Πριν μερικούς μήνες στην έκθεση Ντράγκι (9.9.2024) τονιζόταν εμφατικά πως δεδομένων των αρνητικών μακροπρόθεσμων δημογραφικών τάσεων που αντιμετωίζει η ΕΕ και της έλλειψης κοινής ολοκληρωμένης πολιτικής για τη μετανάστευση, ο μόνος μοχλός βιώσιμης ευρωπαϊκής ανάπτυξης είναι η αύξηση της παραγωγικότητας (εργασίας και συνόλου των συντελεστών)∙ στόχο στον οποίο, μαζί με την ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης, συμφωνούν και τα εγχώρια πολιτικά κόμματα, της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης – ίσως επειδή στην Ελλάδα τα προβλήματα της δημογραφίας και της μετανάστευσης είναι ακόμη πιο οξυμμένα.
Κώστας Καλλωνιάτης
Τα ζητήματα, ωστόσο, της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του ρόλου της τεχνολογίας στις διαδικασίες αυτές αποτελούν θέματα τα οποία δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς, κατά τη γνώμη μου, με συνέπεια ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς να τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ τους, παραβλέποντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στον οποίο ενεργοποιούνται και υπό τους όρους του οποίου εφαρμόζονται.
Ας φανταστούμε σαν μικρογραφία μιας καπιταλιστικής επιχείρησης το παράδειγμα μιας αρχαίας γαλέρας η οποία διακινεί φορτία σίτου από την Αίγυπτο στη Ρώμη. Η κινητήριος παραγωγική δύναμη είναι οι κωπηλάτες (εργάτες), το ανώτερο τεχνικό και διοικητικό προσωπικό που οδηγεί και διαχειρίζεται τη γαλέρα είναι, ας πουμε, η μεσαία τάξη, ενώ ο πλοιοκτήτης είναι ο καπιταλιστής. Η αξία του έργου της μεταφοράς προκύπτει από το καθαρό έσοδο της μεταπώλησης του σίτου στη Ρώμη (μετά την αφαίρεση του τιμήματος αγοράς του στην Αίγυπτο). Η δε αξία της υπηρεσίας μεταφοράς διαχωρίζεται στο κόστος συντήρησης των κωπηλατών και λοιπών εργαζομένων (κόστος εργατικής δύναμης) και στην υπεραξία που καρπώνεται ο καπιταλιστής ως κέρδος (η απλήρωτη εργασία των εργαζομένων τους οποίους εκμεταλλεύεται ο καπιταλιστής).
Επειδή ο καπιταλιστής αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό των άλλων ιδιοκτητών γαλέρας που κάνουν την ίδια δουλειά, είναι υποχρεωμένος να αυξάνει συνεχώς την υπεραξία και το κέρδος του, ώστε να αγοράσει και νέα γαλέρα, προκειμένου να κατισχύσει του ανταγωνισμού. Τρεις είναι οι τρόποι να αυξήσει την υπεραξία της εργασίας στη γαλέρα.
Ο πρώτος είναι να αυξήσει τις ώρες κωπηλασίας των εργατών του. Ωστόσο, η αύξηση της υπεραξίας με την επιμήκυνση της διάρκειας της κωπηλασίας προσκρούει στο όριο της φυσικής αντοχής των κωπηλατών και στην οργάνωση της αντίστασής τους (ταξική πάλη).
Ο δεύτερος είναι να αυξήσει την ένταση της κωπηλασίας με την επιτάχυνση των ρυθμών και την ορθολογικοποίηση των κινήσεων των κωπηλατών. Κι εδώ ισχύει το όριο της φυσικής αντοχής και των εργατικών αγώνων. Οι δύο πρώτοι αυτοί μηχανισμοί χαρακτηρίζονται από τον Μαρξ ως τρόποι αύξησης της απόλυτης υπεραξίας.
Ο τρίτος τρόπος σχετίζεται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας/κωπηλασίας, χαρακτηρίζεται ως μηχανισμός αύξησης της σχετικής υπεραξίας και υλοποιείται χάρις στις τεχνικές βελτιώσεις και τις τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις που επιτυγχάνονται σε κοινωνικό επίπεδο (αντίθετα με τους δύο πρώτους τρόπους που επαφίενται στην πρωτοβουλία του ατομικού πλοιοκτήτη-καπιταλιστή). Με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που επιφέρει η τελειοποίηση των εργαλείων και μηχανών (πχ. ελαφρύτερες στην κατασκευή και ταχύτερες γαλέρες) επιτυγχάνεται η μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας για την παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών που είναι απαραίτητα για τη συντήρηση της εργατικής δύναμης των κωπηλατών. Πέφτει, δηλαδή, η αξία των εμπορευμάτων που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης.
Έτσι, χάρη στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας και, κατά συνέπεια, την πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης των κωπηλατών, ο καπιταλιστής μας θ’ αυξήσει με τον ίδιο χρόνο εργασίας την υπεραξία του. Αυτή η κατάσταση δεν σημαίνει μια πτώση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Αν ο μισθός τους παραμένει ίδιος, δεν υπάρχει απόλυτη πτώση του επίπεδου ζωής τους. Υπάρχει, όμως, σχετική πτώση του επιπέδου ζωής τους, ή ακόμη και σχετική εξαθλίωση, δεδομένου ότι ο καπιταλιστής ιδιοποιείται μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος που δημιουργείται, με συνέπεια να αυξάνονται οι ανισότητες.
Η πραγμάτωση της τεχνικής προόδου που βρίσκεται στη βάση της αύξησης της σχετικής υπεραξίας μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής επιτρέπει την παράλληλη αύξηση της εκμετάλλευσης, ακόμη και μέσα από την απόλυτη υπεραξία, γιατί σε μία πρώτη φάση οι τελειοποιημένες μηχανές οδηγούν σε αύξηση του χρόνου εργασίας και εντείνουν τους ρυθμούς εργασίας, ενώ υποκαθιστούν θέσεις εργασίας αυξάνοντας την ανεργία και πιέζοντας τους μισθούς προς τα κάτω. Ήδη από τον 19ο αιώνα οι εργάτες το είχαν καταλάβει αυτό και προσπάθησαν να αμυνθούν σπάζοντας τις μηχανές.
Συνεπώς, η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων που προκαλεί η αύξηση της παραγωγικότητας (διόλου τυχαίο που όλοι οι αστοί οικονομολόγοι τονίζουν ότι οι αυξήσεις των μισθών πρέπει να υπολείπονται της αύξησης της παραγωγικότητας…) μας βοηθά να κατανοήσουμε τη διπλή όψη ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: η μηχανή, η τεχνική πρόοδος, η επιστήμη, αντιπροσωπεύουν το «θρίαμβο» του ανθρώπου πάνω στις φυσικές δυνάμεις, όμως στα χέρια των καπιταλιστών μετατρέπονται σε όργανο υποδούλωσης του ανθρώπου. Ενώ είναι ένα μέσο ελάττωσης της καθημερινής εργασίας, οι καπιταλιστές την αυξάνουν σε πρώτη φάση και την εντατικοποιούν. Έτσι, το πιο ισχυρό μέσο μείωσης του χρόνου δουλειάς μεταβάλλεται στο πιο αλάνθαστο μέσο μετατροπής ολόκληρης της ζωής του εργαζόμενου σε χρόνο που διατίθεται για την αξιοποίηση του κεφαλαίου.
Η ανάπτυξη, λοιπόν, των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι δυνητικά μόνο μία πηγή χειραφέτησης για τον άνθρωπο, ενώ στην τρέχουσα πραγματικότητα είναι ένα μέσο εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Όλα τα παραπάνω έχει εξηγήσει εμβριθώς ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Έχοντας αναλύσει την προέλευση του κέρδους και τα μέσα με τα οποία οι καπιταλιστές αυξάνουν αυτά τα κέρδη, ο Μαρξ εμβάθυνε στο ζήτημα της υπεραξίας και εξέτασε επίσης το ζήτημα των μισθών. Το συμπέρασμα του είναι σαφές: μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα –ένα σύστημα μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου– τα οφέλη της επιστημονικής, τεχνολογικής και βιομηχανικής προόδου θα ρέουν πάντα συντριπτικά προς τους καπιταλιστές.
Από την άποψη αυτή ακριβώς, ισχυρίζομαι πως η απερίσκεπτη υιοθέτηση και χρήση των όρων «αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων» και «αύξηση της παραγωγικότητας» από την Αριστερά, όπως και η άκριτη αποδοχή της ανάγκης προσαρμογής στα επιτεύγματα της τεχνολογικής επανάστασης, δεν είναι μόνο προβληματικές γιατί ενσωματώνουν την κυρίαρχη αστική ιδεολογία αλλά και απαράδεκτες γιατί συμβάλλουν στην ενίσχυση της ταξικής εκμετάλλευσης και στη ραγδαία αύξηση των ανισοτήτων.
Η Αριστερά δεν μπορεί να είναι υπέρ της ανάπτυξης της εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας και της παραγωγικότητας γενικά, τόσο γιατί με όρους αγοράς καταστρέφεται το φυσικό περιβάλλον και η ανθρώπινη φυσική και ψυχική υγεία, όσο και γιατί αυξάνεται η εργασιακή εκμετάλλευση και εξαθλίωση των εργαζομένων. Αντιθέτως, οφείλει να αναπτύξει τους τομείς εκείνους της οικονομίας που ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες και βελτιώνουν το επίπεδο ζωής των πολιτών, παράλληλα δε να συρρικνώσει τους τομείς εκείνους που το ζημιώνουν και το βλάπτουν (επιλεκτική απο-ανάπτυξη). Επιζητεί, για παράδειγμα, την αύξηση της παραγωγικότητας και προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών (υγείας, παιδείας, στέγασης, δημόσιων μεταφορών κ.ά.) με τη μετάθεση επενδυτικών πόρων από την πολεμική βιομηχανία και τις υποδομές που υπηρετούν άχρηστες καταναλωτικές δαπάνες προς το κοινωνικό κράτος.
Αυτό σημαίνει ένα δημοκρατικά οργανωμένο κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας με τη συμμετοχή των εργαζομένων που να κατισχύει της λειτουργίας των αγορών και όχι την κυριαρχία των τελευταίων και της λογικής του κέρδους, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο του «αναπτυξιακού κράτους» και της όποιας ανάπτυξης επιδιώκει η Αριστερά και όχι η ουτοπική ρύθμιση των αγορών για μία «καλύτερη» διαχείριση της καπιταλιστικής αναρχίας, όπως αρκετοί ακόμη στις τάξεις της πρεσβεύουν.
https://epohi.gr/articles/einai-i-ayxisi-tis-paragogikotitas-stochos-tis-aristeras/
Σχόλια (0)