Γούντεντ Νι: Η τελευταία μαζική σφαγή Ινδιάνων

Γούντεντ Νι: Η τελευταία μαζική σφαγή Ινδιάνων

  • |

Στις 29 Δεκέμβρη του 1890, στο Γούντεντ Νι (Wounded Knee) στη Νότια Ντακότα, διαδραματίστηκε η τελευταία μαζική σφαγή που διέπραξε ο αμερικανικός στρατός εναντίον των Ινδιάνων.

Η σφαγή του Γούντετ Νι αποτέλεσε και το τελευταίο σημαντικό επεισόδιο στη σύγκρουση ανάμεσα στους ιθαγενείς και την αμερικανική κυβέρνηση, της οποίας η προσπάθεια να περιορίσει και να υποτάξει τους Ινδιάνους κλιμακώθηκε σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η προσπάθεια αυτή ήρθε σε σύγκρουση με την αποφασιστικότητα των ιθαγενών να διατηρήσουν τα εδάφη τους, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο και συγκρούσεις.

Η Συνθήκη του Φορτ Λάραμι

Οι συγκρούσεις προσωρινά σταμάτησαν, με τη σύναψη της Συνθήκης του Φορτ Λάραμι ανάμεσα στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και την ινδιάνικη φυλή Σιού, τον Απρίλη του 1868. Στην πραγματικότητα ήταν μια συνθήκη υποταγής, καθώς ανάγκαζε τους Ινδιάνους να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους και να μετακινηθούν δυτικότερα σε καταυλισμούς. Έτσι, όλες οι ινδιάνικες φυλές εγκατέλειψαν τις περιοχές στις οποίες ζούσαν, διατήρησαν όμως το δικαίωμα του κυνηγιού και της αλιείας σε αυτά.

Σαν αντάλλαγμα, η αμερικανική κυβέρνηση δημιούργησε το Μεγάλο Καταφύγιο των Σιού, το οποίο αποτελούνταν από ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτείας της Νότιας Ντακότα, συμπεριλαμβανομένων των Μαύρων Λόφων, οι οποίοι θεωρούνταν ιεροί για τους Σιού.

Το 1874 η Συνθήκη του Φορτ Λάραμι πρακτικά ακυρώθηκε, καθώς εταιρείες εξόρυξης ανακάλυψαν χρυσό στους Μαύρους Λόφους. Σύντομα, οι ιεροί Μαύροι Λόφοι γέμισαν ανθρακωρύχους, οι οποίοι μάλιστα προστατεύονταν από τον αμερικανικό στρατό.

Η εισβολή ακολουθήθηκε από συγκρούσεις ανάμεσα στον στρατό και τους Ινδιάνους που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τη γη και τον τρόπο ζωής τους. Ηγετικές φιγούρες αυτού του αγώνα ήταν ο Crazy Horse (Τρελό Άλογο) και ο Sitting Bull (Καθιστός Ταύρος) οι οποίοι βοήθησαν να ενωθούν οι ινδιάνικες φυλές των Σιου, Τσεγιέν και Αραπάχο και να πολεμήσουν εναντίον του αμερικανικού στρατού. Αυτό οδήγησε στη μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν το 1876, όπου οι τρεις ινδιάνικες φυλές νίκησαν τον στρατηγό George Armstrong Custer και το 7ο Ιππικό του.

Παρά  την αποφασιστικότητα, παρά την επιτυχία στη μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν, το 1877 η αμερικανική κυβέρνηση κατάφερε να κατασχέσει τη γη, αφού ενίσχυσε σημαντικά τις δυνάμεις του στρατού, προκειμένου να καταπνίξει την αντίσταση των Ινδιάνων. Αυτό είχε σαν συνέπεια να σπάσει το Μεγάλο Καταφύγιο των Σιού σε έξι μικρότερους καταυλισμούς. Ο ζωτικός χώρος των Ινδιάνων άρχισε να συρρικνώνεται, τα θηράματα λιγόστευαν, ενώ την ίδια στιγμή η γη γινόταν όλο και πιο άγονη.

Ο «Χορός των Φαντασμάτων»

Οι διωγμοί δεκαετιών και η απελπισία οδήγησαν στη δημιουργία του «Χορού των Φαντασμάτων», ενός πνευματικού χορού που γρήγορα εξαπλώθηκε ανάμεσα στις φυλές των Ινδιάνων. Ο χορός αναπτύχθηκε από τον Βόβοκα, έναν Ινδιάνο από τη Νεβάδα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι τον διδάχτηκε σε ένα όραμα. Σύμφωνα με το όραμα, ο χορός θα εξολόθρευε τον λευκό άνθρωπο, θα έκανε να επανέλθουν οι αριθμοί των αποδεκατισμένων κοπαδιών βουβαλιών και θα αποκαθιστούσε την παραδοσιακή ζωή.

Θορυβημένη η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξέλαβε τον «Χορό των Φαντασμάτων» ως πολεμικό χορό και απειλή. Έτσι ξεκίνησε ένα κυνήγι εναντίον των ηγετικών μορφών των Ινδιάνων. Στις 15 Δεκεμβρίου του 1890, σαράντα αστυνομικοί πολιόρκησαν το σπίτι του Καθιστού Ταύρου για να τον συλλάβουν και όταν προσπάθησε να ξεφύγει, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.

Η σφαγή

Στις 29 Δεκέμβρη, 500 στρατιώτες του 7ου Ιππικού περικύκλωσαν έναν καταυλισμό Ινδιάνων την ώρα που χόρευαν τον Χορό των Φαντασμάτων και τους ζήτησαν να παραδώσουν τα όπλα τους. Ένας κουφός Ινδιάνος, με το όνομα Black Coyote (Μαύρο Κογιότ), δεν άκουσε την εντολή, αρνήθηκε να παραδώσει το όπλο του και μετά από πάλη, το όπλο εκπυρσοκρότησε.

Οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν τους ανυπεράσπιστους Ινδιάνους. Όταν τελείωσε η σφαγή, τουλάχιστον 300 Ινδάνοι είχαν σκοτωθεί, και 50 είχαν τραυματιστεί, ενώ 26 μέλη του Ιππικού σκοτώθηκαν και 39 τραυματίστηκαν.

Ο American Horse (Αμερικάνικο Άλογο), αρχηγός της φυλής Ογκλάλα, περιέγραψε την αγριότητα με την οποία έδρασε το 7ο Ιππικό:

«Υπήρχε μια γυναίκα με ένα βρέφος στην αγκαλιά της που σκοτώθηκε καθώς σχεδόν άγγιξε τη σημαία της εκεχειρίας … Μια μητέρα πυροβολήθηκε με το βρέφος της, το παιδί δεν γνώριζε ότι η μητέρα του ήταν νεκρή και εξακολουθούσε να θηλάζει … Οι γυναίκες καθώς έφευγαν με τα μωρά τους σκοτώθηκαν μαζί … και αφού σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι, ακούστηκε μια κραυγή ότι όσοι δεν είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί θα έπρεπε να βγουν μπροστά και θα ήταν ασφαλείς. Μικρά αγόρια … βγήκαν από τα καταφύγιά τους, και μόλις ήρθαν σε οπτική επαφή ένας αριθμός στρατιωτών τα περικύκλωσε και τα έσφαξε».

Μετά τη σφαγή, η αμερικανική κυβέρνηση για επιβράβευση έδωσε 20 μετάλλια τιμής σε μέλη του 7ου ιππικού.

Υποκρισία και διαχρονική καταπίεση

90 χρόνια μετά τη σφαγή στο Γούντεντ Νι, το 1980, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, στην υπόθεση Ηνωμένες Πολιτείες κατά του Ινδιάνικου Έθνους Σιου, έκρινε ότι η κατάσχεση των Μαύρων Λόφων ήταν πράγματι παράνομη και ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έπρεπε να πληρώσει 15,5 εκατομμύρια δολάρια στους Ινδιάνους. Η φυλή απέρριψε τα χρήματα και ζήτησε πίσω την κατασχεμένη περιοχή. Όπως ήταν αναμενόμενο,  η αμερικανική κυβέρνηση δεν έδωσε ποτέ πίσω τη γη σε αυτούς που πραγματικά ανήκει.

Χαρακτηριστικό του πως αντιμετωπίζουν παραδοσιακά οι αμερικανικές κυβερνήσεις τους Ινδιάνους, είναι η γιγάντια επένδυση του αγωγού πετρελαίου Dakota Access, ενάντια στον οποίο μέσα στην προηγούμενη δεκαετία κινητοποιήθηκαν μαζικά Ινδιάνοι από 400 φυλές. Ανάμεσά τους, 8.000 μέλη της φυλής Σιου, που ζουν στην περιοχή Standing Rock που απειλείται από τον αγωγό.

Το Γούντεντ Νι έχει χαρακτηριστεί ως εθνικό ιστορικό ορόσημο από το Υπουργείο Εσωτερικών των ΗΠΑ, ενώ στα 100 χρόνια από τη σφαγή το αμερικανικό Κογκρέσο εξέδωσε ψήφισμα εκφράζοντας επίσημα τη «βαθιά λύπη» του για τα γεγονότα.

Την ίδια στιγμή βέβαια που το αμερικανικό κατεστημένο χύνει κροκοδείλια δάκρυα για τους Ινδιάνους, δεν έχει πάρει κανένα μέτρο στήριξής τους. Αντίθετα, εξακολουθεί να τους αφήνει να ζουν καθημερινά σε άθλιες συνθήκες και τους αντιμετωπίζει σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

To 27% των ιθαγενών ζει σε συνθήκες φτώχειας, την ίδια στιγμή που ο συνολικός μέσος όρος της χώρας κυμαίνεται στο 15%. Το 69% των ιθαγενών δηλώνει πως ο πληθωρισμός έχει προκαλέσει σημαντικά οικονομικά προβλήματα στην καθημερινότητά τους.

Επιπλέον, η πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη είναι περιορισμένη με αποτέλεσμα οι ιθαγενείς να έχουν προσδόκιμο ζωής 4,4 χρόνια μικρότερο από τον πληθυσμό των υπόλοιπων φυλών των ΗΠΑ, ενώ πεθαίνουν σε υψηλότερα ποσοστά από άλλους Αμερικανούς σε πολλές κατηγορίες ασθενειών που μπορούν να προληφθούν.

Παρά τη «βαθιά λύπη» και τα υποκριτικά δάκρυα των ηγετών των ΗΠΑ για τη σφαγή στο Γούντεντ Νι, η σημερινή πραγματικότητα δείχνει καθαρά πως η εκμετάλλευση και η καταπίεση των ιθαγενών δεν έχει τελειώσει.

xekinima.org