Πόσα παιδιά θα πεθάνουν σήμερα από τις σφαίρες του μίσους και της αδιαφορίας σου;
Η ιστορία του Μωχάμεντ δημοσιεύτηκε αναλυτικά στο Kollect, σε μέρος 1ο και μέρος 2ο. Μέσα σ’ αυτά τα δύο αυτά μέρη, κάπου στα ψιλά, περνάει και το «μέρος Ελλάδα».Ή εναλλακτικά «η κατάντια να είσαι νεοέλληνας».
- της Κατερίνας Δήμα
Γιατί αν διαβάσεις τα λόγια αυτού του ανθρώπου για τα όσα αντιμετώπισε εδώ (το απόσπασμα ακολουθεί στο τέλος), και δεν ντραπείς όχι μόνο γι’ αυτό που αφήνεις να γίνεται στην πόρτα σου, όχι μόνο για την αδιαφορία σου στην μαζική εξόντωση που γίνεται μες στο σπίτι σου, επειδή εδώ βολεύει στρατηγικά τους ισχυρούς να ξεβράζονται τα πνιγμένα μωρά, επειδή εδώ βολεύει στρατηγικά τους ισχυρούς να είναι μία από τις αποθήκες ψυχών του σύγχρονου χάρτη, αλλά αν δεν ντραπείς, γι’ αυτό που αποκαλείς «φυλή σου» τότε πρέπει να αναθεωρήσεις όχι μόνο την έννοια της λέξης «άνθρωπος» -όπως κι αν την έχεις στο μυαλό σου, ώστε να σου επιτρέπει την ανενδοίαστη συναίνεση και συμμετοχή σου σε όλο αυτό- αλλά να αναθεωρήσεις και την έννοια της λέξης «νοήμον ον».
Γιατί ακόμα κι αν δεν αντιλαμβάνεσαι τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται στην πλάτη σου, ακόμα κι αν πιστεύεις πραγματικά πως οι μεγιστάνες του πλούτου αναγνωρίζουν άλλη σημαία εκτός απ’ αυτήν που τους παρέχει φορολογική ασυλία, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις πως το κεφάλαιο παγκόσμια στρέφει τον ένα φτωχό ενάντια στον άλλο γιατί εσύ κάνεις τη λάντζα τους σκοτώνοντας το διπλανό σου -όποτε αυτοί το αποφασίζουν στα τραπέζια που μοιράζουν τον πλανήτη εξαφανίζοντας από το χάρτη τις ζωές που «περισσεύουν»- ακόμα κι αν δεν βλέπεις ότι Άραβες Έλληνες, Εβραίοι, Αμερικανοί κεφαλαιοκράτες σφίγγουν τα χέρια πάνω στο πτώμα σου, αυξάνοντας τα κέρδη τους, γιατί τα κέρδη τους είναι η μόνη τους πατρίδα, η μόνη τους θρησκεία, η μόνη τους οικογένεια, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις πως η ταξική σου θέση είναι πλάι στο Μωχάμεντ γιατί τη στιγμή που θα εξυπηρετήσει τους πλουτοκράτες να γίνεις αναλώσιμος, αυτό ακριβώς θα γίνεις κι εσύ όπως έγινε κι εκείνος, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ’ όλα αυτά, πώς είναι δυνατόν να διαβάσεις τα λόγια αυτού του ανθρώπου και να μην δεις τη φρίκη, την αποκτήνωση, την κατάντια;
Τα ερωτηματικά που βάζω δεν είναι ρητορικά. Ρωτάω στ’ αλήθεια επειδή δεν μπορώ να σε καταλάβω φουσκωτέ των γυμναστηρίων, μοδάτη των μπουζουκιών, λογιστή της γειτονιάς, μοδίστρα της βιοτεχνίας, κουλουρά του δρόμου, αποθηκάριε της πολυεθνικής, κομμώτρια των ραντεβού κατ’ οίκον, κηπουρέ σπιτιών της Εκάλης, τι ακριβώς πιστεύεις ότι σε χωρίζει από αυτούς τους ανθρώπους; Τι σε χωρίζει από την ανθρωπιά; Δεν ντρέπεσαι να συγγενεύεις με αυτό το γονίδιο; Αυτό που επιτρέπει σε κάποιο σκουπίδι να κοιτάζει εξαθλιωμένους πρόσφυγες πολέμου, μισοπεθαμένους από τη δίψα και να τους αρνείται τρεις μέρες ένα ποτήρι νερό;
Δεν ντρέπεσαι να γίνεσαι ο καθρέφτης της ψυχής των βασανισμένων;
Τόσο πολύ σε ξενίζει ένα χαμόγελο αν δεν είναι δικό σου ή του δικού σου παιδιού -επειδή τόσο δύσκολα περνάς πια κι εσύ- τόσο πολύ ζηλεύεις να το δεις γύρω σου αν έχει άλλο χρώμα κι όνομα, επειδή νομίζεις πως αυτή η γη σου ανήκει – γιατί τόσο πολύ σου’χουν μάθει να σκύβεις το κεφάλι που δεν μπορείς ούτε τα μάτια σου να σηκώσεις πια στον ουρανό και να δεις ένα ολόκληρο σύμπαν που δεν ανήκει σε κανέναν- τόσο πολύ πια προτιμάς το φόβο, τη μιζέρια, το θάνατο, γιατί αυτά έμαθες και συνήθισες, μαζί με όλα τα ψέματα που σε ταϊζουν κι εσύ αναπαράγεις δίνοντας άλλοθι στο σύστημα να μας σκοτώνει μαζικά στο όνομα μιας πατρίδας, ή μιας θρησκείας με αφορμή ένα πιάτο φαϊ που θα σου φάει ο πεινασμένος;
Πόσο θα σε χορτάσει στ’ αλήθεια αυτό το πιάτο φαϊ, απ’ τη δουλειά που δήθεν σου «κλέβει» ο μετανάστης, όταν εσύ ο ίδιος καταληστεύεις τον εαυτό σου από τα στοιχειώδη σου κεκτημένα με την αδιαφορία που δείχνεις στο γεγονός ότι σε μετατρέπουν σε σύγχρονο σκλάβο μέρα με τη μέρα, την ώρα που εσύ πας για ρακέτες στην ιδιωτικοποιημένη σου θάλασσα που πια ξεβράζει νεκρά μωρά;
Πώς κατάφεραν να ελέγξουν τόσο πολύ το μυαλό σου; Πώς κατάφεραν να σε κάνουν τόσο ζόμπι που η ικανοποίηση να δεις να ξανανιώνει ένα ετοιμοθάνατο βλέμμα και να ξανάρχεται στη ζωή, να μην πιάνει μία μπρος στην καύλα μιας σέλφι; Μιας σέλφι που αποτυπώνει μέσα στο δήθεν ανέμελο χαμόγελό σου την αγωνία, το τέλμα, τη ληστεμένη ζωή, που τρέχεις πίσω της καταϊδρωμένος, τρέχοντας στην ουσία προς το θάνατο, νομίζοντας πως όσο περισσότερο στουμπώνεσαι με ύλη τόσο πιο πολύ τον ξεγελάς…
Προσωπικά δεν ψάχνω να ηρωοποιήσω κανέναν. Ούτε με ενδιαφέρουν τα φλας και τα πυροτεχνήματα με τα οποία ο καπιταλισμός δείχνει πως ενσωματώνει το Μωχάμεντ -με το νέο του Αυστριακό διαβατήριο στο χέρι και το πλατύ χαμόγελο στο στόμα- γα να κρατάει αιχμάλωτες τις εξαθλιωμένες κοινωνίες παντού στον κόσμο, με την ελπίδα πως αυτό το «φοβερό δώρο της νέας ζωής» που ονειρεύεσαι μπορεί να γίνει και σε σένα αν είσαι καλό παιδί και τυχερός.
Ξέρω πως ακόμα κι οι πρόσφυγες που φροντίστηκαν από αυτο-οργανωμένες δομές αλληγλεγγύης, οι περισσότεροι δεν ενδιαφέρονται να ακούσουν λέξη γι’ όλα αυτά. Θα πάνε στη Γερμανία στην Αυστρία, και όπου αλλού το κεφάλαιο αποφασίσει ότι του χρειάζονται φτηνά εργατικά χέρια, θα βρουν μια δουλίτσα και θα ευχαριστήσουν τον καπιταλισμό που τους επέτρεψε να φάνε τα ψίχουλα του ονείρου του, τα αποφάγια της ευημερίας του, τα σκατά της φούσκας του, που όταν σκάει σκοτώνει όποιον είναι μπροστά του, κι οι επιζώντες συνεχίζουν να τρέχουν πίσω από την φαινομενική ευμάρεια του δυτικού φασισμού που καταφέρνει ακόμα στη συνείδηση των πολλών να λέγεται «πολιτισμός».
Όμως δύο λάθη ποτέ δεν έκαναν, και ποτέ δεν θα κάνουν ένα σωστό. Και εάν δεν βλέπεις τίποτα μα τίποτα στα παρακάτω λόγια που να σε κάνει να ντρέπεσαι για την κατάντια της αξίας της ανθρώπινης ζωής, τότε πραγματικά σου αξίζει ο «πολιτισμός» σου.
Ο Σύρος πρόσφυγας Μωχάμεντ για τις μέρες του στην Ελλάδα:
«Το νησί στο οποίο φτάσαμε το λένε Σαμοθράκη. Ήμασταν τόσο ευγνώμονες που ήμασταν εκεί. Νομίζαμε ότι φτάσαμε σε ασφαλές μέρος. Αρχίσαμε να περπατάμε προς το αστυνομικό τμήμα για να δηλωθούμε ως πρόσφυγες. Ζητήσαμε μέχρι και από έναν διερχόμενο άντρα να καλέσει την αστυνομία. Είπα στους άλλους πρόσφυγες να αφήσουν εμένα να μιλήσω μιας και μίλαγα Αγγλικά. Ξαφνικά δύο αστυνομικά τζιπ ήρθαν με ταχύτητα προς εμάς και πάτησαν απότομα τα φρένα. Έκαναν σαν να ήμασταν φονιάδες που τους έψαχναν για καιρό. Στρέψαν τα όπλα τους και φώναξαν: «Ψηλά τα χέρια». Τους είπα: «Σας παρακαλώ, μόλις ξεφύγαμε από τον πόλεμο. Δεν είμαστε έγκληματίες». Είπαν: «Σκάσε, μαλάκα». Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη λέξη αυτή: «Μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα». Έτσι μας φώναζαν μόνο. Μας πέταξαν στη φυλακή. Τα ρούχα μας ήταν βρεγμένα και δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να τρέμουμε. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Ακόμα νιώθω το κρύο στα κόκαλά μας. Για τρείς μέρες δεν είχαμε τροφή και νερό. Είπα στην αστυνομία: «Δεν θέλουμε νερό, αλλά σας παρακαλώ δώστε μας νερό». Ικέτεψα τον διοικητή να μας αφήσει να πιούμε νερό. Και πάλι είπε: «Σκάσε, μαλάκα». Θα θυμάμαι για πάντα το πρόσωπο αυτού του άντρα για το υπόλοιπο της ζωής μου. Είχε ένα κενό ανάμεσα στα δόντια του και μας έφτυνε όταν μίλαγε. Επέλεξε να βλέπει επτά ανθρώπους να υποφέρουν από τη δίψα για τρεις μέρες όσο τον παρακάλαγαν για νερό. Σωθήκαμε όταν επιτέλους μας έβαλαν σε ένα πλοίο και μας έστειλαν σε ένα στρατόπεδο στην ενδοχώρα. Για δώδεκα μέρες μείναμε εκεί και μετά περπατήσαμε βόρεια. Περπατάγαμε για τρεις εβδομάδες. Έτρωγα μόνο φύλλα σα να ήμουν ζώο. Πίναμε νερό από βρώμικα ποτάμια. Τα πόδια μου είχαν πρηστεί τόσο πολύ που έβγαλα τα παπούτσια μου. Όταν φτάσαμε στα σύνορα, ένας Αλβανός αστυνομικός μας βρήκε και μας ρώτησε εάν ήμασταν πρόσφυγες. Όταν του είπαμε «ναι», είπε ότι θα μας βοηθούσε. Μας είπε να κρυφτούμε στα δέντρα μέχρι να πέσει η νύχτα. Δεν τον εμπιστευόμουν αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος για να τρέξω. Όταν έπεσε η νύχτα μας έβαλε στο αυτοκίνητό του και μετά μας πήγε στο σπίτι του. Εκεί μας άφησε να μείνουμε μια βδομάδα. Μας αγόρασε νέα ρούχα. Μας τάιζε κάθε νύχτα. Μου είπε: «Μην ντρέπεσαι. Έχω ζήσει πόλεμο και εγώ. Είσαι οικογένεια μου τώρα και εδώ είναι και δικό σου σπίτι».