσύνη, έστω και μερική. Πρόκειται για άτεγκτη δικαστική εξουσία. Σκληρός πυρήνας του κατασταλτικού μηχανισμού. Ταξικός.
Ασφυκτικά εξαρτώμενος, για την καριέρα του, από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Καταστατικά αυταρχικός και πρόδηλα ιδιοτελής. Που ρίχνει δεκαετίες φυλάκισης σε καθαρίστριες που «πλαστογράφησαν» τίτλους του Δημοτικού, αλλά πολύ μικρότερες ποινές σε κορυφαίες περιπτώσεις, π.χ., εγκλημάτων λευκού κολάρου.
Που κρίνει συνταγματικά (sic) τα μνημόνια, εκτός κι αν αφορούν περικοπές στους δικαστικούς μισθούς.
Δεν υπάρχει, νομίζω, άνθρωπος που δεν νιώθει να απειλείται, όταν βρίσκεται μέσα σε ένα δικαστικό μέγαρο. Εμένα με τρομάζει, στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και η δικαστηριακή αρχιτεκτονική.
Το να υπερασπίζεσαι τους «θεσμούς», γενικώς, μου είναι αληθινά ακατανόητο.
Εντελώς ακατανόητο.
Σχόλια (0)