Το ακούω από παντού. Μια-δυο μόνο εξαιρέσεις υπάρχουν που δεν, αλλά γενικά έχει βαρεθεί η ψυχή μου η προπεθαμένη να τ’ ακούει: «Κάνω αντικειμενική δημοσιογραφία εγώ!» Και, στο 99% των περιπτώσεων, η παραπάνω έκφραση (πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτή μου φέρνει τρόμο) συνοδεύεται με το πολυακουσμένο: «Είμαι 30 χρόνια δημοσιογράφος εγώ!».
Κάτσε να τα πιάσουμε ένα ένα, γιατί όλα μαζί βραχυκυκλώνω. Κατ’ αρχάς, αντικειμενική δημοσιογραφία δεν υπάρχει. Τελεία. Βρε δεν πα’ να χτυπιέσαι, να σκίζεις το πουκάμισο το θαλασσί που μια φορούσα εγώ και μια εσύ, ή το άλλο, που φορούσε μια Ελένη (κάτι αδειανό ήταν αυτό)· δεν πα’ να ορκίζεσαι σε θεούς και δαίμονες· δεν πα’ να το ’χεις υποσχεθεί στη μάνα σου, που σαν σε ρώτησε στο νεκροκρέβατο, με μισόκλειστα μάτια, «Παιδάκι μου, πες μου έστω αυτό: θα γίνεις αντικειμενικός δημοσιογράφος;», εσύ λύγισες και είπες «Ναι, μάνα»· δεν πα’ να το πιστεύεις βαθιά ώς τ’ αντερά σου πως εσύ είσαι μόνο η Μαριώ που έκανε το Γιάννη (ή Γιάνη…) – ε, δεν υπάρχει λέμε! Δεν! Εγκυρη – αυτό υπάρχει. Εγκυρη δημοσιογραφία. Οχι αντικειμενική.
Πάμε στον υπότιτλο τώρα, τύπου «Είμαι 30 χρόνια δημοσιογράφος!»: Από πότε –όχι, για να καταλάβω κι εγώ δηλαδή που δεν είμαι 30 χρόνια δημοσιογράφος–, από πότε η χρονική διάρκεια ενός κατασκευασμένου φαινομένου (εκτός κι αν η δημοσιογραφία αποτελεί «φυσικό φαινόμενο» και σκίσω τα πτυχία μου της Φυσικής!) οδηγεί αυτοστιγμεί στο συμπέρασμα πως το φαινόμενο αυτό εξακολουθεί να καλύπτεται από τις εργαστηριακές του ρυθμίσεις;
Δεν πα’ να ’σαι 180 χρόνια φούρναρης – αν βγάζεις μάπα τυρόπιτες, απλώς σημαίνει πως βγάζεις μάπα τυρόπιτες 180 χρόνια. Οχι πως επειδή δεν λες να ξεκολλήσεις απ’ τον πάγκο σου (μην και αφήσεις χώρο για κάνα φιντάνι με νέες συνταγές και –Βαγγελίστρα μου!– τι θ’ απογίνει ο απαυτός σου! Αλήθεια, σας θυμίζει κάποιους πολύ συγκεκριμένους «φουρναρέους» αυτό ή μπα, δεν;), επειδή, λοιπόν, δεν θες ν’ αφήσεις αυτό που έκανες μια ζωή ούτε στην άλλη ζωή, δεν γίνεται να δικαιολογείς την αχρηστία σου προς κάθε αλλαγή ως «αυθεντία εν τω χρόνω!».
Ξεκαβάλα και λίγο – μέχρι και οι έφιπποι του Μηταράκη ξεκαβάλεψαν πριν καλά καλά προλάβουν να το παίξουν «καουμπόηδες και αστυνόμοι» δύο σε ένα… Οχι, αγαπητοί μου: ο χρόνος, είτε ένα λεπτό είτε μια ζωή, δεν καθορίζει την ποιότητα της δουλειάς κανενός και φυσικά δεν αποτελεί επιχείρημα αυτοτελές στην οποιαδήποτε αντιδικία ή διάλογο. Τελεία (δεύτερη και φαρμακερή).
Επειτα από δύο τελείες, ας πάμε σε ένα ερώτημα: Ο χρόνος δεν καθορίζει κατ’ ανάγκη ποιότητες, και αντικειμενική δημοσιογραφία δεν υπάρχει – τι είναι, λοιπόν, αυτό που δίνει ποιότητα και εγκυρότητα στη δημοσιογραφία; Η «έρευνα»; Η «εξακρίβωση της είδησης»; Το τριπλοτσεκάρισμά της; Το τριπλοτσεκάρισμα των πηγών κάθε τσεκαρίσματος; Προφανώς. Αλλά όχι μόνο. Λείπει μία ακόμα λεξούλα, που κάνει πάντα (πάντα όμως!) τη διαφορά, δρώντας ως καταλύτης: το μοντάζ.
Το λέω από αρχής: Ο Κουλέσοφ φταίει. Το λέω κομψά: Πριν από δαύτον κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά. Πλέον δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει!
Λεβ Βλαντιμίροβιτς Κουλέσοφ. Ρώσος ήτανε (τι θα ’τανε;) και μάλιστα Σοβιετικός ο μέγας αυτός πρωτοπόρος του κινηματογράφου και, εν τέλει, του τρόπου που κατανοούμε την πραγματικότητα. Ο Λεβ ήταν από τους πρώτους θεωρητικούς του σινεμά και ο πρώτος που ανακάλυψε την αξία του μοντάζ.
Εναν αιώνα πριν, έβαλε έναν ηθοποιό σε τριπλό καρέ, με ακριβώς την ίδια έκφραση παντού. Πριν από το πρώτο καρέ έβαλε το πλάνο ενός πιάτου με φαγητό, μετά ένα νεκρό παιδί, και τέλος μία όμορφη κοπέλα. Ανάμεσά τους πάντοτε προβαλλόταν το ίδιο ανέκφραστο πρόσωπο του ηθοποιού. Κι όμως! Οσοι έβλεπαν τα πλάνα στη σειρά (μοντάζ), έλεγαν πως την πρώτη φορά έδειχνε να πεινάει, τη δεύτερη να λυπάται και την τρίτη να κοιτάζει με λαγνεία.
Ας ανάβουμε, λοιπόν, ένα κερί στον Κουλέσοφ που μας ξεστράβωσε, κάθε που ανοίγουμε τηλεόραση ή βλέπουμε φωτογραφία δίπλα σε κείμενο. Γιατί το μέλλον έχει ξηρασία και δαύτοι θα μας δείχνουν γάργαρα νερά…
efsyn.gr/