Μία από τις «αυτοτιμωρίες» της Δύσης για την άφρονα πολιτική της αναφορικά με τη σύρραξη στην Ουκρανία, αλλά και στην ενεργειακή πολιτική της, είναι η έλλειψη καταρχάς και η ακρίβεια ως συνέπεια στις πρώτες ύλες. Ελλείψεις και ακρίβεια όχι μόνο στην καύσιμη ύλη και στα τρόφιμα, αλλά κυρίως σε κρίσιμα για την παραγωγή σπάνια μέταλλα και ορυκτά, που είναι απαραίτητα για την τεχνολογική παραγωγή και την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων, από την αυτοκινητοβιομηχανία και τις τηλεπικοινωνίες και τα κινητά τηλέφωνα , ως την «πράσινη ενέργεια».
Η Ρωσία, χώρα από την οποία εξάγεται μέγα ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής σε σπάνιες γαίες και μέταλλα και κατά δεύτερο λόγο η Κίνα, έχουν μείνει λόγω των κυρώσεων ή της στοχευμένης απομόνωσής τους απρόσιτες για τις καινοτόμες επιχειρήσεις στη Δύση, που βλέπουν η παραγωγή τους να υποφέρει από αυτή την έλλειψη. Για τον λόγο αυτό, ο δυτικός επιχειρηματικός κόσμος έχει αναγκασθεί να στρέψει το βλέμμα του (και τις αρπαγές του) σε κράτη που ίσαμε σήμερα περιορούσε, περιθωριοποιούσε και σκόπιμα υποβάθμιζε στην τάξη του «παρία» της διεθνούς κοινότητας.
Ένα από αυτά τα κράτη είναι και η Σερβία, η οποία ξαφνικά χάρις στα μεγάλα κοιτάσματα λιθίου έχει γίνει μήλο της έριδος ανάμεσα στις πολυεθνικές και την Κίνα. Το λίθιο είναι το βασικό στοιχείο για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα ενόψει της αλλαγής παραδείγματος υπέρ της εναλλακτικής ενέργειας και ηλεκτροκίνησης που έχει εξαγγείλει η Ε.Ε.. Φιλοδοξία που δεν μένει μόνο στην παραγωγή ή την αυτονομία, αλλά αποβλέπει και στη δυνατότητα της ηπείρου έως το 2025 να μετατραπεί στη δεύτερη περιοχή στον κόσμο ικανή να παράγει μπαταρίες λιθίου, αμέσως μετά την Κίνα. Πράγμα πολύ δύσκολο, δεδομένου ότι σήμερα η Ευρώπη εισάγει αυτό το στοιχείο από το εξωτερικό.
Ακριβώς για αυτόν τον λόγο τα κοιτάσματα λιθίου στη Σερβία είναι ένα ζωτικής σημασίας asset, που ήδη μεγάλες εταιρείες, όπως η αγγλοαυστραλιανή (και εν μέρει αμερικανική) πολυεθνική Rio Tinto έχει σπεύσει να εκμεταλλευθεί το κολοσσιαίο κοίτασμα στο Γιάνταρ, με μία συμφωνία 2,4 δισεκ. δολαρίων. Η επένδυση είναι τεράστιας σημασίας και η εταιρεία έχει συνάψει ήδη συμφωνίες με μερικές από τις σημαντικότερες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, δηλαδή τις Daimler, Volkswagen και BMW.
Βέβαια θα αναρωτηθεί κάποιος πώς και γιατί η εταιρεία τούτη τόλμησε να επενδύσει στη Σερβία, μία χώρα που επί δεκαετίες η Ε.Ε. έχει απωθήσει ως «ανυπότακτη» από τους κόλπους της, την ώρα που προσεγγίζει (όχι καθ’ υπερβολήν) «εγκληματικά» μορφώματα – βλέπε Κόσοβο που σήμερα κατηγορείται για προσέγγιση με τη Μόσχα. Η απάντηση ήταν πως μέχρι πρότινος, ακριβώς επειδή η επένδυση ήταν τόσο μεγάλη, η σερβική κυβέρνηση έκλεινε τα μάτια, φυσικά και κάτω από τις μεγάλες πιέσεις που της ασκούνταν από την Ε.Ε. και τα άλλα συμφέροντα. Τα πρόσωπα-κλειδιά στην υπόθεση ήταν ο δεύτερος γραμματέας της αυστραλιανής πρεσβείας Μάικ Σιράτ και ο Αμερικανο-Κενυάτης Στίβεν Νντέγκουα (Stephen Ndegwa), πρώην διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας στη Σερβία.
Ένα άλλο ισχυρό κίνητρο για την επένδυση, πέρα από την πιεστική ανάγκη των Σέρβων για ξένα κεφάλαια σε μία απομονωμένη χώρα, ήταν και η (σχετική) έλλειψη ενός σημαντικού οικολογικού-περιβαλλοντικού κινήματος και μίας κοινωνίας των πολιτών, που η αντιθέτως χρεία την αναγκάζει να δέχεται τη σπατάληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Η εξόρυξη λιθίου στη Σερβία έπρεπε να πληροί τη χρυσή εξίσωση για μεγιστοποίηση των κερδών μέσα από την ελαχιστοποίηση τυχόν κινδύνων κάθε είδους. Σε τελική ανάλυση, αυτό αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο που καταδεικνύει την πλήρη εξάρτηση της Σερβίας όχι μόνο από ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και από μη ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Κίνα.
Ωστόσο, παρά την εκκίνησή της με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, η επένδυση – ιδίως μετά την εκλογή του Βούτσιτς στην προεδρία της χώρας – συνάντησε απρόβλεπτες δυσκολίες. Τον περασμένο Ιανουάριο, η σερβική κυβέρνηση ανακάλεσε την άδεια εξόρυξης που είχε παραχωρήσει στη Rio Tinto. Η κύρια αιτία, που η εταιρεία ουδέποτε θα μπορούσε να υποπτευθεί, ήταν ο αποκλεισμός του Νόβακ Τζόκοβιτς από το τουρνουά τένις της Αυστραλίας, που προκάλεσε ρήξη στις σχέσεις Βελιγραδίου και Καμπέρας και πυροδότησε την αγανάκτηση και τον εθνικισμό των Σέρβων. Τεράστιες διαδηλώσεις ενάντια στη Rio Tinto διοργανώθηκαν στην πρωτεύουσα και το Νόβι Σαντ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Στη διάρκειά τους αναδύθηκε και η οικολογική συνείδηση του πληθυσμού καθώς πολλές οργανώσεις προέβαλλαν τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία που εγκυμονεί η ανεξέλεγκτη εξόρυξη λιθίου. Η διεθνής εμπειρία και οι αντιδράσεις κατοίκων στην Αργεντινή, τη Χιλή και τη Βολιβία, για τις μεθόδους εξόρυξης που ακολουθούν οι εταιρείες αναδείχθηκαν και στην περίπτωση της κοιλάδας του Γιάνταρ. Οι πάντες στη Σερβία πληροφορήθηκαν την καταστροφή δύο ιερών τοποθεσιών των Αβορίγινων στην Αυστραλία για να δημιουργηθούν δύο ορυχεία της Rio Tinto. Μετά την ανάκληση της άδειας, η μετοχή της εταιρείας έχασε ένα 4%.
Στο μεταξύ, ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία και η τιμή των σπάνιων μετάλλων και των πρώτων υλών εκτινάχθηκε ιδίως του λιθίου, απαραίτητου για τις μπαταρίες και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Μόνο που στην περίπτωση αυτή, η Σερβία αποτελεί ένα πρόβλημα για την Ε.Ε. εξαιτίας των αδιατάρακτων σχέσεων που διατηρεί το Βελιγράδι με τη Μόσχα. Την ώρα που όλη η Ευρώπη αυτοτιμωρείται με τις κυρώσεις που εφαρμόζει ενάντια στη Ρωσία, στερούμενη την απαραίτητη ενέργεια και τις πρώτες ύλες που χρειάζεται για την παραγωγή της, η Σερβία κατά το παράδειγμα της Ουγγαρίας μολονότι έχει καταδικάσει την εισβολή στην Ουκρανία αρνείται να συμμετάσχει στις κυρώσεις. Έχοντας πετύχει φθηνότερη παροχή ρωσικού φυσικού αερίου, επωφελούμενη και από το ευρωπαϊκό εμπάργκο για να αυξήσει τις εμπορικές σχέσεις, το Βελιγράδι συνεχίζει να συσφίγγει τις επαφές με τη Μόσχα. Πρόσφατα, ο υπουργός Εσωτερικών Βούλιν συναντήθηκε με τον Σεργκέι Λαβρόφ στη Μόσχα, επικρίνοντας την Ε.Ε. και τις βαλκανικές χώρες που δεν επέτρεψαν στο αεροσκάφος του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών να διέλθει από αυτές για να επισκεφθεί το Βελιγράδι.
Τη στιγμή που η Ευρώπη έχει ανάγκη τη Σερβία για το λίθιο, το Βελιγράδι αποδεικνύεται ένας γρίφος και ένα πρόβλημα για την ομοφωνία στα Βαλκάνια, αλλά και για την εξασφάλιση του απαραίτητου λιθίου. Την ίδια στιγμή, εξαιτίας του πώς έχουν διαμορφωθεί οι διεθνείς σχέσεις εξαιτίας της Ουκρανίας, υπάρχει κίνδυνος η Σερβία να παραδοθεί στον μεγάλο ανταγωνιστή των δυτικών πολυεθνικών: την Κίνα, η οποία καραδοκεί για νέα κοιτάσματα, που θα της εξασφαλίζουν την αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία της στον τομέα.
Με το φόβο των Ιουδαίων, από τον Μάιο η Rio Tinto έχει επανέλθει και προσπαθεί να αναθερμάνει τις επαφές της με τη σερβική κυβέρνηση, ποντάροντας στο γεγονός ότι οι πληθωριστικές πιέσεις και ο φόβος για μία πιθανή απομόνωση από την υπόλοιπη Ευρώπη θα αναγκάσουν το Βελιγράδι να αναθεωρήσει την απόφασή του. Ούτως η άλλως, η Σερβία τα τελευταία χρόνια με τον ένα τρόπο ή τον άλλο έχει αρχίσει να εκχωρεί μεγάλο τμήμα από την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της.
kosmodromio.gr/