Η πάλη ενάντια στο γαλλικό φασισμό σημαίνει πολύ περισσότερα από το «οποιοσδήποτε εκτός από τον Ζεμούρ»

Η πάλη ενάντια στο γαλλικό φασισμό σημαίνει πολύ περισσότερα από το «οποιοσδήποτε εκτός από τον Ζεμούρ»

  • |

Την Τρίτη 30 Νοέμβρη, ο Ερίκ Ζεμούρ ανακοίνωσε ότι θα συμμετέχει στις εκλογές για την προεδρία της Γαλλίας με ένα βίντεο που δεν επιτρέπει αμφιβολίες για το πολιτικό σχέδιο που έχει στο μυαλό του.

Η από­φα­σή του να σκη­νο­θε­τή­σει την ανα­κοί­νω­ση στο στυλ του Σαρλ Ντε Γκολ δεν μπο­ρεί να κρύ­ψει ότι οι ανα­φο­ρές του είχαν πε­ρισ­σό­τε­ρα κοινά με τον Φιλίπ Πετέν, τον ηγέτη του κα­θε­στώ­τος του Βισύ. Από τη σκο­πιά του αντι­φα­σι­σμού, ένας απο­φα­σι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας που χρειά­ζε­ται να απο­τι­μή­σου­με είναι το πώς τους τε­λευ­ταί­ους 3 μήνες, τα ΜΜΕ εκτό­ξευ­σαν τον Ζε­μούρ στο επί­κε­ντρο της γαλ­λι­κής πο­λι­τι­κής σκη­νής.

Ούγκο Παλέτα | μετάφραση Πάνος Πέτρου

Οφεί­λου­με να ξε­κι­νή­σου­με ση­μειώ­νο­ντας ότι –του­λά­χι­στον σύμ­φω­να με τις δη­μο­σκο­πή­σεις– αυτή η πε­ρί­ο­δος χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε από μια αύ­ξη­ση της δυ­νη­τι­κής εκλο­γι­κής βάσης της ακρο­δε­ξιάς. Από 30% πριν το κα­λο­καί­ρι (το άθροι­σμα της πρό­θε­σης ψήφου για την Μαρίν Λεπέν με αυτήν του «εθνι­κο-συ­ντη­ρη­τι­κού» Νι­κο­λά Ντι­πόν-Ενιάν), έχει αυ­ξη­θεί στο 36-37% στις πιο πρό­σφα­τες δη­μο­σκο­πή­σεις (που πε­ρι­λαμ­βά­νουν τον Ζε­μούρ), ένα σκορ στο οποίο θα πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με τους πι­θα­νούς υπο­στη­ρι­κτές του Φλο­ριάν Φι­λι­πό και του Φραν­σουά Ασε­λι­νό. Δεν είναι λοι­πόν και τόσο απί­θα­νο –ανά­λο­γα και τις στρο­φές στο συ­σχε­τι­σμό δύ­να­μης– οι διά­φο­ρες δυ­νά­μεις της ακρο­δε­ξιάς να συ­γκε­ντρώ­σουν αθροι­στι­κά ένα 40% στον πρώτο γύρο του Απρί­λη.

Οφεί­λου­με να πά­ρου­με πολύ σο­βα­ρά αυτή την εκλο­γι­κή με­τα­στρο­φή και την ευ­ρύ­τε­ρη πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση. Η ακρο­δε­ξιά, όπως εκ­προ­σω­πού­ταν από την Λεπέν, τον Ντι­πόν-Ενιάν και τον Ασε­λι­νό, είχε συ­γκε­ντρώ­σει αθροι­στι­κά ένα 27% στον πρώτο γύρο των προ­ε­δρι­κών εκλο­γών του 2017 –το οποίο απο­τε­λού­σε ήδη τότε ιστο­ρι­κό υψηλό. Πρέ­πει επί­σης να συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με τι σή­μαι­νε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το «φράγ­μα» ενά­ντια στην Λεπέν όπως εκ­προ­σω­πή­θη­κε από τον Εμα­νου­έλ Μα­κρόν. Υπό τη δια­κυ­βέρ­νη­ση Μα­κρόν, οι γνώ­ρι­μες νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες και αυ­ταρ­χι­κές πο­λι­τι­κές δη­μιούρ­γη­σαν γνώ­ρι­μα απο­τε­λέ­σμα­τα, με τις φα­σι­στι­κές ή συγ­γε­νι­κές στο φα­σι­σμό ορ­γα­νώ­σεις και ιδέες να συ­νε­χί­ζουν να κερ­δί­ζουν έδα­φος και εκλο­γι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά. Οι πιο βί­αιες ομά­δες έχουν πολ­λα­πλα­σιά­σει τις επι­θέ­σεις τους σε αρι­στε­ρούς, σε φε­μι­νί­στριες και σε αντι­ρα­τσι­στές αγω­νι­στές τους τε­λευ­ταί­ους μήνες.

Βλέ­που­με επί­σης την πρό­ο­δο της ακρο­δε­ξιάς όταν εξε­τά­ζου­με το ση­με­ρι­νό πιο πι­θα­νό σε­νά­ριο για το δεύ­τε­ρο γύρο: άλλη μια αντι­πα­ρά­θε­ση ανά­με­σα στον Μα­κρόν και τη Μαρίν Λεπέν. Η Λεπέν έχει διευ­ρύ­νει το προ­βά­δι­σμά της απέ­να­ντι στους αντα­γω­νι­στές της, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Ζε­μούρ αλλά και των συ­ντη­ρη­τι­κών Ρε­που­μπλι­κα­νών, που ακόμα δεν έχουν επι­λέ­ξει υπο­ψή­φιο [ΣτΜ: το άρθρο γρά­φτη­κε πριν την ανά­δει­ξη της Βα­λε­ρί Πε­κρέζ και της σχε­τι­κής δη­μο­σκο­πι­κή «ώθη­σης» της πα­ρα­δο­σια­κής Δε­ξιάς, βλ. Προ­ε­δρι­κές εκλο­γές στη Γαλ­λία: Υπό­θε­ση ακρο­δε­ξιών και κε­ντρο(;)δε­ξιών] Το κα­λο­καί­ρι, η Λεπέν συ­γκέ­ντρω­νε 40% στις δη­μο­σκο­πή­σεις για το δεύ­τε­ρο γύρο (μια ση­μα­ντι­κή αύ­ξη­ση από το 34% που είχε πάρει το 2017 και πολύ πάνω από το 18% που είχε πάρει ο πα­τέ­ρας της το 2002). Σή­με­ρα [Δε­κέμ­βρης 2021] βρί­σκε­ται στο 45%, πλη­σιά­ζο­ντας τις ιστο­ρι­κά υψη­λές δη­μο­σκο­πι­κές επι­δό­σεις που είχε φτά­σει τους μήνες μετά την τρο­μα­κτι­κή δο­λο­φο­νία του εκ­παι­δευ­τι­κού Σα­μου­έλ Πατί, στο πλαί­σιο μιας ανοι­χτά αντι­δρα­στι­κής επί­θε­σης που πε­ρι­λάμ­βα­νε τους νό­μους του Μα­κρόν για την κα­θο­λι­κή ασφά­λεια, τη νο­μο­θε­σία ενά­ντια στον «ισλα­μι­κό σε­πα­ρα­τι­σμό» και τις επι­θέ­σεις της κυ­βέρ­νη­σης στην «Ισλα­μο-Αρι­στε­ρά».

Είναι πι­θα­νό σή­με­ρα η Λεπέν να επω­φε­λεί­ται από τις ιδε­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πειες αυτής της επί­θε­σης (στην οποία έπαι­ξε κομ­βι­κό ρόλο η κυ­βέρ­νη­ση Μα­κρόν) και από την υπερ­προ­βο­λή του Ζε­μούρ στα ΜΜΕ τους τε­λευ­ταί­ους 3 μήνες. Αλλά μπο­ρού­με επί­σης να υπο­θέ­σου­με ότι επω­φε­λεί­ται από μια εξη­μέ­ρω­ση της δη­μό­σιας ει­κό­νας της, μέσα από την αντι­πα­ρα­βο­λή με τη σκλη­ρή ρη­το­ρι­κή του ακρο­δε­ξιού αντι­πά­λου της περί «έθνους που αυ­το­κτο­νεί». Αυτή η αλ­λα­γή είναι εμ­φα­νής σε μια δη­μο­σκο­πι­κή έρευ­να της Odoxa στα μέσα Νο­έμ­βρη –και τη σύ­γκρι­ση των ευ­ρη­μά­των της με εκεί­να μιας πα­ρό­μοιας έρευ­νας που είχε γίνει το 2014. Σή­με­ρα ο Ζε­μούρ θε­ω­ρεί­ται πολύ πιο πλα­τιά ως «ακρο­δε­ξιός» (+24 μο­νά­δες), «ρα­τσι­στής» (+23 μο­νά­δες), «επι­κίν­δυ­νος» (+23 μο­νά­δες), «μι­σο­γύ­νης» (+15 μο­νά­δες) και «επι­θε­τι­κός» (+9 μο­νά­δες), ενώ η Λεπέν θε­ω­ρεί­ται λι­γό­τε­ρο «επι­θε­τι­κή» και «ρα­τσί­στρια» από ό,τι 7 χρό­νια πριν.

Ένας άλλος ση­μα­ντι­κός πα­ρά­γο­ντας είναι το πώς η μι­ντια­κή και δη­μο­σκο­πι­κή εκτό­ξευ­ση του Ζε­μούρ επι­τά­χυ­νε τη στρο­φή της πα­ρα­δο­σια­κής αστι­κής Δε­ξιάς προς ακραί­ες θέ­σεις. Οι προ­κρι­μα­τι­κές για τον υπο­ψή­φιο των Ρε­που­μπλι­κά­νων εξε­λί­χθη­καν σχε­δόν απο­κλει­στι­κά στο «Ζε­μου­ρια­νό» έδα­φος της «απει­λού­με­νης» και «βυ­θι­ζό­με­νης» Γαλ­λί­ας που βρί­σκε­ται στα πρό­θυ­ρα της «εξο­λό­θρευ­σης» εξαι­τί­ας της υπερ­βο­λι­κής με­τα­νά­στευ­σης, της εν­δη­μι­κής εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας κλπ. Δεν πρό­κει­ται απλά ή κυ­ρί­ως για το γε­γο­νός ότι ένας από τους υπο­ψη­φί­ους –ο Ερίκ Σιοτί– επι­χεί­ρη­σε να μι­μη­θεί τις θέ­σεις του Ζε­μούρ, φτά­νο­ντας να υιο­θε­τή­σει τη ρα­τσι­στι­κή θε­ω­ρία συ­νω­μο­σί­ας περί «Με­γά­λης Αντι­κα­τά­στα­σης». Είναι το γε­γο­νός ότι όλες οι υπο­ψη­φιό­τη­τες είχαν εναρ­μο­νι­στεί με το εγ­χει­ρί­διο του Ζε­μούρ, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Μισέλ Μπαρ­νιέρ, ο οποί­ος αρ­χι­κά έδει­χνε ο πιο κε­ντρώ­ος.

Με αυτή την έν­νοια, ο Στά­θης Κου­βε­λά­κης είχε ασφα­λώς δίκιο να εκτι­μή­σει ότι ο Ζε­μούρ έχει ήδη κερ­δί­σει μέσα από τη διά­χυ­ση των ιδεών του στο πο­λι­τι­κό φάσμα (ακόμα κι αν η ίδια του η υπο­ψη­φιό­τη­τα απο­δει­χθεί απο­τυ­χη­μέ­νη). Και η ύπαρ­ξη της μα­κρο­νι­κής Δε­ξιάς δεν δια­ψεύ­δει αυτό το επι­χεί­ρη­μα, έχο­ντας στα 4 χρό­νια εξου­σί­ας της αντλή­σει ση­μα­ντι­κά από τις εμ­μο­νές, τη ρη­το­ρι­κή και τις προ­τά­σεις της ακρο­δε­ξιάς.

Μπο­ρού­με να αντι­λη­φθού­με ότι το «οποιοσ­δή­πο­τε εκτός από τον Ζε­μούρ» θα ήταν μια αδιέ­ξο­δη στρα­τη­γι­κή για του­λά­χι­στον δύο λό­γους.

Ο πρώ­τος είναι ότι μια τέ­τοια στρα­τη­γι­κή υπο­τι­μά τον κίν­δυ­νο που συ­νε­χί­ζει να απο­τε­λεί ο Εθνι­κός Συ­να­γερ­μός (RN, πρώην Εθνι­κό Μέ­τω­πο, FN) και συ­σκο­τί­ζει το γε­γο­νός ότι το πο­λι­τι­κό του σχέ­διο δεν είναι λι­γό­τε­ρο κα­τα­πιε­στι­κό από του Ζε­μούρ. Οι επα­νει­λημ­μέ­νες εκ­κλή­σεις της Λεπέν στον Ζε­μούρ να εντα­χθεί στη δική της κα­μπά­νια, απο­δει­κνύ­ουν ότι δεν έχουν δια­φω­νί­ες ου­σί­ας, παρά μόνο στρα­τη­γι­κής. Οι οπα­δοί της Λεπέν επι­μέ­νουν –και δί­καια– ότι όλα όσα εκ­φρά­ζει ο Ζε­μούρ έχουν ήδη προ­ω­θη­θεί από το FN ή RN τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες. Αυτή η προ­σέγ­γι­ση υπο­τι­μά τη δύ­να­μη του εκλο­γι­κού ρι­ζώ­μα­τος του RN. Αν η Μαρίν Λεπέν δεί­χνει αυτή τη στιγ­μή ικανή να αντέ­ξει το κρας τεστ ενός ακρο­δε­ξιού αντα­γω­νι­στή που υπο­στη­ρί­ζε­ται από μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες μι­ντια­κές αυ­το­κρα­το­ρί­ες της Γαλ­λί­ας, αυτό οφεί­λε­ται στο ότι ο Ζε­μούρ δεν μπό­ρε­σε ποτέ να διεισ­δύ­σει στο λαϊκό τμήμα της εκλο­γι­κής της βάσης (ερ­γά­τες και υπάλ­λη­λοι), όπου η υπο­στή­ρι­ξη στην Λεπέν πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή και ανώ­τε­ρη από τις άλλες υπο­ψη­φιό­τη­τες.

Ο δεύ­τε­ρος λόγος είναι ότι η επι­κέ­ντρω­ση στο φα­σί­στα Ζε­μούρ τεί­νει να συ­σκο­τί­ζει τη ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση των δυ­νά­με­ων της αστι­κής Δε­ξιάς (Μα­κρόν και Ρε­που­μπλι­κά­νοι), των οποί­ων δη­μιούρ­γη­μα είναι και ο δη­μο­σιο­γρά­φος της «Λε Φι­γκα­ρό», αλλά και τις δια­δι­κα­σί­ες εκ­φα­σι­σμού  που έχουν μπει σε κί­νη­ση από τις ισλα­μο­φο­βι­κές, αντι­με­τα­να­στευ­τι­κές και ακραί­ας τάξης κι ασφά­λειας πο­λι­τι­κές των τε­λευ­ταί­ων 20 χρό­νων.

Για την πιο πρό­σφα­τη πε­ρί­ο­δο, μπο­ρού­με να σκε­φτού­με συ­γκε­κρι­μέ­να τους δί­δυ­μους ελευ­θε­ριο­κτό­νους νό­μους (κα­θο­λι­κής ασφά­λειας και κατά του σε­πα­ρα­τι­σμού) που μπό­ρε­σαν να επι­βλη­θούν τόσο εύ­κο­λα (αν όχι χωρίς αντί­δρα­ση) στο πλαί­σιο μιας ξε­διά­ντρο­πης και εκ­βια­σμέ­νης ερ­γα­λειο­ποί­η­σης των τρο­μο­κρα­τι­κών επι­θέ­σε­ων. Αυτή στο­χεύ­ει στη διά­λυ­ση μου­σουλ­μα­νι­κών και αντι­ρα­τσι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων που αντι­στέ­κο­νται στην ισλα­μο­φο­βία (στο όνομα της πάλης ενά­ντια στο «σε­πα­ρα­τι­σμό») και στην απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση της Αρι­στε­ράς (λόγω της υπο­τι­θέ­με­νης συ­νε­νο­χής της, όπως πε­ρι­γρά­φε­ται από τη φράση «ισλα­μο-αρι­στε­ρά» που απο­τε­λεί άμεσο δά­νειο από την ακρο­δε­ξιά ρη­το­ρι­κή).

Κάθε αντι­φα­σι­στι­κή στρα­τη­γι­κή υπο­χρε­ού­ται να αντι­με­τω­πί­ζει τις  πολ­λα­πλές φα­σι­στι­κές δυ­νά­μεις. Αυτό ση­μαί­νει να πο­λε­μά και τους φα­σί­στες που κα­τα­λαμ­βά­νουν το εκλο­γι­κό και θε­σμι­κό έδα­φος και αυ­τούς που επι­διώ­κουν να κυ­ριαρ­χή­σουν στους δρό­μους. Οι δια­δι­κα­σί­ες εκ­φα­σι­σμού –με τη μορφή θε­σμι­κών και ιδε­ο­λο­γι­κών με­τα­σχη­μα­τι­σμών– δη­μιουρ­γούν εύ­φο­ρο έδα­φος για την ανά­πτυ­ξη της ακρο­δε­ξιάς (των ορ­γα­νώ­σε­ων και των ιδεών της).

Στις ση­με­ρι­νές γαλ­λι­κές συν­θή­κες, είναι αρ­κε­τά προ­φα­νές ότι η Ισλα­μο­φο­βία απο­τε­λεί τον βα­σι­κό φορέα από τον οποίο περνά η δια­δι­κα­σία εκ­φα­σι­σμού, μέσω:

-Μιας θε­σμο­ποί­η­σης των δια­κρί­σε­ων (στο όνομα της απει­λής που υπο­τί­θε­ται απο­τε­λεί το Ισλάμ για τη Δη­μο­κρα­τία και τη Γαλ­λία).

-Μιας κα­νο­νι­κο­ποί­η­σης των αυ­θαί­ρε­των δια­δι­κα­σιών που στο­χεύ­ουν ιδιαί­τε­ρα τους Μου­σουλ­μά­νους (από τις εφό­δους στα σπί­τια αν­θρώ­πων μέχρι την απα­γό­ρευ­ση, χωρίς σο­βα­ρή αι­τιο­λό­γη­ση, ορ­γα­νώ­σε­ων που πα­λεύ­ουν ενά­ντια στην Ισλα­μο­φο­βία).

-Μιας «απαν­θρω­ποί­η­σης» των λαών του Πα­γκό­σμιο Νότου που επι­διώ­κουν να φτά­σουν στην Ευ­ρώ­πη (με τον ισχυ­ρι­σμό ότι είναι Μου­σουλ­μά­νοι και συ­νε­πώς δυ­νη­τι­κή απει­λή).

-Μιας ανό­δου της συ­νω­μο­σιο­λο­γι­κής εκ­δο­χής της Ισλα­μο­φο­βί­ας που δίνει προ­λη­πτι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση στις πο­λι­τι­κές εθνο­κά­θαρ­σης που προ­ω­θεί ρητά ο Ζε­μούρ (τι άλλο εκτός από εθνο­κά­θαρ­ση θα μπο­ρού­σε να είναι το πο­λι­τι­κό σχέ­διο όσων πι­στεύ­ουν στα σο­βα­ρά ότι η Γαλ­λία είναι κα­τε­χο­μέ­νη, κυ­ριαρ­χού­με­νη, εποι­κι­σμέ­νη κλπ από Μου­σουλ­μά­νους;).

Όλα αυτά ση­μαί­νουν ότι ο αγώ­νας ενά­ντια στην Ισλα­μο­φο­βία είναι κε­ντρι­κός στον αντι­φα­σι­στι­κό αγώνα στη Γαλ­λία –και αναμ­φί­βο­λα σε όλη τη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη. Οι συν­θή­κες διε­ξα­γω­γής αυτού του αγώνα έχουν γίνει πολύ δύ­σκο­λες στη Γαλ­λία, καθώς πλέον αντι­με­τω­πί­ζει και το στιγ­μα­τι­σμό από τα ΜΜΕ αλλά και ποι­νι­κές διώ­ξεις. Ο τρό­πος με τον οποίο το Συμ­βού­λιο της Επι­κρα­τεί­ας ενέ­κρι­νε πρό­σφα­τα την απα­γό­ρευ­ση της δρά­σης της Συλ­λο­γι­κό­τη­τας Ενά­ντια στην Ισλα­μο­φο­βία στη Γαλ­λία (CCIF) είναι, με αυτή την έν­νοια, μια προει­δο­ποί­η­ση για όλες τις συλ­λο­γι­κό­τη­τες που αγω­νί­ζο­νται ενά­ντια στην κα­τα­πί­ε­ση. Όπως το έθεσε μια ανα­κοί­νω­ση δια­μαρ­τυ­ρί­ας για την απα­γό­ρευ­ση:

«Με μια πε­ρί­ερ­γη δια­στρο­φή, η διά­λυ­ση της CCIF εγκρί­θη­κε με επί­κλη­ση στο γε­γο­νός ότι επει­δή αγω­νί­ζε­ται -νό­μι­μα- ενά­ντια στις δια­κρί­σεις και το μίσος κατά των Μου­σουλ­μά­νων, είναι η ίδια ένοχη δια­κρί­σε­ων και μί­σους… Πράγ­μα­τι, σύμ­φω­να με το Συμ­βού­λιο της Επι­κρα­τεί­ας, “η κρι­τι­κή χωρίς απο­χρώ­σεις” στις πο­λι­τι­κές και τους νό­μους του δη­μο­σί­ου που θε­ω­ρεί κά­ποιος ότι κά­νουν δια­κρί­σεις, ση­μαί­νει ότι εξω­θεί τα θύ­μα­τα της υπο­τι­θέ­με­νης διά­κρι­σης στον ολι­σθη­ρό δρόμο της ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης και τα προ­σκα­λεί να αγνο­ή­σουν τους νό­μους της Δη­μο­κρα­τί­ας».

Η άνο­δος του νε­ο­φα­σι­σμού προ­έρ­χε­ται από μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη κρίση ηγε­μο­νί­ας –δη­λα­δή, από την εξα­σθέ­νη­ση της ικα­νό­τη­τας της γαλ­λι­κής άρ­χου­σας τάξης να απο­σπά­σει τη συ­ναί­νε­ση της πλειο­ψη­φί­ας του πλη­θυ­σμού στις (νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες) πο­λι­τι­κές της και από την απο­διάρ­θρω­ση της σχέ­σης με­τα­ξύ εκ­προ­σω­πού­με­νων και εκ­προ­σώ­πων (όπως απο­τυ­πώ­νε­ται στην απο­δυ­νά­μω­ση των κομ­μά­των, την αύ­ξη­ση της απο­χής κλπ). Αλλά αντλεί του­λά­χι­στον εξί­σου και από την κρίση μιας εναλ­λα­κτι­κής στο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κα­πι­τα­λι­σμό, δη­λα­δή από μια κρίση της Αρι­στε­ράς (αν με αυτό τον όρο εν­νο­ού­με δυ­νά­μεις που δεν έχουν εγκα­τα­λεί­ψει την αμ­φι­σβή­τη­ση του κα­πι­τα­λι­σμού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο).

Σε συν­δυα­σμό με την πα­ρακ­μή της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των, η κρίση ηγε­μο­νί­ας θα μπο­ρού­σε να έχει απο­τε­λέ­σει (ή μπο­ρεί ακόμα να απο­τε­λέ­σει) ένα ευ­νοϊ­κό έδα­φος για την ανα­γέν­νη­ση δυ­νά­με­ων που θα προ­ω­θούν μια τέ­τοια εναλ­λα­κτι­κή. Πράγ­μα­τι, έχου­με δει να συμ­βαί­νει μια τέ­τοια ανα­γέν­νη­ση με τη μορφή εκλο­γι­κών επι­τυ­χιών ορ­γα­νώ­σε­ων όπως ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, οι Πο­δέ­μος, η Ανυ­πό­τα­κτη Γαλ­λία, και προ­σω­πι­κο­τή­των όπως ο Μπέρ­νι Σά­ντερς και ιδιαί­τε­ρα ο Τζέ­ρε­μι Κόρ­μπιν, που αμ­φι­σβή­τη­σαν την ηγε­μο­νία της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης «Αρι­στε­ράς» μέσα στο Δη­μο­κρα­τι­κό και στο Ερ­γα­τι­κό κόμμα αντί­στοι­χα. Αλλά αυτές οι επι­τυ­χί­ες ήταν εφή­με­ρες και δεν απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­καν -για διά­φο­ρους λό­γους- σε ορ­γα­νώ­σεις ικα­νές να ανα­δη­μιουρ­γή­σουν ορ­γα­νι­κούς, αν­θε­κτι­κούς δε­σμούς με την ερ­γα­τι­κή τάξη.

Στην πε­ρί­πτω­ση της Γαλ­λί­ας, τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα είναι δυ­να­μι­κά (σε σύ­γκρι­ση με τη Βρε­τα­νία και τη Γερ­μα­νία, για να πα­ρα­μεί­νου­με στο έδα­φος της Δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης), όπως και η κρι­τι­κή σκέψη. Αλλά η πο­λι­τι­κή Αρι­στε­ρά δεν έχει κα­τα­φέ­ρει τα τε­λευ­ταία 20 χρό­νια να συμ­βά­λει στην εμ­φά­νι­ση ενός απε­λευ­θε­ρω­τι­κού σχε­δί­ου ικα­νού να αντα­γω­νι­στεί για την ηγε­μο­νία με το ζευ­γά­ρι που απο­τε­λεί­ται από το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο ακραίο κέ­ντρο και τη νε­ο­φα­σι­στι­κή ακρο­δε­ξιά. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν ότι η Αρι­στε­ρά, χωρίς το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα (ΣΚ) –του οποί­ου η κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή από το 2012 ως το 2017 κι­νή­θη­κε πλή­ρως σε δεξιό έδα­φος- συ­γκέ­ντρω­σε μόνο 21,3% στον πρώτο γύρο των προ­ε­δρι­κών εκλο­γών (και μόνο 27,7% αν συ­μπε­ρι­λά­βου­με και τον υπο­ψή­φιο του ΣΚ, Μπε­νουά Αμόν). Ωστό­σο, μπο­ρεί να βρε­θεί σε ακόμα χα­μη­λό­τε­ρο επί­πε­δο το 2022.

Σε όλες τις δη­μο­σκο­πή­σεις, η Αρι­στε­ρά κα­τα­γρά­φει τα χα­μη­λό­τε­ρα απο­τε­λέ­σμα­τα στην ερ­γα­τι­κή τάξη –χει­ρώ­να­κτες και υπάλ­λη­λοι μαζί, που απο­τε­λούν πε­ρί­που το 50% του οι­κο­νο­μι­κά ενερ­γού πλη­θυ­σμού. Θα μπο­ρού­σε κα­νείς να κα­τα­φύ­γει στην πα­ρη­γο­ρη­τι­κή σκέψη ότι αυτό το φαι­νό­με­νο θα κα­τα­στεί­λει τις εκλο­γι­κές αυ­τα­πά­τες, θα απε­λευ­θε­ρώ­σει την ερ­γα­τι­κή μα­χη­τι­κό­τη­τα και θα ανοί­ξει το δρόμο προς την εξέ­γερ­ση. Αλλά δεν βλέ­που­με να συμ­βαί­νει αυτό ιστο­ρι­κά: οι πε­ρισ­σό­τε­ρες με­γά­λες στιγ­μές μα­ζι­κής κοι­νω­νι­κής σύ­γκρου­σης, όπου τέ­θη­κε συ­γκε­κρι­μέ­να το ζή­τη­μα της επα­να­στα­τι­κής ρήξης, ήταν επί­σης στιγ­μές όπου η πο­λι­τι­κή Αρι­στε­ρά κα­τόρ­θω­νε να συ­γκε­ντρώ­σει την εκλο­γι­κή στή­ρι­ξη με­γά­λου τμή­μα­τος των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων και να χτί­σει με­γά­λες και αγω­νι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις ικα­νές να ανα­πλά­θουν την «κοινή λο­γι­κή» που επι­κρα­τεί στην ερ­γα­τι­κή τάξη από τα μέσα της.

Είναι αυτή η αντι-ηγε­μο­νι­κή δυ­να­τό­τη­τα –αυτός ο ορ­γα­νι­κός δε­σμός με την ερ­γα­τι­κή τάξη– που έχει χαθεί. Η χί­μαι­ρα μιας «ένω­σης της Αρι­στε­ράς» ή «προ­κρι­μα­τι­κών εκλο­γών του λαού», με την ελ­πί­δα να συ­γκε­ντρώ­σει όλες τις υπάρ­χου­σες ορ­γα­νώ­σεις πίσω από μια κοινή υπο­ψη­φιό­τη­τα και έτσι να αθροί­σει τα (μικρά) τους σκορ, δεν θα μας βγά­λει από το βάλτο που βρι­σκό­μα­στε. Τα προ­βλή­μα­τα είναι πολύ βα­θύ­τε­ρα και θα χρεια­στούν αντι­με­τώ­πι­ση στη δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δο μπρο­στά μας. Η ενό­τη­τα είναι ανα­γκαία πο­λι­τι­κά (και εκλο­γι­κά), αλλά οφεί­λει να επι­σφρα­γί­ζε­ται από την κοινή βάση ενός σχε­δί­ου ρήξης –και όχι ένα θολό πρό­γραμ­μα στο πλευ­ρό δυ­νά­με­ων και προ­σώ­πων που συ­νέ­βα­λαν στην κα­τα­στρο­φι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση Φραν­σουά Ολάντ και θέ­λουν λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο μια ανα­νέ­ω­ση των ίδιων νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών.

Είναι πράγ­μα­τι ανα­γκαίο να οι­κο­δο­μή­σου­με πλα­τιές κι­νη­το­ποι­ή­σεις ενά­ντια στον Ζε­μούρ και το σχέ­διό του, όπως αυτήν την Κυ­ρια­κή στο Πα­ρί­σι (και όπως έκανε την πε­ρα­σμέ­νη βδο­μά­δα ο λαός της Μασ­σα­λί­ας). Αλλά αυτή η κι­νη­το­ποί­η­ση δεν πρέ­πει να εστιά­ζει υπερ­βο­λι­κά σε αυτό το απει­λη­τι­κό άτομο, με αντί­τι­μο να αφή­νει ανοι­χτό γή­πε­δο στην Λεπέν και το RN, ή να υπο­τι­μά την ανα­γκαία πάλη ενά­ντια σε όλα όσα διευ­κό­λυ­ναν την άνοδο του Ζε­μούρ. Αυτό ση­μαί­νει να αγω­νι­στού­με ενά­ντια στην κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση (και τη ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση) της Ισλα­μο­φο­βί­ας στα ανώ­τε­ρα επί­πε­δα του κρά­τους, όπως και στα ΜΜΕ, και να αντι­στα­θού­με στον κρα­τι­κό αυ­ταρ­χι­σμό που εκ­φρά­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά στη μοίρα που έχει επι­βλη­θεί στους με­τα­νά­στες και στην επι­τή­ρη­ση των ερ­γα­τι­κών και με­τα­να­στευ­τι­κών γει­το­νιών.

Τέλος, αν θέ­λου­με να πε­τύ­χου­με μό­νι­μες νίκες ενά­ντια στο φα­σι­σμό και την άνοδό του, δεν μπο­ρού­με να εί­μα­στε ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι με απο­σπα­σμα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις ή με το να απω­θή­σου­με την υπο­ψη­φιό­τη­τα του Ζε­μούρ. Δεν μπο­ρού­με να απο­φύ­γου­με την ανά­γκη ανοι­κο­δό­μη­σης μιας μα­ζι­κής ορ­γά­νω­σης, ικα­νής να προ­ω­θή­σει μια πο­λι­τι­κή εναλ­λα­κτι­κή στον φυ­λε­τι­κό, πα­τριαρ­χι­κό κα­πι­τα­λι­σμό –και στις λαϊ­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις όπως και στις εκλο­γές.

rproject.gr/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος