Η κατοικία ως πεδίο κερδοφορίας: Από το χρέος στην πρόσοδο

Η κατοικία ως πεδίο κερδοφορίας: Από το χρέος στην πρόσοδο

  • |

Τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για τη «χρηματιστικοποίηση» της κατοικίας. Η χρηματιστικοποίηση δεν ταυτίζεται με την εμπορευματοποίηση, αλλά είναι αποτέλεσμα της επιτάχυνσης και εμβάθυνσής της. Η κατοικία δεν είναι πλέον μόνο εμπόρευμα προς πώληση ή ενοικίαση, αλλά λειτουργεί ως επενδυτικό μέσο μέσω δανείων και τιτλοποιήσεων. Αυτοί που έχουν πρόσβαση σε χρήμα το επενδύουν, είτε με τη μορφή παροχής δανείων είτε με την αγορά τίτλων που σχετίζονται με ακίνητα, για να αποκτήσουν περισσότερο χρήμα μέσω τόκων, της υπεραξίας των τίτλων, τις ροές αποπληρωμών.

Νίκος Βράντσης

1. Εισαγωγικές αποσαφηνίσεις

Η κατοικία έχει πάντα δύο όψεις. Η αξία χρήσης είναι όταν κάποιος ζει σε αυτή, τη χρησιμοποιεί, την κατοικεί. Η αξία ανταλλαγής είναι όταν η κατοικία μετατρέπεται σε εμπόρευμα, ιδιοκτησία προς εκμίσθωση, στοιχείο ενεργητικού σε ένα χαρτοφυλάκιο ως ακίνητο προς πώληση, ή τίτλο προς χρηματιστηριακή κυκλοφορία. Έχει αξία χρήσης όταν λειτουργεί ως χώρος ζωής, αναπαραγωγής και κοινωνικής (συν)ύπαρξης. Έχει αξία ανταλλαγής όταν αποκτά τιμή, πωλείται, ενοικιάζεται, υποθηκεύεται, μεταβιβάζεται, ρευστοποιείται, όταν ενσωματώνεται ως ανταλλάξιμο προϊόν στον κύκλο της εμπορευματικής και χρηματοπιστωτικής κυκλοφορίας, όπου λειτουργεί ως μέσο απόδοσης για διαφορετικά συμφέροντα. Για να μπορεί η κατοικία να ενσωματώνεται στις χρηματιστικές και εμπορευματικές αγορές, πρέπει να έχει σαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς, τίτλο, φορολογική ταυτότητα. Πρέπει να γίνει ανταλλάξιμη και ρευστοποιήσιμη.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι συσσώρευσης πλούτου από την κατοικία. Μπορεί να αποφέρει κέρδος από την παραγωγή της (για τον κατασκευαστικό κλάδο), πρόσοδο δηλαδή τα ενοίκια (για τους εκμισθωτές), φόρους (για το κράτος), τόκους στεγαστικών δανείων (για τις τράπεζες), αποδόσεις που υπόσχεται ως χρηματιστηριακός τίτλος (χρηματιστές), υπεραξία από τη μεταπώληση. Και όλοι αυτοί οι δρώντες συγκροτούν μια αλυσίδα μεταφοράς αξίας, όπου η εργασία των πολλών καταλήγει στα χέρια των λίγων.

Ένας εργοδότης αποσπά υπεραξία από τους εργαζόμενους και τους δίνει έναν μισθό που μέσα από την κατοικία (που είναι ανάγκη) καταλήγει να μετατρέπεται σε πληρωμή προς άλλους δρώντες: στον εκμισθωτή για το ενοίκιο, στο κράτος για τον φόρο, στον τραπεζίτη για την αποπληρωμή ενός δανείου, στους ιδιοκτήτες υποδομών που ελέγχουν τα δίκτυα που μεταφέρουν υπηρεσίες που κάνουν τις κατοικίες κατοικήσιμες (ρεύμα, θέρμανση, νερό, αποχέτευση, επικοινωνίες). Πρόκειται για μια σφαίρα δευτερογενούς εκμετάλλευσης, όπου η αξία που παράγεται από την εργασία διαχέεται μέσα από μια αλυσίδα εκμετάλλευσης που μεσολαβείται από την κατοικία.

Χρηματιστικοποίηση της κατοικίας
Τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για τη «χρηματιστικοποίηση» της κατοικίας. Η χρηματιστικοποίηση δεν ταυτίζεται με την εμπορευματοποίηση, αλλά είναι αποτέλεσμα της επιτάχυνσης και εμβάθυνσής της. Η κατοικία δεν είναι πλέον μόνο εμπόρευμα προς πώληση ή ενοικίαση, αλλά λειτουργεί ως επενδυτικό μέσο μέσω δανείων και τιτλοποιήσεων. Αυτοί που έχουν πρόσβαση σε χρήμα το επενδύουν, είτε με τη μορφή παροχής δανείων είτε με την αγορά τίτλων που σχετίζονται με ακίνητα, για να αποκτήσουν περισσότερο χρήμα μέσω τόκων, της υπεραξίας των τίτλων, τις ροές αποπληρωμών.

Η είσοδος των χρηματοπιστωτικών δρώντων σε αυτή την αλυσίδα σηματοδοτεί την επικράτησή τους στην αλυσίδα μεταφοράς αξίας και την κυριαρχία της λογικής της κερδοσκοπίας ως στρατηγική: πρόβλεψη μελλοντικής αξίας και επένδυση πάνω σε αυτή. Ο χρηματιστής δεν ενδιαφέρεται για τη χρήση της κατοικίας, αλλά για την τιμή της στο μέλλον. Όπως επενδύει σε μετοχές ενός εργοστασίου προσδοκώντας άνοδο της τιμής τους, έτσι επενδύει σε κατοικίες προβλέποντας αύξηση της αξίας τους.

Για τους εργαζόμενους, από την άλλη, η στεγαστική πίστη σημαίνει υποθήκευση της μελλοντικής εργασίας τους. Το δάνειο, η δόση, ο τόκος μετατρέπονται σε μηχανισμούς μεγαλύτερου καταναγκασμού εργασίας. Για να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, πρέπει να δουλεύουν σε σχέση μισθωτής εργασίας, για να αποπληρώνουν το δάνειό τους. Η εργασία τους (και συχνά αυτή των μελών του οικογενειακού δικτύου τους) μετατρέπονται σε εγγύηση. Το σπίτι τους, θεωρητικά μέσο προστασίας, γίνεται μηχανισμός απορρόφησης του εργάσιμου χρόνου τους.

Η δημιουργία της φούσκας
Η χρηματοπιστωτική λογική μετέτρεψε την κατοικία σε εργαλείο μόχλευσης. Η τιμή της έπαψε να βασίζεται στην αξία χρήσης και θεμελιώθηκε πλέον στην προσδοκία μελλοντικής αξίας. Η παροχή πιστώσεων δεν εξαρτιόταν από το εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά από την ονομαστική αξία του ακινήτου που υποθηκευόταν, είτε επρόκειτο για ιδιοκτησία που ήδη κατείχαν οι δανειζόμενοι, είτε για εκείνη που θα αγόραζαν με το δάνειο. Η ονομαστική αξία των ακινήτων μεταφραζόταν σε ρευστότητα. Οι δανειολήπτες έμοιαζαν πλούσιοι, όχι επειδή είχαν εισόδημα, αλλά επειδή τα ακίνητά τους προβλεπόταν ότι θα αξίζει πολλά. Και έτσι τα ακίνητα έγιναν ταυτόχρονα εγγυήσεις και βάσεις νέων πιστώσεων.  Όσο αυξάνονταν οι τιμές τους, τόσο μεγαλύτερη η πίστωση και όσο αυξανόταν η πίστωση, τόσο περισσότερο φούσκωναν οι τιμές. Δημιουργήθηκε έτσι ένας αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος: οι τράπεζες δάνειζαν, τα νοικοκυριά δανείζονταν και όλοι βασίζονταν στην παραδοχή ότι το ακίνητο θα αξίζει περισσότερα αύριο. Το αξίωμα ήταν απλό: «Αφού το ακίνητο θα αξίζει περισσότερο αύριο, αξίζει να δανειστώ σήμερα». Οι τράπεζες ανταποκρίθηκαν, η πίστωση έρεε, οι ιδιοκτήτες αγόραζαν νέα ακίνητα, η φούσκα διογκωνόταν.[1]

Αυτός ο συσχετισμός ανάμεσα στις τιμές των ακινήτων και στον δανεισμό εξηγεί την περίοδο ευφορίας αλλά και την κατάρρευση που ακολούθησε. Αυτός ο συσχετισμός ενσωματώθηκε στους λογιστικούς κανόνες των τραπεζών. Με βάση τη μέθοδο «mark-to-market», η αξία του ακινήτου προσδιοριζόταν καθημερινά από τις τράπεζες με βάση τις τιμές της αγοράς. Όσο η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς τη στιγμή του δανείου και της «μεταδανειακής» καθημερινής αποτίμησης αυξανόταν, τόσο μεγαλύτερη θεωρούνταν η δυνατότητα αποπληρωμής. Οι δανειολήπτες αξιολογούνται ως «αξιόχρεοι» όχι λόγω εισοδήματος, αλλά λόγω της αποτιμώμενης υπεραξίας του ακινήτου.

Το ίδιο ίσχυσε και για τις ίδιες τις τράπεζες, δηλαδή η αξία των ακινήτων που αποτελούσαν εγγυήσεις για τα δάνεια που έδιναν, λειτουργούσε ως τεκμήριο και του δικού τους πλούτου. Δεν υπήρχε τραπεζικός έλεγχος που να αναγκάζει τις τράπεζες να δίνουν τόσα δάνεια όσα τους επέτρεπαν τα χρηματικά αποθεματικά τους (οι αποταμιεύσεις). Αντί να χορηγούν δάνεια με βάση τις αποταμιεύσεις τα χορηγούσαν με βάση την ονομαστική αξία των ακινήτων που έμπαιναν εγγύηση για τα δάνεια. Ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα στήριζε την κερδοφορία του στην προεξόφληση μελλοντικής ανόδου, φουσκώνοντας χαρτοφυλάκια, τίτλους και αποτιμήσεις που δεν είχαν πια έρεισμα στην υλική πραγματικότητα. Η πίστωση παρήγαγε πίστωση, και όσο πιο πολύ δάνειζαν, τόσο αυξανόταν τεχνητά η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων τους.

Η φούσκα, λοιπόν, μεγεθύνθηκε από μια λογική χωρίς όρια. Αν η παροχή πιστώσεων στηριζόταν στις αποταμιεύσεις, θα υπήρχε ένα όριο, αλλά με αυτό το λογιστικό κόλπο η χρηματοπιστωτική λογική έγινε ανοριακή. Όσο περισσότεροι δανείζονταν, τόσο περισσότερο ανέβαιναν οι τιμές ακινήτων. Και όσο περισσότερο ανέβαιναν οι τιμές, τόσο φαινόταν λογικό να συνεχιστεί η πίστωση. Πότε το σύστημα κατέρρευσε; Όταν η πραγματικότητα είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ από την προσδοκία που αδυνατούσε πια να τη στηρίξει. Δηλαδή όταν οι πραγματικοί μισθοί της πλειοψηφίας των νοικοκυριών δεν επαρκούσαν για την εξυπηρέτηση των δανείων και όταν φάνηκε ότι τα ακίνητα δεν μπορούσαν να φέρουν τις υπεραξίες από μεταπωλήσεις ή ροές εισοδήματος. Όταν έγινε φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών, ονομαστικά πλούσιο, στην πραγματικότητα είχε φτωχοποιηθεί.

Οι δρώντες σήμερα
Μετά την κρίση, οι κανόνες δανεισμού έγιναν πιο αυστηροί, όμως η λογική του συστήματος παρέμεινε ίδια. Οι χρηματιστές εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ανόδου των τιμών, αλλά η λειτουργία τους έχει προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα. Οι τράπεζες συνεχίζουν να δανείζουν, όχι πλέον μαζικά, αλλά επιλεκτικά, σε όσους θεωρούνται αξιόχρεοι. Η εσωτερική αγορά πιστώσεων υποχώρησε, καθώς οι μισθοί της κοινωνικής πλειοψηφίας πάγωσαν ή συρρικνώθηκαν, πολλά νοικοκυριά πτώχευσαν, και η ιδιοκτησία τους μεταβιβάστηκε σε servicers, η πλειοψηφία μετατράπηκε σε φτηνό εργατικό δυναμικό χωρίς αγοραστική δύναμη, και χωρίς να μπορεί να αποτελεί στόχο για στεγαστική πίστωση.

Οι τράπεζες επικεντρώθηκαν στους «εκλεκτούς»: επενδυτές από το εξωτερικό και εγχώρια μειοψηφικά κοινωνικά στρώματα και κεφάλαια που κατάφεραν να διατηρήσουν και να αυξήσουν τον πλούτο τους στη διάρκεια της κρίσης. Αυτοί, αγοράζοντας φτηνά όταν η αγορά κατέρρεε, πληρούν τα νέα κριτήρια φερεγγυότητας. Και τώρα που η αγορά αναθερμαίνεται, με σταθερή πρόσβαση σε πίστωση, αγοράζουν ακίνητα για μεταπώληση ή ενοικίαση. Με κάθε αγορά, το οικονομικό τους προφίλ βελτιώνεται, εξασφαλίζοντας πρόσβαση σε ακόμη περισσότερη πίστωση. Η δυναμική αυτή ενισχύεται από επιδοτήσεις, όπως οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, που χρησιμοποιούνται για να δοθούν πιστώσεις για την αγορά του «καθαρού» και «ώριμου» αποθέματος ακινήτων που μέσα από πλειστηριασμούς πέρασε στα χέρια των τραπεζών και των funds.[2]

Η φούσκα λοιπόν ξαναχτίζεται, όμως δεν πρόκειται για μαζική αυταπάτη, όπως πριν την κρίση. Πρόκειται για μια ταξικά φιλτραρισμένη ευκαιρία που αποκλείει συστηματικά τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Οι ανάγκες στέγασης παραμένουν τεράστιες, αλλά η ιδιοκτησία γίνεται προνόμιο των λίγων. Το οικιστικό απόθεμα συρρικνώνεται καθώς παραμένει κενό είτε από μεγάλους επενδυτές που περιμένουν υψηλότερες αποδόσεις είτε από μικροϊδιοκτήτες που αδυνατούν να καλύψουν τα κόστη συντήρησης ή ανακαίνισης.[3]

Η ιδιοκτησία αποκτά διπλή λειτουργία. Αποτελεί τόσο μέσο εξασφάλισης πίστωσης όσο και πηγή προσόδου από ενοίκια. Όσοι έχουν πρόσβαση στην πίστωση μπορούν να διευρύνουν το χαρτοφυλάκιό τους, ενώ οι υπόλοιποι πληρώνουμε είτε ενοίκιο, είτε ρυθμισμένα χρέη. Ταυτόχρονα, ο τουρισμός, οι ψηφιακοί νομάδες, οι πολιτικές golden visa και non dom και οι διεθνείς αγορές πολυτελείας δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας για τους χαμηλόμισθους ενοικιαστές. Η νέα φάση του παιχνιδιού παίζεται αυτή τη φορά στις πλάτες των ενοικιαστριών και των πτωχευμένων νοικοκυριών.

5. Το κράτος;

Στην προηγούμενη φάση της χρηματοπιστωτικής έκρηξης, το τραπεζικό σύστημα είχε επινοήσει τρόπους να αποσπά τα κέρδη από τα δάνεια, χωρίς να επωμίζεται τον κίνδυνο της αποτυχίας τους. Μέσω χρηματοπιστωτικών παραγώγων (τα γνωστά CDS ή Credit Default Swaps), οι τράπεζες μπορούσαν να μεταβιβάζουν τον κίνδυνο αθέτησης της πληρωμής δανείων σε άλλα χρηματιστικά ιδρύματα, με αντάλλαγμα την καταβολή μιας προμήθειας. Αν όλα πήγαιναν καλά, ο αγοραστής του κινδύνου εισέπραττε κανονικά την προμήθεια από την τράπεζα. Αν όμως ένας δανειολήπτης χρεοκοπούσε, ο αγοραστής του κινδύνου έπρεπε να καλύψει τη ζημιά. Με αυτό τον τρόπο, οι τράπεζες ξεφορτώνονταν τον πιστωτικό κίνδυνο χωρίς να δεσμεύουν κεφάλαια για την πληρωμή των δανειστών που χρεοκοπούσαν. Η πρακτική αυτή, μαζί με την τιτλοποίηση δανείων, δημιούργησε ένα πυκνό πλέγμα αλληλεξαρτήσεων, χτισμένο πάνω σε μία θεμελιώδη παραδοχή: ότι η αξία των ακινήτων θα συνεχίσει να ανεβαίνει.

Σήμερα, μετά την κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους και την κατάρρευση του προηγούμενου μοντέλου, το σκηνικό έχει αλλάξει με άλλους δρώντες, κυρίως τα funds, τους servicers και το Κράτος. Δεν είναι πια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αναλαμβάνουν το ρίσκο με CDS. Τον ρόλο του εγγυητή τον έχει αναλάβει το Κράτος. Μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», το ελληνικό δημόσιο παρέχει εγγυήσεις στα οχήματα ειδικού σκοπού (SPVs) που ανήκουν στα funds που εξαγόρασαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών.

Το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Τα SPVs αγόρασαν πακέτα δανείων στο 10-20% της ονομαστικής τους αξίας. Με τα πακέτα κόκκινων δανείων εκδίδουν τριών κατηγοριών ομόλογα: senior, mezzanine και junior. Τα senior που θεωρούνται λιγότερο ριψοκίνδυνα τα εγγυάται το κράτος με την έκδοση CDS για τα οποία λαμβάνει προμήθεια από τα SPVs. Το κόστος τους περιλαμβάνει το τίμημα αγοράς των δανείων, την αμοιβή του προσωπικού που διαχειρίζεται την αναδιαπραγμάτευση του δανείου ή την εκποίηση του ακινήτου και τις προμήθειες στο Κράτος για τα CDS που έχουν πάρει από αυτό. Τα έσοδά τους προέρχονται από την αποπληρωμή των χρεών (που ρυθμίζουν) ή από την πώληση των ακινήτων που κατάσχουν όταν δεν ρυθμίζουν τα χρέη που αγόρασαν. Γι’ αυτό και οι servicers σκληραίνουν τις διαπραγματεύσεις σε σημεία όπου οι τιμές γης και ακινήτων ανεβαίνουν. Σε σημεία που οι τιμές γης δεν έχουν ανέβει μπορούν να κάνουν προσωρινές υποχωρήσεις και επαναδιαπραγματεύονται τα χρέη για να έχουν σταθερές ροές εισοδήματος.

Επισήμως, δηλώνουν πως δεν θέλουν να κρατούν τα ακίνητα στην κατοχή τους.[4] Στην πράξη, όμως, αυτό ισχύει μόνο εν μέρει. Όταν έχουν αγοράσει ένα δάνειο στο 10% της αξίας του ακινήτου, έχουν την οικονομική δύναμη να περιμένουν μέχρι η αγορά να απογειωθεί. Το απόθεμα κατοικίας που καταλήγει στα χέρια των servicers μπορεί να μην διατίθεται άμεσα, να παραμένει κενό, στρατηγικά αποσυρμένο, ως εργαλείο πίεσης προς την επίτευξη μεγαλύτερης υπεραξίας.[5]

Και το κράτος; Το κράτος εισπράττει προμήθειες για την παροχή εγγυήσεων, αλλά ταυτόχρονα αναλαμβάνει το ρίσκο. Αν το SPV αποτύχει να αποδώσει, το κράτος πληρώνει το κόστος της πτώχευσης. Έτσι, ο ιδιωτικός κίνδυνος μετατρέπεται σε δημόσιο κόστος. Αλλά μέχρι τότε το Κράτος πληρώνεται όσο το σύστημα είναι κερδοφόρο, δηλαδή επενδύει στην επιτυχία της εκποίησης. Την ίδια στιγμή, στοιχηματίζει πάνω στην άνοδο των αξιών και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους απαιτεί διαρκώς νέες πηγές εσόδων. Καθώς οι μισθοί είναι καθηλωμένοι, η πιο «ασφαλής» λύση είναι η φορολόγηση της ιδιοκτησίας. Η ακίνητη περιουσία είναι εύκολα εντοπίσιμη και καταγεγραμμένη, μέσω Ε9, Κτηματολογίου και ψηφιακών μεταβιβάσεων. Οι μεταρρυθμίσεις στον ΕΝΦΙΑ και η αύξηση των αντικειμενικών αξιών εξυπηρετούν ακριβώς τη σταθερότητα των κρατικών εσόδων.

Με αυτόν τον τρόπο, το κράτος επωφελείται από την άνοδο των τιμών, όχι μόνο ως μηχανισμός εγγύησης των ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά και ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός. Εξυπηρετεί το χρέος και υποκρίνεται πως κρατά μια σταθερότητα. Όμως το κάνει αυτό επενδύοντας στις πλάτες των φτωχοποιημένων. Στο τέλος, το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς ανεβαίνουν οι τιμές. Είναι και ποιοι πληρώνουν για να μην πέσουν.

Εμπόδια για την οργάνωση μιας απάντησης
Μια προσπάθεια απο-εμπορευματοποίησης δεν είναι απλή υπόθεση, γιατί συνεπάγεται σύγκρουση με όλα τα συμφέροντα που κερδοσκοπούν από την άνοδο των τιμών ακινήτων και γης. Το κράτος επιδιώκει εισόδημα από προμήθειες, μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα, και ονομαστική μείωση του χρέους μέσω της αύξησης του πληθωρισμού και φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας. Οι τράπεζες βλέπουν νέα περιθώρια πιστωτικής επέκτασης. Οι servicers διασφαλίζουν σταθερές ροές εισοδήματος από αποπληρωμές και πλειστηριασμούς. Οι χρηματιστές μεταβιβάζουν τον κίνδυνο χωρίς να δεσμεύουν κεφάλαια και χτίζουν χαρτοφυλάκια. Οι μεγάλοι και οι μικροί εκμισθωτές προσδοκούν όλο και μεγαλύτερα έσοδα από τα ενοίκια που εκτοξεύονται. Το κατασκευαστικό κεφάλαιο επανενεργοποιείται[6] καθώς οι υψηλές τιμές γης και ακινήτων καθιστούν ξανά επικερδείς τις ανακαινίσεις και τη δόμηση, με το κράτος να προσφέρει κάθε διευκόλυνση μέσω αντεργατικής πολιτικής και μαζικής ιδιωτικοποίησης δημόσιας γης.[7]

Ακόμα και κυριότερα, οι ιδιοκάτοικοι (άνθρωποι που κατοικούν στα σπίτια που τους ανήκουν) μέσα στη γενικευμένη επισφάλεια, αισθάνονται πως επωφελούνται από την ονομαστική άνοδο των τιμών. Η αύξηση της ονομαστικής αξίας των ακινήτων τους λειτουργεί καθησυχαστικά, σαν υπενθύμιση ότι κρατούν κάτι «πολύτιμο». Η ιδεολογία της ιδιοκατοίκησης δεν είναι απλώς ένα ιδεολογικό αφήγημα. Είναι η ελπίδα της μελλοντικής μεταπώλησης, της ρευστοποίησης του «πλούτου» μέσα στον οποίο κατοικούν, ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει σαν το τελευταίο χαρτί, ακόμα και για όσους έχουν φτωχοποιηθεί από το υψηλό κόστος διαβίωσης σε σχέση με τους μισθούς μας. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η χρηματιστική λογική ενσωματώνεται στην καθημερινότητα με την κατοικία να γίνεται αντιληπτή ως αποταμίευση και εργαλείο κοινωνικής κινητικότητας.

Το ίδιο ισχύει και με ένα μέρος των φτωχοποιημένων ιδιοκτητών κενών ακινήτων που αδυνατούν να ανακαινίσουν και να νοικιάσουν μα περιμένουν με την αύξηση των τιμών γης να «πιάσουν καλή τιμή» πώλησης. Η ίδια ακριβώς λογική ισχύει και για τους δανειολήπτες που βρίσκονται κοντά στην αποπληρωμή του στεγαστικού τους και βλέπουν το ακίνητο ως μελλοντική υπεραξία. Και τελείως διαφορετική είναι η θέση των νέων δανειοληπτών που χρεώνονται τώρα με τόκους για να αποκτήσουν ακίνητα ήδη φουσκωμένης αξίας. Την ίδια στιγμή, το κόστος ζωής ανεβαίνει, οι μισθοί μένουν στάσιμοι και το βάρος των μεταβολών μεταφέρεται στους πτωχευμένους, στους ενοικιαστές, στους αποκλεισμένους από πρόσβαση στην ιδιοκτησία.

Στην προηγούμενη φάση το χρέος ήταν ο μόνος πυρήνας της αλυσίδας μεταφοράς της αξίας, αλλά σήμερα αυτός ο πυρήνας μετατοπίζεται. Είναι πλέον σαφές ότι το μεγαλύτερο μέρος της φτωχοποίησης του πληθυσμού συντελείται μέσω του ενοικίου.[8] Οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις αλλάζουν τον τρόπο κερδοφορίας τους και στρέφονται στον έλεγχο υποδομών για να έχουν εισοδήματα από προσόδους. Οι μεγάλοι επενδυτές και εκμισθωτές εξαγοράζουν φτηνά υποτιμημένα ακίνητα προσδοκώντας σταθερές εισροές από τουριστικές εισπράξεις και υψηλά ενοίκια. Οι μικρότεροι εκμισθωτές στηρίζονται επίσης στην έκρηξη των ενοικίων, πολλές φορές για να καλύψουν δικά τους χρέη. Οι ιδιοκάτοικοι περιμένουν ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, ώστε να πουλήσουν και να «ρεφάρουν» το κόστος της καθημερινότητας. Οι φτωχοποιημένοι κρατούν τα σπίτια τους κλειστά, αδυνατώντας να τα ανακαινίσουν, αλλά προσδοκώντας πώληση σε καλύτερες συνθήκες. Πλεόν το βάρος της αλυσίδας μεταφοράς αξίας μετατοπίζεται στους ενοικιαστές των οποίων ο μισθός διανέμεται προς όλους τους παραπάνω.

Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι πια «πώς θα πληρώσουμε». Είναι πώς θα αρνηθούμε να πληρώνουμε όλο και περισσότερο για να μπορούμε να ζούμε σε σπίτια. Η αντίληψη ότι η αλλαγή θα έρθει μέσα από κυβερνητικές εναλλαγές ή μεταρρυθμίσεις του κρατικού μηχανισμού, δεν βλέπει ότι η κρατική διακυβέρνηση είναι βαθιά πλεγμένη με τα συμφέροντα της κοινωνικής μειοψηφίας που επωφελείται από την άνοδο των τιμών γης και κατοικίας. Κάθε απόπειρα για απο-εμπορευματοποίηση της στέγης είναι, αναγκαστικά, ρήξη με όσους κερδίζουν από τη μετατροπή της κατοικίας σε εμπόρευμα, σε τίτλο, σε επενδυτικό προϊόν.

Αυτός ο δρόμος δεν θα ανοίξει χωρίς ένα κίνημα αυτόνομο, οργανωμένο και επίμονο που θα διεκδικεί έλεγχο των αυξήσεων ενοικίων και προσόδων, δημιουργία κοινωνικοποιημένου αποθέματος κατοικίας και μόνιμες νίκες και δεσμεύσεις που δεν θα αναιρούνται. Στη βάση εκμετάλλευσης της σημερινής αλυσίδας μεταφοράς αξίας είναι όσες ζούμε στο ενοίκιο. Οι ενοικιαστές (υπάρχοντες και εν δυνάμει) αποτελούμε την κρίσιμη μάζα, την πλειοψηφία. Οι εκμισθωτές έχουν ήδη αναγνωρίσει τα συμφέροντά τους· τώρα είναι η σειρά των ενοικιαστριών που για πρώτη φορά έχουν αρχίσει να οργανώνονται σε αυτόνομα σωματεία βάσης στην Ελλάδα.[9]

 

[1] Aglietta, M. (2009). Η οικονομική κρίση (Δ. Α. Παπαγιαννίδης, Μετ. & Πρόλ.) Εκδόσεις Πόλις.

[2] https://www.ot.gr/2025/07/22/oikonomia/akinita/akinita-pos-tha-aksiopoiithei-i-megali-deksameni-ton-servicers/

[3] Vrantsis, N. (2025) Financialization, possessive familialism, and the politics of vacancy: How vacancy became Greece’s most lucrative housing strategy, Radical Housing Journal, 7(1), pp.73-93; https://doi.org/10.54825/TSUQ7519

[4] https://www.capital.gr/oikonomia/3933659/xiliades-katoikies-etoimazontai-na-diathesoun-eos-to-telos-tou-etous-oi-servicers/

[5] Vrantsis, N. (2025) Financialization, possessive familialism, and the politics of vacancy: How vacancy became Greece’s most lucrative housing strategy, Radical Housing Journal, 7(1), pp.73-93; https://doi.org/10.54825/TSUQ7519

[6] https://thepressproject.gr/kataskevastikos-klados-i-alli-opsi-tis-anaptyxis/

[7] https://thepressproject.gr/aposynarmologontas-tin-koinoniki-antiparochi-stegi-gia-ligous-chrei-gia-olous-kerdi-gia-ergolavous/

[8] Βλ. Jacob Stringer (2025) Renters Unite! How Tenant Unions Are Fighting the Housing Crisis, Pluto Press

[9] Βλ. Ένωση Ενοικιαστριών Θεσσαλονίκης (https://www.facebook.com/thessaloniki.tenants.union/) και Σωματείο Βάσης Ενοικιαστών Αθήνας (https://www.svea.gr/)

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος

Σχόλια (0)

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.