- του Νίκου Καρούζου
————————————
Τραυλίζοντας οικουμένη καθώς
η πραγματικότητα χωλαίνει κι όπως
ασπροφωλιάζει η λευτεριά στον άστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τη σώτειρα τήξη.
(Να ιδούμε αν η Άνοιξη θα συνδράμει τα όνειρά μας.)
ΈΝΑΣ ΝΑΥΤΗΣ: Το μυαλό πώς μαλακώνει στα Ουράλια;
ΈΝΑΣ ΆΛΛΟΣ ΝΑΥΤΗΣ: Τι θέλεις να πεις; Δεν κατάλαβα.
μουχλιάζει το τηλέφωνο. ευδαιμονία
– Η εξουσία ολάκερη στα Σοβιέτ! Αυτό είν’ όλο.
ΠΡΑΒΔΑ
– Μπορείς όμως να κόψεις ένα τριαντάφυλλο απ’ τη λέξη τριανταφυλλιά;
– Σε κείνους η ερώτηση.
ΠΡΑΒΔΑ
– Ποια λογική αρχίζει σε κείνους; [Ένας τρίτος ναύτης.] – Εγώ βλέπω άλλο. η λογική της εξουσίας συνεχίζεται.
ΠΡΑΓΜΑΤΙ
– Θα πεθάνουμε ή θα βάλουμε την επανάσταση στο νόημα της!
– Αυτό είν’ όλο.
Νοστάλγησα τα ορυχτά την άφωνη
θηλαστική μου ιερότητα
κι ανατρέχω στον ύπνο που με σώζει
είν’ ο πρόχειρος θάνατος
ένα κλούβιο ρολόι
χωρίς τα πριν και χωρίς τα μετά.
δεν ήρθα δε φεύγω θα σταματήσω.
– Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
– Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.
ΠΡΑΒΔΑ
– Γεννάδη, κάνεις ομοιοκαταληξία με τον Άδη.
– Φθέγγομαι τρόμο. Και επιτέλους τι νομίζεις πως είναι τα ιδανικά; Είν’ όπως αλευρώνουμε τα ψάρια πριν απ’ το τηγάνισμα.
– Εμείς που αληθεύουμε;
– Στην επανάσταση.
ΑΥΤΟ ΕΙΝ’ ΑΛΗΘΕΙΑ
– Για άκου το χτεσινό μου όνειρο. Βρισκόμουνα τάχα στον Όλυμπο. Θέαινες λαλέουσες κοροϊδεύαν αιωνίως του κύκλου την απληστία, μ’ ένα χυδαιότατο φεγγάρι λίγο ψηλότερα. – Δρόμος αμφιλεκτισμού. μετέρχομαι άγνωστο -, είπα. Κι άξαφνα βγαίνουν εμπροστά μου από σκοτεινό χαλκό και νήπια σίδερα ο Ήφαιστος και η Αφροδίτη, τσιτσίδια αιματωμένα. «Τι φαντάστηκες», μου λέει ο Ήφαιστος. «Αυτή η κρυπτογαμική κι ατάσθαλη Κυρία τα κάνει όλα. η κατά βάθος νυμφομανής Ήρα. είναι η σύζυγος-εξουσία κι αναμέλπει λάμψη αμέμπτου ηθικής». – Αφυπνίστηκα ταραγμένος.
Δούλα του φωτός πεταλούδα. φτερά και χνούδι σε εξωφρένεια!
Ο έκλυτος Δίας κρατεί κεραυνούς αναφαίρετους
δίχως ακόμη πυροδότηση
χορταίνοντας όραση βλακείας
καθεζόμενος υπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ’ η μούρη των αλόγων του Φαέθοντα έναντι του κενού με άφρη κοσμικής ύλης.
Ασθενοφόρο γρήγορα για το βασιλέα Ληρ!
Ευωδιάζουμε από τρέλα.
Δεν πιάνουν τα φρένα. χανόμαστε στη διαιρετότητα του Ζήνωνα.
Η ΑΝΝΑ (που πλησιάζει): Τι νέα έχουμε απ’ την πραγματικότητα;
ΝΙΚΟΛΑΪ (σηκώνει το ακουστικό): Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 17 και 21 και τρία δευτερόλεπτα.
ΓΕΝΝΑΔΗΣ: Αχ καημένε! Τα τσιγάρα μονάχαι δύνασαι ν’ αριθμήσεις, όχι το κάπνισμα.
ΝΙΚΟΛΑΪ: Φοβάμαι, σύντροφε. Και η επίθεση επίκειται. Ο Λένιν έχει εμπλακεί στη μοίρα.
– Πανάκριβα ραφτικά.
– Χοϊκή φρενίτιδα.
– Φαλλοκοπία.
– Ουτοπία.
– Μα όμως αναιρέσαμε το δάσος.
– Βροχές μανάδες… Άραχλε!
Να κι ο τρισάθλιος ήλιος! Μια χλεμπόνα
στ’ ουρανού το κατεστημένο.
Αμ’ τι γαρ;
Η αλληλεγγύη των αστεριώνε ξανασπιθίζει
με μηδέν αντίχτυπο.
θυμάμαι κάποτε στη Τζια ένανε γάιδαρο
να τρώει λαμπερές μαργαρίτες.
επιτυχία της μοναξιάς. αυτή ναι πάντα
η κατάσταση.
Να προσπερνάς αυτολεξεί τα νεύρα σου.
– Με σφίγγει μια αλήθεια. της παραδίνομαι. Με σφίγγει μια άλλη. κι αυτηνής της παραδίνομαι. Διατρέχοντας του μυαλού την ωμότητα. Λέω αίμα του ψύλλου κι αμέσως οσφραίνομαι ρούμι.
– Παραδέρνεις. Αλλ’ εμένα τα μάτια μου διεκδικούσαν ενότητα οπτικής. εκκένωση τραγωδίας. Ουδέποτε υπέφερα τις αντιφάσεις. Αμφί και ρέπω, όχι!
– Χρεμετίζεις φαντασία.
[Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου. δεν είχα βιολογικό προηγούμενο. Σούρθηκα στην τρώγλη της απλής αριθμητικής. Εκεί διαλάμποντας ενωτίστηκα κόκαλα.]
Υπερφίαλο φως ισχνότητα του έρωτα!
Τι ναν τα λέμε… Αυτοψυχίατρος είν’ ο ποιητής
με καθαρό οινόπνευμα.
Κυρίως θα λεγα θεοσταγής και προϊούσα σφήκα.
Θα γαλαζώσει πάλι.
– Μα είναι κι ο άλλος έρωτας, ο γενετήσιος.
– Τι να σου κάνει αυτός… Αν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στη μελαγχολία μου.
[Θύμησες αφεύγατες από τότενες που ξέρω τον εαυτό μου. δεν είν’ εύκολο πράγμα η ομορφιά, κι ας είναι τόσο μεταδοτική με λόγια και με θεωρίες. Κι αυτό το χέλι, η αισιοδοξία. γλιστρά πάντοτε στην επόμενη φάση. Θέλει δύστυχο χώμα η ελιά… Το δράμα της ποιότητας.]
Είθε να μην υπήρχα.
μαβής ο χτύπος της καρδιάς. αλητεία.
Κι αν είπα τις προάλλες τη ζωή αντίρρηση του σκούληκα
δεν έπαψε να φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
η απελπισία.
Θες το ζώο θες ο άγιος τίμημα η απουσία.
Κορφόνυχα μες στη φωτιά σε ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου και χρόνια
έκανα γω το μπόι μου βλαστοβολώντας ύψος
χωρίς να συμβουλεύομαι
κακούς ονειροκρίτες και θολά μαντεία.
Δεν αναμέτρησα κινδύνους. αποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στα χρυσάνθεμα ορκίστηκα στη χλόη
Κι όπως ρεκάζει επιστήθιος άνεμος από βροχερά
συμπεράσματα
στα ερυθρά χαλάσματα του ήλιου ξαναφαίνομαι
κι ανιστορώ τα ρόδινα νεφρά μου.
– Κλαίμε δίχως πεντάγραμμο. τα όρνια συνωστίζονται στον αγέρα στροβιλίζοντας ανεπίληπτα τη γεωμετρία. Κυριέψαμε την ελάσσονα λέξη ΣΟΒΙΕΤ –
– Ουαί συντρόφοι μου φαντασιολεξία!
– Ετερολεξία του κόμματος. αντιλέγει ένας ναύτης