- του Arthur Rimbaud
——————–———–
Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ’ ύπουλο σάλτο, χίμηξα σα θηρίο πάνω σ’ όλες
τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μοu.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρελά.
Κι’ η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γελοίο
τού ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν’ αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμποσίου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είν’ η συμπόνια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα…». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στο θάνατο μ’ όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ’ έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ενός κολασμένου.
