Κυριακή 16 Ιουνίου 2024. Ακούω την καμπάνα της εκκλησιάς τ’ Άι Γιώργη, τη θεία Μηλιά που θέλει να «λειτουργηθεί» κι εκείνο το πουλί που έρχεται και λαλεί «με ανθρώπινη λαλίτσα».
Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Κι αναθυμάμαι εκείνο το άγριο βράδι του χειμώνα που πέρασα το φουσκωμένο ποτάμι μπουσουλώντας πάνω στο αρχαίο γεφύρι. Τότε που είχα ακούσει για πρώτη φορά τη φωνή:
«Εεεε εσύ. Ξέρεις ότι περπατάς πάνω στο πτώμα μου;»
Μιλούσε «Η πιο άγρια ”αδικοθανατισμένη” από τις «αδικοθανατισμένες».
«Τρεις αδερφάδες θυσιαστήκαμε. «Κακογραμμένες» λένε… αλλά ποιος μας κακόγραψε δεν λένε…»
Μια ακόμη γυναικοκτονία αλλά όχι σαν τις άλλες. Αυτή ήταν συλλογική. Όλοι είχαν συμμετοχή, όλοι έριξαν την πέτρα τους. Για το «γενικό καλό» είπαν! Μόνο που πίσω από το γενικό καλό κρύβεται πάντα η ανανέωση της εξουσίας του «πρώτου». Θυσία έγινε η «όμορφη γυναίκα του Πρωτο-μάστορα»
Και ήρθε ο συλλογικός «αλγόριθμος» της παράδοσης που αλυσοδένει τα μυαλά, για να λογοκρίνει την οργή, για να βάλει τη Γυναίκα να καταπιεί την κατάρα της: «Κόρη, τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει». Για να γίνει η ΒΙΑ πλήρης.
Εκείνο το βράδυ πέρασα το φουσκωμένο ποτάμι πατώντας πάνω στο σώμα της αδικοθανατισμένης γυναίκας… Άλλες άγριες βραδιές χάθηκα μέσα στα φουσκωμένα ποτάμια. Πτώμα-λιθάρι έγινα κι εγώ για να χτίσουν άλλοι τη δική τους εξουσία.
Σήμερα η γυναίκα του Πρωτομάστορα σωπαίνει… Την περιμένω. Για να περάσουμε μαζί απέναντι…