Όταν ήρθε η ώρα για μια έστω πρόχειρη και ανοργάνωτη ανταρσία, οι χιπστεράδες των αγορών προώθησαν επαξίως το θεόπαιδο, που ήτο δασκαλεμένο και έτοιμο από καιρό να λιπάνει τις ερωτογενείς ζώνες του λαού με αριστερά γλυκόλογα. Χωρίς τη γραβάτα του υπερφίαλου δεξιού καραβανά, που θυμίζει τον εφιάλτη των θαμμένων κατακτήσεων που σήπονται θλιβερά και καταφθείρονται αβοήθητες.
του Αντώνη Αντωνάκου
Εδώ που οι ευγενείς αισθήσεις του νέου πολιτικού προσωπικού ήταν το δόλωμα για τα νάματα της συμπάθειας των ελαχίστων αθώων, που ως θύματα μεθυσμένα απ’ τις περικοπές και τις αλλότριες κωλοτούμπες περιφέρονται κλωτσώντας δέντρα και πέτρες.
Εδώ που οι λυγμικοί διάλογοι της γκρίνιας προωθούν την πολιτική σπαραξικάρδια θρασυδειλία μιας στημένης διαπραγμάτευσης. Μιας ασύδοτης και υποχθόνιας κατασπατάλησης δυνάμεων. Οι ντόπιοι ηγεμόνες και βαρόνοι ξεπλύθηκαν εν μια μνημονιακή νυκτί και τώρα είμαστε έτοιμοι να μπούμε με καλάσνικοφ στο Βερολίνο. Με το θεόπαιδο στο άρμα του και την πρώτη κυρία των ολυμπιακών σπασμών βιδωμένη στους ακατάσχετους πατριωτισμούς.
Εδώ το ντόπιο κεφάλαιο μες την εγκαρδιότητα και την ευσπλαχνία μοιράζει μπομπότα και ελπίδα. Δυναμωτικό ζωμό ανάπτυξης μες το γοβάκι της σταχτοπούτας των αγορών και μπόλικο χριστιανικό αντιπερισπασμό ελεημοσύνης μέσα στην αρχιερατική μήτρα.
Μείγματα για να ξεθυμαίνουν οι πόνοι της μεγάλης αρρώστιας του ανεόρταστου βίου. Πουλώντας ουράνιους παραδείσους και επίγειες κολάσεις. Σπέρνοντας πραγματικούς και φανταστικούς εχθρούς για να συγκρατήσουν το ποίμνιό τους. Παγιδεύοντας τη μια και μοναδική ζωή σε απειράριθμες τάσεις αυτοκαταστροφής και φθοράς.
Το τελευταίο στάδιο της καπιταλιστικής θρησκείας που θέλει νεκρούς και αφανισμένους. Που κατασκευάζει τρόμο στα εργαστήρια διακηρύσσοντας μια φιλελεύθερη αθεΐα των αγορών και των κεφαλαίων, που είναι όμως πάντα μασκαρεμένη θεολογία της σφαγής.