Κάποτε μπήκα σ’ ένα εμπορικό, απομεσήμερο με πνιγηρό καιρό – κι ανέβηκα τη σκάλα. Την ώρα εκείνη άλλος κανείς δεν ήτανε στον όροφο παρά μία υπάλληλος στο βάθος που καθότανε σ’ ένα χαρτόκουτο σκυφτή. Κι είχε μια τέτοια θλίψη στο πρόσωπό της που ντράπηκα να διακόψω εκείνη τη στιγμή της, μαύρης έστω, περισυλλογής και στράφηκα, πριν με δει, να χωθώ σ’ άλλο διάδρομο.
Με είδε όμως με την άκρη του ματιού της και τινάχτηκε ψελλίζοντας συγνώμη που ήταν παρατύπως καθιστή σ’ ένα ολότελα άδειο μαγαζί.
Πέρασε βλέπετε, έγινε φρικαλέα μόδα, αδιαμαρτύρητα σχεδόν, όπως περνάνε σωρηδόν τόσα και τόσα, μικρά όπως λογίζονται συνήθως κι ασήμαντα εντελώς, πέρασε λέω και τούτο το χυδαίο, το εξωφρενικό και παντελώς γελοίο: να υποχρεώνονται οι εργαζόμενοι σε εξοντωτική ορθοστασία έχει δεν έχει πελατεία.
Η ουσία δεν είναι φυσικά η ετοιμότητά τους εν απουσία ούτε η απόδοση, η εξυπηρέτηση και οι λοιπές προφάσεις. Ένα σκαμπό αντιθέτως ή ακόμα καλύτερα μια καρέκλα με πλάτη θα ’κανε τον ξεκούραστο υπάλληλο πιο ευπροσήγορο και φιλικό προς τον πελάτη.
Το ζητούμενο εδώ είναι επομένως η ύπουλη, βαθιά ταπείνωση για έναν άθλιο μισθό, η πλήρως κοψομεσιασμένη βούληση, η δήλωση υποταγής στην εταιρία, ο πολύωρος ακάθιστος ύμνος προς το σαδιστικό αφεντικό.
Κάποιοι βεβαίως, πολύ δημοφιλείς πολιτικοί, κέρβεροι συνδικαλιστές και δημοσιογράφοι σοβαροί, δεν καταδέχονται ν’ ασχοληθούν με την σπασμένη μέση των υπαλλήλων, τους κιρσούς και τη φλεβίτιδα.
Βρίσκονται σε φρενίτιδα αυτοί, κάνουν μεγάλα πλάνα, επινοούν μακρόπνοες στρατηγικές, κόπτονται για ένα μέλλον υψηλό — ενώ στα πρωινάδικα συζητούν εκτενώς το πρόβλημα που έχει μία στάρλετ με τον χαμηλό της ποπό.
Μα όσοι κώλοι και να σηκωθούν, όσο υπάρχουν άνθρωποι που στέκονται αναιτίως όρθιοι πίσω από πάγκους και ταμεία, ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει, όχι στα μεγάλα μα ούτε στα μικρά σημεία.