Για την μικρή κοινωνία ενός χωριού, ένας γάμος αποτελεί σημαντικό γεγονός· πάνω απ’ όλα είναι μια σημαντική ευκαιρία να ξανασυναντηθούν αγαπημένα πρόσωπα, που έχουν καιρό να ιδωθούν.
- του Θανάση Μανιφάβα
Αρχηγός της γενιάς του γαμπρού ήταν η γιαγιά του, μια σεβάσμια ύπαρξη, που πλησίαζε τα εκατό και ήταν συνδετικός κρίκος για όλους. Όσοι ερχόταν στο γάμο, πρώτα περνούσαν για λίγο από το δωμάτιο της γιαγιάς και ύστερα κατευθύνονταν στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού που ήταν στρωμένα τα τραπέζια.
Τελευταίος αισθμαίνοντας μπήκε στο δωμάτιο της γιαγιάς ένας άντρας γύρω στα τριάντα πανύψηλος· καλησπέρισε και αγνοώντας όλους τους υπόλοιπους, σα να μην υπήρχαν, κατευθύνθηκε στην πολυθρόνα της γιαγιάς, έσκυψε φίλησε το χέρι της και μετά φίλησε πολλές φορές το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Η τρυφερότητα και η άνεση των κινήσεων φανέρωναν ιδιαίτερη σχέση. Η γιαγιά όμως σάστισε.
– Συμπάθα με, αγόρι μου, δε σε γνωρίζω· ποιος είσαι;
– Γιαγιά, είμαι ο Αριστείδης του Κώστα, ο εγγονός σου.
Η γιαγιά έβγαλε μια κραυγή χαράς κι έπνιξε τον εγγονό της στην αγκαλιά και τα δάκρυά της.
-Δε σε περιμέναμε, είπε, γιατί μας έγραψες ότι δεν θα έρθεις στο γάμο του αδερφού σου.
– Ναι, έτσι έγραψα, βλέπεις η δουλειά του ναυτικού είναι σκληρή, αλλά τελικά τα κατάφερα.
– Πόσα χρόνια έχεις να ξανάρθεις, παιδάκι μου;
– Τέσσερα χρόνια, γιαγιά!
– Γι’ αυτό δε σε γνώρισα· είναι πολλά τέσσερα χρόνια. Άλλαξες. Και το χειρότερο ψήλωσες πολύ, παραψήλωσες· κοίτα μην ψηλώσεις άλλο.
– Γιατί, γιαγιά, κακό είναι.
-Ναι, παιδί μου, κακό είναι. Πρόσεξες ποτέ τα έλατα στις λαγκαδιές;
– Ξέρω, ξέρω· τα έλατα στις λαγκαδιές. Ψάχνοντας για ήλιο τραβάνε μπόι, γίνονται πανύψηλα.
– Ναι, αγόρι μου, αλλά έτσι ξεκορμίζουν από το χώμα και χάνουν την επαφή τους με τις ρίζες. Γι’ αυτό, σου λέω, πρόσεξε… μην ψηλώσεις άλλο.