11 πολιτικές θέσεις για το κίνημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2023

11 πολιτικές θέσεις για το κίνημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2023

  • |

Πού βρίσκεται το κίνημα που ξεκίνησε στη Γαλλία στις 19 Ιανουαρίου για να πετύχει την απόσυρση μιας ακόμη αντι-μεταρρύθμισης των συντάξεων και μια νίκη ενάντια σε έναν ευρέως μισητό πρόεδρο; Απέναντι σε όσους φαντάζονταν μια συνδικαλιστική παράσταση «για την τιμή των όπλων» ανίκανη να σταθεί εμπόδιο στον νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα, λίγους μόνο μήνες μετά την επανεκλογή του Μακρόν, οι εργαζόμενοι, τα κοινωνικά κινήματα και η Αριστερά έδειξαν ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να υπολογίζει στην γενικευμένη απάθεια. Δεν πρόκειται ακόμη για ρήξη με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, αλλά είναι ήδη ένα μεγάλο βήμα. Σε αυτό το άρθρο, ο Ugo Palheta εξετάζει τις δυνατότητες, τα όρια, αλλά κυρίως τα άμεσα στρατηγικά διακυβεύματα του σημερινού αγώνα, προκειμένου να δώσει τροφή για σκέψη.

Ugo Palheta

1Το κίνημα που εκτυλίσσεται στη Γαλλία από τις 19 Ιανουαρίου είναι συναρπαστικό από πολλές απόψεις. Μέσα σε μόλις δύο μήνες, έχει αλλάξει βαθιά την πολιτική ατμόσφαιρα της χώρας, έχει ανατρέψει την ηττοπάθεια που επικρατούσε, έχει αποσταθεροποιήσει (ακόμη και τρομάξει) τους ένθερμους υπερασπιστές της κατεστημένης κοινωνικής τάξης και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και έχει διευρύνει τον ορίζοντα προσδοκιών των εκατομμυρίων ανθρώπων που μπήκαν στον αγώνα και, με αυτόν τον τρόπο, άρχισαν να αντιλαμβάνονται τις δυνάμεις τους. Πάνω απ’ όλα, αυτή η κινητοποίηση επέτεινε την κρίση ηγεμονίας που βαθαίνει στη Γαλλία εδώ και χρόνια, δείχνοντας πόσο κοινωνικά απομονωμένη είναι η κυβέρνηση Μακρονισμού. Αποκρυστάλλωσε την κοινωνική δυσαρέσκεια που δεν έβρισκε απαραίτητα τρόπους να εκφραστεί πολιτικά και μετέτρεψε σε δικαιολογημένη οργή τη γενικευμένη δυσπιστία μεγάλου μέρους του πληθυσμού -ιδίως της εργατικής τάξης και της νεολαίας- απέναντι στον Μακρόν και την κυβέρνησή του.

2Από εκεί και πέρα, το ζήτημα δεν είναι πλέον μόνο η αντιμεταρρύθμιση των συντάξεων. Δεν είναι πλέον απλώς “κοινωνικό”, με την περιοριστική έννοια του συνδικαλιστικού. Είναι κατ’ εξοχήν και πλήρως πολιτικό: από τη στιγμή που γίνεται πανεθνικό, αποκτά μεγάλη κοινωνική κλίμακα και ριζώνει με διάρκεια, το κίνημα διεκδικεί τον ρόλο του ως αντιπαράθεση όχι με αυτόν ή εκείνον τον καπιταλιστή (όπως στην περίπτωση του αγώνα ενάντια στις απολύσεις ή τις περικοπές θέσεων εργασίας σε μια επιχείρηση), όχι με αυτήν ή εκείνη την κλαδική δράση (όσο σημαντική και αν είναι), αλλά με το σύνολο της αστικής τάξης όπως αυτή εκπροσωπείται (και υποστηρίζεται) από την πολιτική εξουσία. Ως εκ τούτου, ένα τέτοιο κίνημα είναι σε θέση να ανοίξει ένα ρήγμα στην πολιτική τάξη πραγμάτων[1], τροποποιώντας σε πιο μόνιμη βάση τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των τάξεων.

Είναι στη φύση ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος να μπερδεύει τις κατηγοριοποιήσεις στις οποίες μπορεί να περιχαρακώνονται τεχνητά οι ταξικοί αγώνες διαχωριζόμενοι σε ένα “πολιτικό” επίπεδο από τη μια πλευρά και ένα “κοινωνικοοικονομικό” επίπεδο από την άλλη. Κάθε μαζικός αγώνας, και αυτός που βιώνουμε δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, είναι συνεπώς άρρηκτα και κοινωνικός και πολιτικός -τείνει αναπόφευκτα να έχει ως λογικό στόχο την πολιτική εξουσία και τα μεγάλα συμφέροντα που αυτή ενσαρκώνει: τους ιδιοκτήτες, τους εκμεταλλευτές, την άρχουσα τάξη. Είναι επίσης και ιδεολογικός και πολιτισμικός, στο βαθμό που αμφισβητεί τις αφηγήσεις (μικρές ή μεγάλες) που χτίζει η κυρίαρχη τάξη για να δικαιολογήσει την μια ή την άλλη αντιμεταρρύθμιση, ή ευρύτερα την κοινωνική τους τάξη πραγμάτων με τη σωρεία αδικιών, αλλοτρίωσης και βίας που ενέχει, αλλά και με την έννοια ότι ταυτόχρονα επιτρέπει να διεξαχθεί μια μάχη μεταξύ ανταγωνιστικών αντιλήψεων για τον κόσμο και να ανθίσουν εναλλακτικά οράματα για το πώς θα έπρεπε να είναι η κοινωνία, οι ανθρώπινες σχέσεις και οι ζωές μας.

3Το σημερινό κίνημα πατάει στις πλάτες όλων των κινητοποιήσεων που προηγήθηκαν, τουλάχιστον εκείνων που σηματοδότησαν την αλληλουχία των αγώνων που ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 2010: ιδίως τη μάχη στη Notre-Dame-des-Landes[2], τον αγώνας κατά του εργατικού νόμου, τα Κίτρινα Γιλέκα, τις φεμινιστικές κινητοποιήσεις κατά της σεξουαλικής και της σεξιστικής βίας και ευρύτερα κατά της έμφυλης καταπίεσης, το κίνημα 2019-2020 κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, τους αγώνες των μεταναστών χωρίς χαρτιά, ή ακόμη και τους αγώνες (ιδίως τους αντιρατσιστικούς) κατά των αστυνομικών εγκλημάτων και κάθε κρατικής βίας. Ενσωματώνει, αρθρώνει και αναπτύσσει τα επιτεύγματά τους, τόσο σε επίπεδο μεθόδων και τακτικών αγώνα όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο.

Μια μη αμελητέα διαφορά, ωστόσο, έγκειται στην άνοδο της δύναμης και στην αυξημένη μαχητικότητα της κοινοβουλευτικής αριστεράς, ιδίως των 74 βουλευτών της LFI [Ανυπότακτης Γαλλίας], οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά στην πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση μιας κινητοποίησης που τα περισσότερα συνδικάτα -ιδίως η CFDT- ήθελαν να κρατήσουν σε ένα αυστηρά “κοινωνικό” έδαφος. Μπορούμε λοιπόν να είμαστε ικανοποιημένοι που οι περισσότεροι από τους νέους βουλευτές της LFI -όπως η Rachel Keke ή ο Louis Boyard- δεν προσπάθησαν καμιά στιγμή να αντιτάξουν την κοινοβουλευτική μάχη (με τα δικά της μέσα) στις κλασικές μεθόδους της ταξικής πάλης: διαδηλώσεις στους δρόμους, πικετοφορίες (στις οποίες επανειλημμένα είδαμε να συμμετέχουν αυτοί οι βουλευτές, συμπεριλαμβανομένης της προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας της LFI Mathilde Panot), και αποκλεισμούς (κυρίως των γυμνασίων και των πανεπιστημίων, αλλά και των οδικών αξόνων).

4Όλες οι προσπάθειές μας πρέπει να στραφούν προς το στόχο της περαιτέρω διεύρυνσης και ενδυνάμωσης του κινήματος, προκειμένου να επιτευχθεί η νίκη. Δεν ξέρουμε πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε, αλλά η ανατροπή της αντιμεταρρύθμισης της κυβέρνησης είναι το ελάχιστο. Στους επόμενους μήνες και χρόνια, μια τέτοια νίκη θα μετρήσει διπλά ή τριπλά, ακριβώς επειδή ο Μακρόν θέλησε να καταστήσει την αντιμεταρρύθμιση αυτήν τη μητέρα όλων των μαχών, μια δοκιμασία δύναμης που θα του επέτρεπε να εδραιώσει την εξουσία του μέχρι το τέλος της θητείας του και να αρχίσει την ολοκληρωτική καταστροφή των κατακτήσεων της εργατικής τάξης στον 20ό αιώνα. Ως θατσερικός που πήρε καλά τα μαθήματά του (από τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση), ο Μακρόν γνωρίζει ότι πρέπει να τσακίσει τους πιο μαχητικούς τομείς του κοινωνικού κινήματος, προκειμένου να βυθίσει σε διαρκή απελπισία εκείνους που σήμερα κινητοποιούνται, οργανώνουν απεργίες και διαδηλώσεις, μπλοκάρουν και συσπειρώνονται, με την ελπίδα -θολή ή διατυπωμένη- για έναν κόσμο ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

5Σε αυτή τη σύγκρουση, η μακρονική εξουσία έχει ήδη δείξει -με τα λόγια και την πρακτική της- ότι είναι έτοιμη να πάει όσο μακρυά χρειάζεται, το οποίο εξάλλου συμβάλλει ταυτόχρονα και στην πολιτικοποίηση του κινήματος εξαιτίας της γενικευμένης αστυνομικής καταστολής. Σπάζοντας τις ψευδαισθήσεις σχετικά με το νέο “σχέδιο νόμου και τάξης” και τον διορισμό στο Παρίσι ενός αστυνομικού διοικητή που φημολογείται ότι είναι λιγότερο βίαιος από τον διαβόητο Lallement, η αστυνομία έχει πράγματι χαρακτηριστεί τις τελευταίες ημέρες από την ακραία βιαιότητα των επεμβάσεών της. Είναι μια βιαιότητα που συστηματοποιήθηκε και κατάντησε ρουτίνα κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, έτσι ώστε να μην πρόκειται για “ολισθήματα” ή “γκάφες”, αλλά για τις συνηθισμένες ενέργειες μιας εν πολλοίς φασιστικοποιημένης αστυνομίας. Αλλά η δράση της αστυνομίας επίσης χαρακτηρίζεται και από μια κάποια αμηχανία μπροστά στον αριθμό και την αποφασιστικότητα των διαδηλωτών μετά από την επιβολή του 49-3.

Κατά πολύ μειοψηφική στη χώρα, σε σχέση με το σχέδιό της, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να το περάσει βάναυσα με μια σειρά από θεσμικές μανούβρες, χαρακτηριστικές της Πέμπτης Δημοκρατίας (της οποίας το Σύνταγμα απέχει, ως γνωστόν, πολύ από τα ελάχιστα πρότυπα μιας δημοκρατίας). Αποσταθεροποιημένη από τη συσσώρευση βίντεο και μαρτυριών που παρουσιάζουν εικόνες ή μιλούν για την κρατική βία, η Μακρονία, με επικεφαλής τους ιδεολόγους της, δεν μπορεί ή δεν καταφέρνει πλέον να πείσει πλήρως το ακροατήριο ότι η βία είναι από την πλευρά των διαδηλωτών και ότι η αστυνομική βία είναι ένας μύθος που επινόησαν βάρβαροι διψασμένοι για αστυνομικό αίμα. Ταυτόχρονα αυτό αποδεικνύει ότι το μονοπώλιο της νόμιμης βίας πρέπει πάντα να “διεκδικείται” από το κράτος, για να χρησιμοποιήσουμε τον περίφημο ορισμό του Μαξ Βέμπερ, και ότι μερικές φορές, όταν η “επιτυχία” που προϋποθέτει ο ορισμός δεν είναι στο ραντεβού, τότε το πράγμα τινάζεται στον αέρα.

Τόσο με τη χρήση αυτών των ελιγμών όσο και με την εξαιρετικά βίαιη καταστολή του κινήματος τις τελευταίες ημέρες, η ίδια η κυβέρνηση άνοιξε ένα ρήγμα για τη διεξαγωγή μιας δημοκρατικής εκστρατείας κατά του αυταρχισμού και για τις πολιτικές ελευθερίες. Στην αυστηρή συνέχεια της πρώτης πενταετίας Μακρόν και των κυβερνήσεων Ολάντ-Βαλς, αυτά τα πραξικοπήματα επιτρέπουν να τεθεί σε μαζική κλίμακα το πρόβλημα που θέτουν οι βοναπαρτιστικοί θεσμοί της Πέμπτης Δημοκρατίας, την ανάγκη ρήξης με το σημερινό συνταγματικό πλαίσιο, μέσω μιας Συντακτικής Συνέλευσης, και τη δυνατότητα μιας πραγματικής δημοκρατίας (η οποία προϋποθέτει, παρεμπιπτόντως, την άρθρωση με το κοινωνικό ζήτημα).

6Έχουν ανοίξει εύλογες συζητήσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Έχει αναφερθεί, εδώ[3] και εκεί[4], ως μια “προεπαναστατική στιγμή”, έτοιμη να μετατραπεί σε καθαυτό επαναστατική κατάσταση ή διαδικασία, η οποία μάλιστα μας διαβεβαιώνουν ότι θα ήταν ορατή, και ότι θα αρκούσε “να δώσουμε στο σύστημα ένα σπρωξιματάκι για να καταρρεύσει όλο μαζί” (Jacques Rancière)[5]. Το επακόλουθο αυτού του ισχυρισμού, τουλάχιστον για το πρώτο άρθρο που αναφέρθηκε, είναι ότι το κύριο (ή ακόμη και το μοναδικό) εμπόδιο πλέον για να εμπλακεί το προλεταριάτο στην επαναστατική μάχη θα ήταν οι “συνδικαλιστικές ηγεσίες”, ή ειπωμένο με έναν ακόμη πιο ενοποιητικό τρόπο: “η ηγεσία του εργατικού κινήματος”, δηλαδή η δια-συνδικαλιστική.

Στην πραγματικότητα, στο βαθμό που το προλεταριάτο “στο σύνολό του” -λένε- θα είχε ριζοσπαστικοποιηθεί από το κίνημα, η εξουσία δεν θα κρατιόταν παρά μόνο από την ικανότητα των συνδικαλιστικών ηγεσιών να καναλιζάρουν τον κοινωνικό θυμό: “η δια-συνδικαλιστική λειτουργεί ως η τελευταία βαλβίδα ασφαλείας του καθεστώτος της Πέμπτης Δημοκρατίας σε κρίση”. Και παρακάτω: “Μπορούμε λοιπόν να πούμε με ασφάλεια ότι το κύριο εμπόδιο στο να μετατραπεί η προεπαναστατική “στιγμή” σε μια ανοιχτά προεπαναστατική ή και επαναστατική κατάσταση βρίσκεται στη συντηρητική και θεσμική ηγεσία του εργατικού κινήματος”.

Μια τέτοια υπόθεση είναι σημαντική διότι, ακόμη και αν τα ρεύματα ή οι οργανώσεις που υπερασπίζονται αυτή τη γραμμή είναι πολύ αδύναμα, τα προβλήματα που θέτει αντανακλούν ανησυχίες που υπάρχουν ευρύτερα μεταξύ των μαχητικών τμημάτων του κοινωνικού κινήματος. Και έχει προφανείς συνέπειες: αν πάρουμε στα σοβαρά τέτοιους ισχυρισμούς, τότε προκύπτει αναγκαστικά ότι η άμεση καταγγελία αυτής της “ηγεσίας του εργατικού κινήματος” αποκτά έναν απολύτως κεντρικό ρόλο για όλους όσοι εργάζονται για μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας, καθώς και για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής, προς την διασυνδικαλιστική, ηγεσίας του κινήματος.

7Το πρώτο λάθος σε αυτή τη συλλογιστική συνίσταται στην υποτίμηση ορισμένων ορίων της κινητοποίησης, τα οποία πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη για να μπορέσουν να ξεπεραστούν όχι με ρητορικά τεχνάσματα, που μπορούν μόνο να πείσουν τους πεπεισμένους, ούτε με βολονταριστικές εκκλήσεις, που θα κέρδιζαν την υποστήριξη μόνο εκείνων που είναι ήδη έτοιμοι να δράσουν.

Αυτά τα σημερινά όρια το καθιστούν ένα κίνημα ικανό να αναγκάσει τον Μακρόν να υποχωρήσει από το αντιμεταρρυθμιστικό του σχέδιο και, ενδεχομένως, αν είναι νικηφόρο, και από όλες τις αντιμεταρρυθμίσεις που σχεδιάζει για την πενταετή θητεία του, αλλά όχι -τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο- να ανοιχτεί προς μια επαναστατική κατάσταση. Γιατί ο μαχητικός βολονταρισμός μιας μειοψηφίας, αν και απολύτως απαραίτητος, δεν αρκεί από μόνος του για να ξεπεράσει αυτές τις αδυναμίες και να περάσει από την κοινωνική διαμαρτυρία -όσο ευρεία και ριζοσπαστική κι αν είναι- στην επανάσταση -ακόμη και σε μια κατάσταση που, όπως η δική μας, απαιτεί αντικειμενικά μια πολιτική ρήξη και έναν επαναστατικό μετασχηματισμό, με την οικοσοσιαλιστική, φεμινιστική και αντιρατσιστική έννοια.

Μια επανάσταση δεν είναι ποτέ “χημικά καθαρή” ή πιστή σε ένα εγχειρίδιο που γράφτηκε μια για πάντα, αλλά προϋποθέτει κάποια στοιχεία χωρίς τα οποία το να μιλάμε για “προεπαναστατική στιγμή” είναι περισσότερο ευσεβής πόθος (ή τακτική αυτοοικοδόμησης για μικρές μαχητικές ομάδες) παρά στρατηγική υπόθεση. Στο βαθμό που το θεμελιώδες και χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας επανάστασης είναι η ανάδυση, πάνω-κάτω σαφής, μιας δυαδικής εξουσίας (ανάμεσα στο αστικό κράτος και σε μορφές λαϊκής εξουσίας εκτός του κράτους, αλλά και εντός του κράτους), οι προεπαναστατικές στιγμές προϋποθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά: ένα συνεπές μπλοκάρισμα της οικονομίας, ένα σημαντικό επίπεδο αυτοοργάνωσης, μια αρχή συγκεντροποίησης και συντονισμού των αγωνιζόμενων κινημάτων σε εθνική κλίμακα, καθώς και ρωγμές στον κρατικό μηχανισμό και, ευρύτερα, στην άρχουσα τάξη.

Αλλά όλα αυτά τα στοιχεία λείπουν από το σημερινό κίνημα:

  • Μόνο λίγοι κλάδοι της οικονομίας βιώνουν πραγματική απεργιακή δραστηριότητα (και ακόμη λιγότεροι επαναλαμβανόμενη απεργία), και είναι κλάδοι που είναι κυρίως δημόσιοι ή ημιδημόσιοι (σκουπιδιάρηδες, SNCF [σιδηρόδρομοι], EDF [ηλεκτρισμός], εκπαίδευση, κ.λπ.), και σχεδόν καμία μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση δεν βρίσκεται σε απεργία, ούτε καν κατά τις ημέρες των μεγάλων συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων (εκτός από ορισμένους κλάδους όπως τα διυλιστήρια).
  • Ακόμα και στους κλάδους όπου η απεργία έχει πάρει έκταση, η αυτοοργάνωση στο πλαίσιο γενικών συνελεύσεων (ΓΣ) και απεργιακών επιτροπών είναι πολύ αδύναμη, ακόμα και σε σύγκριση με προηγούμενα κινήματα.
  • Έχουν εμφανιστεί ορισμένες συσπειρώσεις ακτιβιστών σε διάφορους κλάδους (όπως και το 2019-2020, παρεμπιπτόντως), αλλά είναι εξαιρετικά μειοψηφικές σε σχέση με την κλίμακα του κινήματος (για να μην αναφέρουμε την εργατική τάξη στο σύνολό της), και ακόμα περισσότερο σε σύγκριση με τις “interpros” (διεπαγγελματικές συνελεύσεις) του Δεκέμβρη του 1995 -και μοιάζουν περισσότερο ως ένα μέσο για μικρές μαχητικές ομάδες να αυξήσουν το ακροατήριό τους και να χτίσουν τον εαυτό τους παρά ως ένα πραγματικό μέσο για να επηρεάσουν την επέκταση και την ενδυνάμωση της απεργίας.
  • Τέλος, ο κρατικός μηχανισμός κρατάει γερά (ιδίως ο κατασταλτικός μηχανισμός: αστυνομία-στρατός-δικαιοσύνη) και η εργοδοσία συνεχίζει να στηρίζει τον Μακρόν (ακόμη και αν, απ’ό,τι λέγεται, η αντιμεταρρύθμιση αυτή δεν της φαίνεται ιδιαίτερα επείγουσα).

Όλα αυτά τα όρια δεν απαξιώνουν σε καμία περίπτωση το σημερινό κίνημα, και μπορεί στις επόμενες εβδομάδες να επιτρέψουν να προχωρήσει περισσότερο η κατάσταση ξεπερνώντας ορισμένα όρια, αλλά ο σωστός καθορισμός των καθηκόντων και της στρατηγικής εξαρτάται από την ορθότητα της διάγνωσης. Σε αυτό, δεν υπάρχουν περιθώρια για ρητορείες.

8Ένα δεύτερο λάθος, από το οποίο στην πραγματικότητα πηγάζει το πρώτο, είναι να θεωρεί κανείς λυμένο αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί μείζον στρατηγικό πρόβλημα για το κίνημα, αλλά και για τις συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις κατά την επόμενη περίοδο. Λέγοντας ότι, κατά τους τελευταίους δύο μήνες, είδαμε μια “ριζοσπαστικοποίηση του προλεταριάτου στο σύνολό του“, παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η γενικευμένη και σφοδρή εχθρότητα απέναντι στον Μακρόν δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με μια μαζική αντικαπιταλιστική συνείδηση. Είναι σημαντικό, ασφαλώς, να καταπολεμήσουμε την υπερβολική προσωποποίηση και ψυχολογικοποίηση των ζητημάτων γύρω από τη φιγούρα του Μακρόν, που τον μετατρέπει σε “τρελό”, “ανισόρροπο” ή “κοινωνιοπαθή”, όταν είναι κυρίως ο πληρεξούσιος του κεφαλαίου και, ειδικότερα, του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αλλά, πάνω απ’ όλα, θα υποτιμούσαμε το γεγονός ότι μια μεγάλη πλειοψηφία του προλεταριάτου δεν έχει ακόμα, στην πραγματικότητα, εισέλθει στο κίνημα.

Παρόλο που σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι αντιτίθενται στην αντιμεταρρύθμιση και είναι εχθρικοί προς τον Μακρόν, ωστόσο οι περισσότεροι από αυτούς έχουν παραμείνει μέχρι στιγμής με τα όπλα παρά πόδας. Μόνο ένα μικρό μέρος της τάξης έχει διαδηλώσει και η συντριπτική πλειονότητα δεν έχει περάσει τον Ρουβίκωνα της απεργίας -για αναπόφευκτους υλικούς λόγους (μισθολογική επισφάλεια, στάσιμοι μισθοί για μεγάλο χρονικό διάστημα, καλπάζων πληθωρισμός), αλλά και εξαιτίας της αντι-συνδικαλιστικής καταστολής που έχει αποδυναμώσει τις μαχητικές ομάδες σε πολλές επιχειρήσεις, του συνδυασμένου αντίκτυπου του εργατικού νόμου και των διαταγμάτων Μακρόν (που έχουν αποδιαρθρώσει και περιορίσει τους συνδικαλιστικούς πόρους, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα), στα οποία μπορεί να προστεθεί και η πικρή ανάμνηση των προηγούμενων ηττών. Επιπλέον, το επίπεδο της αυτοοργάνωσης είναι γενικά χαμηλότερο από ό,τι σε προηγούμενα κινήματα (συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων, όπως του 2019-2020, ιδίως στην SNCF, και πολύ περισσότερο σε σύγκριση με αυτό του Δεκεμβρίου 1995), ενώ ο διεπαγγελματικός συντονισμός είναι είτε ανύπαρκτος είτε πολύ αδύναμος και αποσπασματικός.

Το λαϊκό κίνημα έχει αναπτύχθηκε πράγματι με πιο αυτόνομο τρόπο μετά την επιβολή του 49-3, οργανώνοντας καθημερινές δράσεις σχεδόν παντού στη Γαλλία χωρίς την έγκριση της διασυνδικαλιστικής και χρησιμοποιώντας πιο επιθετικές μεθόδους αγώνα, με τις γενικές συνελεύσεις να τείνουν να είναι πιο μεστές τις τελευταίες ημέρες, αλλά εξακολουθεί να είναι η διασυνδικαλιστική που δίνει τον τόνο και τον ρυθμό του κινήματος, και κανείς δεν είναι σήμερα -από κοντά ή από μακριά- σε θέση να της αμφισβητήσει αυτόν τον ρόλο.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι, ακόμη και σε μια επαναστατική διαδικασία, οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι δεν κινητοποιούνται ποτέ στο σύνολό τους. Αλλά, για να πάρουμε μόνο την περίπτωση της Γαλλίας, υπολογίζεται ότι τον Μάιο-Ιούνιο του ’68 υπήρχαν μέχρι και 7,5 εκατομμύρια απεργοί (και 10 εκατομμύρια κινητοποιημένοι), σε μια χώρα που είχε πολύ λιγότερους μισθωτούς από ό,τι σήμερα (περίπου 15 εκατομμύρια σε σύγκριση με πάνω από 26 εκατομμύρια σήμερα). Λόγω του μεγάλης κλίμακας μπλοκαρίσματος της οικονομίας για αρκετές εβδομάδες, του μεγάλου αριθμού των καταλήψεων στους χώρους εργασίας και της αρχικής αποδιοργάνωσης της πολιτικής εξουσίας, η κατάσταση είχε τότε προεπαναστατικές πτυχές (παρά τα όρια της αυτοοργάνωσης, που δεν επέτρεψαν την ανάδυση εργατικών συμβουλίων), και αυτό δημιουργούσε καθήκοντα αρκετά ιδιαίτερης φύσης για τους ακτιβιστές που ήταν πεπεισμένοι για την ανάγκη μιας επαναστατικής ρήξης (εντός του PCF και των ακροαριστερών οργανώσεων).

9Οι δυσκολίες του κινήματος δεν εξηγούνται όλες από έναν επιβλαβή ρόλο που θα έπαιζε η διασυνδικαλιστική, κάθε άλλο. Σε αυτό, δεν μπορούμε να καταφύγουμε σε έναν απόλυτα κυκλικό συλλογισμό που συνίσταται στο να λέμε εν ολίγοις: αν δεν υπάρχει καμιά δομή αυτοοργάνωσης, αυτό συμβαίνει επειδή η διασυνδικαλιστική είναι αυτή που καθοδηγεί το κίνημα -και αν η διασυνδικαλιστική είναι αυτή που δίνει τον τόνο και τον ρυθμό, αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει καμιά δομή αυτοοργάνωσης.

Η υπόθεση των προδοτικών ηγεσιών στο εργατικό κίνημα, που εμποδίζουν τη μετατροπή του κινήματος σε μια πραγματική επαναστατική διαδικασία, είχε τουλάχιστον μια αντικειμενική βάση το 1968, άξια συζήτησης. Στη Γαλλία εκείνη την εποχή, υπήρχαν ισχυρά εργατικά συνδικάτα, με το κυριότερο -τη CGT- να καθοδηγείται από ένα κομμουνιστικό κόμμα με ευρεία βάση στην εργατική τάξη και μεγάλο εκλογικό ακροατήριο (πάνω από 20%). Και πράγματι, τον Μάιο-Ιούνιο του 1968, το PCF εμπόδισε τις μορφές αυτοοργάνωσης που θα μπορούσαν να αναδυθούν στις επιχειρήσεις, προκρίνοντας μια γενικά παθητική πρακτική της απεργίας (όπου οι εργαζόμενοι καλούνταν να μην παρεμβαίνουν άμεσα και να αφήνουν τα συνδικαλιστικά στελέχη να την καθοδηγούν). Το κόμμα αρνήθηκε επίσης να αναλάβει τολμηρές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να επιτρέψουν να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας και μιας κυβέρνησης ρήξης, ιδίως κατά τη διάρκεια των λίγων ημερών ή εβδομάδων κατά τις οποίες η ντεγκωλική κυβέρνηση φαινόταν να βρίσκεται στη γωνία, ζαλισμένη από την έκταση της απεργίας των εργαζομένων και από την αποφασιστικότητα του φοιτητικού κινήματος.

Η κατάσταση είναι ριζικά διαφορετική σήμερα: τα συνδικάτα είναι πολύ αποδυναμωμένα, τουλάχιστον σε σύγκριση με αυτό που ήταν το ’68, και δεν υπάρχει πλέον ένα μαζικό εργατικό κόμμα. Αν ακολουθήσουμε την υπόθεση του Juan Chingo[6], θα έπρεπε αυτό να προσφέρει μια λεωφόρο για την οικοδόμηση μιας γενικής απεργίας. Όμως το αντίστροφο συμβαίνει, διότι στους κλάδους και τις επιχειρήσεις όπου βρίσκουμε τα περισσότερα μέλη συνδικάτων και όπου τα μαχητικά συνδικάτα εξακολουθούν να υπάρχουν (συνήθως CGT, Solidaires ή/και FSU) -διότι δεν μπορούμε να βάλουμε όλα τα συνδικάτα, ή ακόμη και όλες τις “συνδικαλιστικές ηγεσίες” στο ίδιο τσουβάλι-, εκεί είναι όπου εκφράζεται γενικότερα η ισχυρότερη συγκρουσιακή διάθεση. Αντίστροφα, οι κλάδοι και οι επιχειρήσεις που δεν είναι συνδικαλισμένοι, όχι μόνο είναι και αυτοί όπου η υποτιθέμενη διαθεσιμότητα των μαζών για ριζοσπαστική δράση θα εκφραζόταν ανεμπόδιστα από την περίφημη “ηγεσία του εργατικού κινήματος”, αλλά είναι και αυτοί όπου βασιλεύει η ατομικοποίηση, η παθητικότητα, η ψευδο-συναίνεση με την εργοδοσία, και όπου μάλιστα ευδοκιμεί και η ακροδεξιά ψήφος.

Μπορούμε επίσης να δούμε και στα πανεπιστήμια τι ισχύει με αυτή την υπόθεση: ενώ τα συνδικάτα είναι πολύ αδύναμα εκεί, οι υπάρχοντες ακτιβιστές έχουν ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη δυσκολία, τουλάχιστον μέχρι τώρα, να προωθήσουν την ανάδυση ευρύτερων πλαισίων αυτοοργάνωσης (οι περισσότερες ΓΣ είχαν κινητοποιήσει μέχρι πρόσφατα μόνο μερικές εκατοντάδες φοιτητές) -και ακόμη και στα πανεπιστήμια όπου πρόσφατα έγιναν κάποιες αρκετά μαζικές ΓΣ (Tolbiac, Mirail) το αδύναμο ρίζωμα των φοιτητικών οργανώσεων αποδυναμώνει τη διεύρυνση και την αυτοοργάνωση του κινήματος[7]. Με άλλα λόγια, αν το προλεταριάτο και η νεολαία ήταν ήδη ριζοσπαστικοποιημένοι στο σύνολό τους και αν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αποτελούσαν τη μόνη κλειδαριά που έμενε να σπάσει για να ξεκινήσει μια επαναστατική επίθεση, θα βλέπαμε την ανάπτυξη ριζοσπαστικών αγώνων και προηγμένων μορφών αυτοοργάνωσης στους χώρους όπου είναι ασθενέστερη η συνδικαλιστική παρουσία, δηλαδή εκεί όπου η επιρροή των συνδικαλιστικών ηγεσιών είναι πιο εύθραυστη. Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από τη σημερινή πραγματικότητα.

Η υπόθεση της υποκατάστασης της (ρεφορμιστικής) συνδικαλιστικής ηγεσίας από μια πραγματικά επαναστατική ηγεσία έχει όλα τα πλεονεκτήματα της απλότητας και όλα τα μειονεκτήματα της απλοϊκότητας (αν όχι και τη φαντασίωση, όταν η περίφημη “εναλλακτική επαναστατική ηγεσία” θεωρείται ως το προϊόν της αυτόκεντρης δουλειάς οικοδόμησης των μικρο-οργανώσεων). Ασφαλώς, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι μια πιο μαχητική πολιτική από τη διασυνδικαλιστική -με άρνηση των ημερήσιων και διασκορπισμένων απεργιών, με σαφές κάλεσμα για επαναλαμβανόμενες απεργίες και για συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις, κ.λπ.- θα είχε επιτρέψει στην κινητοποίηση να είναι εξαρχής πιο επιθετική σε ορισμένους κλάδους όπου είναι ριζωμένα τα συνδικάτα (έστω και αν τίποτα δεν είναι εγγυημένο). Αλλά αγγίζουμε εδώ τα όρια του πλαισίου της σημερινής κινητοποίησης, που είναι ταυτόχρονα και το ένα από τα δυνατά της σημεία: την συνεχιζόμενη ενότητα του συνδικαλιστικού μετώπου, χωρίς την οποία είναι αμφίβολο αν το κίνημα θα είχε πάρει αυτή την έκταση και θα είχε λάβει και αυτή την αποδοχή από τον πληθυσμό.

Στην παρούσα και στην αμέσως επόμενη περίοδο, οι προκλήσεις και τα καθήκοντα φαίνεται να είναι εντελώς διαφορετικής φύσης για τους ακτιβιστές που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν ούτε την επαναστατική προοπτική ούτε τη δουλειά μέσα στο πραγματικό κίνημα: να επεκτείνουν τη συνδικαλιστική παρουσία πέραν από τους κλάδους που κινητοποιούνται σήμερα, να ενισχύσουν τις “αριστερές πτέρυγες” εντός των συνδικαλιστικών οργανώσεων (συνδικάτα ή παρατάξεις “ταξικής πάλης”), να συμβάλουν στην άνοδο νέων ριζοσπαστικών ρευμάτων ή κινημάτων (εκτός των παραδοσιακών οργανώσεων, αλλά σε συνάρθρωση και όχι σε αντιπαράθεση με αυτές), να εμβαθύνουν την πολιτικο-πολιτιστική δουλειά που μας επιτρέπει να περάσουμε από το μίσος για τον Μακρόν στην κριτική του συστήματος στο σύνολό του και, τέλος, στην ανάγκη για μια αντικαπιταλιστική ρήξη προκειμένου να οικοδομηθεί μια εντελώς διαφορετική κοινωνία.

10Ένα από τα κεντρικά σημεία της σημερινής κατάστασης είναι η ακραία διάχυση των επιπέδων πολιτικής συνείδησης μεταξύ των εργαζομένων και της νεολαίας. Η προοπτική μιας αντικαπιταλιστικής ρήξης και μιας άλλης κοινωνίας έχει ασφαλώς προχωρήσει στο σύνολο του πληθυσμού, κατά την περίοδο 2016-2023, αλλά δεν αυξάνεται καθόλου με την ίδια ταχύτητα με το ενστικτώδες μίσος προς την πολιτική εξουσία και, ειδικότερα, προς τον Μακρόν. Έτσι ώστε το αντι-Μακρόν συναίσθημα γενικά, και η εχθρότητα απέναντι στη συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμισή του ειδικότερα, μπορεί να ωφελήσει επίσης και την ακροδεξιά.

Μια αρκετά πρόσφατη δημοσκόπηση (στα τέλη Φεβρουαρίου) ανέδειξε τη Μαρίν Λεπέν ως τον κύριο αντίπαλο του σχεδίου αντιμεταρρύθμισης του Μακρόν (ελαφρώς μπροστά από τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν), ιδίως μέσα στις εργατικές τάξεις, παρόλο που το RN δεν προτείνει καν την επιστροφή στα 60 έτη για συνταξιοδότηση και αντιτίθεται και στις επαναλαμβανόμενες απεργίες. Μια δημοσκόπηση που μόλις δημοσιεύθηκε το επιβεβαιώνει αυτό υποδεικνύοντας ότι το FN/RN θα μπορούσε να είναι η πολιτική δύναμη που θα ωφεληθεί περισσότερο από την απόρριψη της αντιμεταρρύθμισης των συντάξεων. Αυτό βέβαια παραπέμπει σε βαθιά ριζωμένες αιτίες και σε μια ήδη μακρά ιστορία εκλογικής εμπέδωσης και ιδεολογικής διείσδυσης, αλλά δεν θα καταλάβαινε κανείς τίποτα αν δεν έπαιρνε στα σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές ελίτ και οι ελίτ των μέσων ενημέρωσης δεν έπαψαν τα τελευταία χρόνια να παρουσιάζουν την ακροδεξιά ως αξιοσέβαστη και τις “ιδέες” της ως κάτι το “κανονικό”, και αντίστροφα να δαιμονοποιούν την αριστερά (ιδίως την LFI [Ανυπότακτη Γαλλία]).

Σε ορισμένα κινήματα υπήρξαν εν μέρει μετακινήσεις, αλλά αυτές επηρέασαν μόνο τμηματικά τις τάξεις και ταξικές μερίδες που αποτελούν ωστόσο το κέντρο βάρους τους. Τα Κίτρινα Γιλέκα αποτέλεσαν έτσι το σκηνικό μιας πολιτικής διαδικασίας ξεκαθαρίσματος και ριζοσπαστικοποίησης. Ωστόσο, αυτή διείσδυσε μόνο σε ένα περιορισμένο τμήμα των λαϊκών τάξεων, ακόμα και στα στρώματα εκείνα που ήταν τα πιο ευνοϊκά απέναντι στο κίνημα αυτό, κυρίως στις αγροτικές ή ημι-αγροτικές περιοχές και στις μικρές πόλεις. Αυτό ισχύει αναμφίβολα πολύ περισσότερο καθώς υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ της ένταξης στο κίνημα (η οποία μπορεί να είναι εξαιρετικά ευρεία, όπως και στο σημερινό κίνημα και σε μικρότερο βαθμό στην αρχή των Κίτρινων Γιλέκων) και της πραγματικής συμμετοχής στις κινητοποιήσεις (ιδίως όταν αυτή η συμμετοχή περιορίζεται σε μία ή μερικές διαδηλώσεις, των οποίων η εμβέλεια σε πολιτικοποίηση είναι πολύ μικρότερη απ’ό,τι σε μια απεργία, πόσο μάλλον όταν η τελευταία είναι μακράς διάρκειας και βασίζεται σε μεγάλη συμμετοχή σε γενικές συνελεύσεις).

Ένα από τα σοβαρά προβλήματα για την κοινωνική και πολιτική αριστερά, επομένως, είναι να καταφέρει να διατηρήσει και να εμβαθύνει το κίνημα εκεί όπου έχει αναπτυχθεί, επεκτείνοντάς το ταυτόχρονα σε τμήματα της νεολαίας, όπου το επίπεδο ταξικής συνείδησης -εννοούμενο εδώ ως προϊόν μιας συλλογικής οργάνωσης, ιδίως σε συνδικάτα, και κινητοποίησης για τη συλλογικότητα, στη βάση μιας λιγότερο ή περισσότερο ξεκάθαρης και συνεκτικής αντίληψης των συμφερόντων αυτών- είναι πολύ πιο αδύναμο. Σε αυτούς τους τελευταίους χώρους και στα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, το διακύβευμα απέχει χίλια μίλια από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις περί “προεπαναστατικής στιγμής”: αυτό που παίζει είναι να καταφέρουμε να ωθήσουμε έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων προς μια πρώτη ημέρα απεργίας και διαδήλωσης, να καταφέρουμε να τους πείσουμε να συμμετάσχουν σε μια γενική συνέλευση για να αποφασίσουν συλλογικά για τις λεπτομέρειες της δράσης, κ.λπ. Από αυτή την άποψη, το μηχανιστικό και αφηρημένο σύνθημα της καταγγελίας των “προδοτικών ηγεσιών” δεν αποτελεί μόνο λάθος πίστα, αλλά και, τις περισσότερες φορές, αποτελεί εμπόδιο.

11Προφανώς τίθεται το ζήτημα της πολιτικής έκβασης του κινήματος. Οι κοινωνικές κινητοποιήσεις -όσο μαζικές και ριζοσπαστικές κι αν είναι- δεν δημιουργούν αυθόρμητα πολιτικές προοπτικές, πολύ περισσότερο όταν αποφεύγουν σκόπιμα το ζήτημα της εξουσίας και της αναγκαίας πολιτικής αντιπαράθεσης με τις άρχουσες τάξεις (αυτό που ο Daniel Bensaïd ονόμαζε “κοινωνική ψευδαίσθηση“). Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην παρούσα περίπτωση, καθώς το κίνημα χαρακτηρίζεται μέχρι τώρα από χαμηλό επίπεδο αυτοοργάνωσης και συντονισμού. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι τα κοινωνικά κινήματα πρέπει να αρκεστούν σε έναν υποδεέστερο ρόλο έναντι των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θα ήταν μόνες ικανές να προβάλλουν προοπτικές. Είναι περισσότερο μέσα από το πλαίσιο μιας διαλεκτικής συνεργασίας και αντιπαράθεσης ανάμεσα στο κοινωνικό κίνημα και στην αριστερά, μιας ενότητας που δεν εμποδίζει σε καμία περίπτωση την πιο ανοιχτή συζήτηση για τους προσανατολισμούς και τις προοπτικές, που θα πρέπει να διατυπωθεί μια πολιτική πρόταση ρήξης.

Σε σχέση με αυτό, ας ξεκινήσουμε λέγοντας πόσο πολύ η προοπτική ενός “δημοψηφίσματος με κοινή πρωτοβουλία” (“RIP”), που την υποστηρίζει ιδίως το PCF, υπολείπεται πολύ των δυνατοτήτων που έχουν ανοίξει από το κίνημα, αποδεικνύεται ωστόσο βαθιά ανέφικτη κάτω από έναν πραγματιστικό μανδύα και δεν απαντάει καθόλου στην επιτακτική ανάγκη, για την αριστερά, να προτείνει μια λύση στην πολιτική κρίση. Πράγματι, θα απαιτούσε να μαζευτούν 4,8 εκατομμύρια υπογραφές, κάτι που θα σημαίνει εξαιρετικά μεγάλη ενέργεια ακτιβιστών για εννιά μήνες. Αυτό θα αποσπάσει τις δυνάμεις προς ένα καθαρά “υπομνηματιστικό” έδαφος, ενώ ο σημερινός στόχος είναι, αντίθετα, η επέκταση της κινητοποίησης, ιδιαίτερα τη στιγμή που η Μακρονία ανακοινώνει ήδη νέα θανατηφόρα σχέδια (όχι μόνο τον νόμο Νταρμανέν, αλλά και έναν νόμο για την εργασία και την απασχόληση). Επιπλέον, ακόμη και αν συγκεντρώνονταν τα 4,8 εκατομμύρια υπογραφές, η πρόταση για δημοψήφισμα θα πρέπει να εξεταστεί από τα δύο σώματα της Βουλής μέσα σε έξι μήνες… Που σημαίνει ότι η κατάσταση θα έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό στο μεταξύ, ίσως σε βάρος του κινήματος, και μια τέτοια πρόταση δεν βοηθάει καθόλου να στηριχτεί η κινητοποίηση στο τριπλό πλεονέκτημα που διαθέτει εδώ και τώρα: μια απεργία που είναι ήδη ριζωμένη σε πολλούς κρίσιμους κλάδους, μια πολύμορφη κινητοποίηση που έχει γίνει ήδη ασύλληπτη κατά τις τελευταίες δέκα ημέρες και, τρίτον, μια κοινή γνώμη που έχει σε μεγάλο βαθμό κερδηθεί.

Μερικές φορές προβάλλεται η προοπτική ενός “Μάη 68 που θα φτάσει μέχρι τέλους”. Το σύνθημα είναι ελκυστικό, ιδίως επειδή ο Μάης του ’68 παραμένει μια θετική (αν και αναμφίβολα ασαφής) αναφορά για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού -ιδίως για εκείνα που βρίσκονται σήμερα σε κινητοποίηση. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι η αναλογία με τον Μάη του ’68 είναι εδώ λειτουργική, πέρα από τη συναισθηματική επίδραση που μπορεί να προκαλέσει ένα σύνθημα. Αλλά είναι κυρίως η ιδέα του “να πάμε μέχρι τέλους” που δεν φαίνεται πολύ σαφής. Αν θέλουμε να πούμε ότι πρέπει να πάμε μέχρι το τέλος των ελπίδων για ρήξη με τον καπιταλισμό και για κοινωνική χειραφέτηση που γέννησε το κίνημα του Μάη-Ιούνη ’68, αυτό είναι προφανές για μας. Αλλά αυτό δεν απαντά καθόλου στα άμεσα στρατηγικά ερωτήματα που τίθενται για το κίνημα και την αριστερά.

Με την πολιτικοποίηση του αγώνα και το τεράστιο επίπεδο δυσπιστίας απέναντι στην πολιτική εξουσία, μόνο μια πρόταση που θα συναρθρώνει την άμεση απόσυρση της αντιμεταρρύθμισης, τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και τη διεξαγωγή νέων εκλογών φαίνεται να ανταποκρίνεται στο ύψος των τωρινών διακυβευμάτων χωρίς να πέφτει στη διπλή παγίδα του λεκτικού μαξιμαλισμού και του φετιχισμού παλιών διατυπώσεων. Ασφαλώς, η πολιτική ρήξη δεν μπορεί να περιοριστεί στην εκλογική σκηνή, αλλά όπως μας υπενθύμιζε και πάλι ο Daniel Bensaïd: “Είναι προφανές, και πολύ περισσότερο στις χώρες με κοινοβουλευτική παράδοση άνω των εκατό ετών, όπου η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας είναι γερά εδραιωμένη, ότι δεν μπορεί κανείς να φανταστεί μια επαναστατική διαδικασία παρά μόνο ως μια μεταβίβαση της νομιμότητας που δίνει την υπεροχή στον ‘σοσιαλισμό από τα κάτω’, αλλά με ανάμειξη των αντιπροσωπευτικών μορφών” (δικές μας υπογραμμίσεις).

Εννοείται ότι είναι απαραίτητο να προστεθεί σε αυτά τα συνθήματα ο αγώνας για μια αριστερή κυβέρνηση με προσανατολισμό ρήξης, πράγμα που συνεπάγεται την διευκρίνιση στοιχείων του προγράμματος, ιδίως γύρω από κεντρικά και άμεσα διακυβεύματα για τις λαϊκές τάξεις στο σύνολό τους, και ευρύτερα για τους μισθωτούς, αλλά και πιο συγκεκριμένα για ορισμένα στρώματα στο εσωτερικό τους: συνταξιοδότηση στα 60 με πλήρεις αποδοχές για όλους (στα 55 για τις σωματικά απαιτητικές εργασίες), άμεση αύξηση των μισθών και αναπροσαρμογή με τον πληθωρισμό (κινητή κλίμακα μισθών), πάγωμα τιμών και ενοικίων, μονιμοποίηση των επισφαλών εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και πέρασμα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα, εθελοντικά μέτρα κατά των συστημικών διακρίσεων φύλου και φυλής στην απασχόληση, στους μισθούς και στις συντάξεις, μαζικές προσλήψεις στο δημόσιο, άμεση επανεθνικοποίηση των βασικών δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών (μεταφορές, ενέργεια, υγεία, αυτοκινητόδρομοι κ.λπ.), καθώς και οικολογικό σχεδιασμό.

Θα τεθεί αναγκαστικά το ερώτημα της σχέσης των κοινωνικών κινημάτων, και ιδιαίτερα των συνδικάτων -κυρίως εκείνων όπου συνεχίζει να υπάρχει ένας ταξικός αγωνιστικός συνδικαλισμός: όπως οι CGT, Solidaires και FSU-, με μια τέτοια κυβέρνηση, που θα υποστήριζε γενικά τα αιτήματά τους. Κάθε αριστερή κυβέρνηση με πρόγραμμα ρήξης θα βρισκόταν σε τεράστια πίεση από την άρχουσα τάξη (με επενδυτικούς εκβιασμός, με πίεση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς κ.λπ.). Μόνο μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση θα επέτρεπε να αντισταθμιστεί αυτή, να αποφευχθεί μια συνθηκολόγηση άνευ όρων και να υλοποιηθούν οι  προτάσεις που προαναφέρθηκαν. Η κοινωνική σύγκρουση που θα τεθεί έτσι σε κίνηση θα είχε μια θεμελιωδώς αντικαπιταλιστική δυναμική, στο βαθμό που θα οδηγούσε αναπόφευκτα, σε λιγότερο ή περισσότερο σύντομο χρονικό διάστημα, στο να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας του κεφαλαίου στο σύνολο της κοινωνίας, στις ζωές μας και στο περιβάλλον, και επομένως το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ανταλλαγής και επικοινωνίας.

Σε περίπτωση νέων εκλογών, μια νέα πολιτική μάχη θα άνοιγε, αλλά μια νίκη του κοινωνικού κινήματος επί της αντι-μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος θα έθετε σε ισχυρή θέση τη NUPES -και ιδιαίτερα την κυρίαρχη δύναμη στο εσωτερικό του, η οποία αναμφίβολα αναδείχτηκε στην πιο μαχητική απέναντι στον Μακρόν και το σχέδιό του, δηλαδή την LFI. Αυτό δεν της δίνει αναγκαστικά μια βασιλική οδό, καθώς οι κοινωνικές κινητοποιήσεις δεν έχουν ποτέ αυτόματες επιπτώσεις στους εκλογικούς συσχετισμούς δύναμης (σκεφτείτε τον Μάη-Ιούνιο του ’68 και την εκλογή της πιο δεξιάς Βουλής της Πέμπτης Δημοκρατίας, λίγες μόνο εβδομάδες μετά το κίνημα…). Επιπλέον, όπως το σημειώσαμε και πιο πάνω, σήμερα είναι το FN/RN που φαίνεται να είναι η δύναμη που επωφελείται περισσότερο από την ευρεία λαϊκή απόρριψη της αντιμεταρρύθμισης, για λόγους ουσίας που δεν αντισταθμίζονται από τις πραγματικές κοινοβουλευτικές πρακτικές της ακροδεξιάς. Ας σημειώσουμε, ωστόσο, ότι οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται σήμερα βασίζονται στο ηττοπαθές σενάριο –το οποίο και σήμερα έχει κατά πολύ την αποδοχή από τους ερωτηθέντες– ότι ο Μακρόν δεν θα υποχωρήσει. Αν το κίνημα τελικά νικήσει, η υπόθεση μιας πολιτικοεκλογικής ανόδου της αριστεράς δεν θα ήταν καθόλου εξωπραγματική, ακόμη και αν τίποτα δεν δείχνει ότι θα εξουδετέρωνε απλώς και πλήρως εκείνη της ακροδεξιάς, δεδομένης της “κανονικοποίησης” της τελευταίας τόσο στο μιντιακό τοπίο όσο και στο πολιτικό πεδίο.

***

Η κινητοποίηση δημιούργησε αναμφισβήτητα μια νέα κατάσταση και ένα σταυροδρόμι επιλογής, με την έννοια μιας δυναμικής για ρήξη με την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων. Προφανώς τα πάντα δεν είναι απλώς στο χέρι μας, αλλά προοπτικές που πριν από λίγους μήνες μπορεί να φάνταζαν απρόσιτες είναι πλέον σήμερα πολύ προσιτές. Δεν θα υπάρξει ανακωχή κατά τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες αγώνα. Σε εμάς εναπόκειται να αναγκάσουμε να υποχωρήσουν, όχι μόνο η πολιτική εξουσία, αλλά και τα ίδια τα όρια του τί είναι εφικτό.

Ugo Palheta

28 Μαρτίου 2023

* Ο συγγραφέας ευχαριστεί τα μέλη της συντακτικής ομάδας του Contretemps για τα σχόλια και τις υποδείξεις τους σχετικά με μια πρώτη έκδοση αυτού του κειμένου, αλλά παραμένει αποκλειστικά υπεύθυνος για τις θέσεις που υπερασπίζεται σε αυτό το άρθρο.

Μετάφραση από το Contretemps: Ugo Palheta “11 thèses politiques sur le mouvement de janvier-mars 2023

[1]Contretemps, Édito, Stratégie: “Pour l’insurrection”, 20/3/2023. Μετάφραση στα ελληνικά από το rproject: “Για την εξέγερση”. [Εκτός αν αλλιώς αναφέρεται, οι σημειώσεις είναι της ελληνικής μετάφρασης].

[2]Λίγα για τον αγώνα αυτόν: Zad de Notre-Dame-des-Landes.

[3]Juan Chingo “Bataille des retraites. Du moment Berger au moment pré-révolutionnaire”, Révolution Permanente.

[4]Frédéric Lordon “Un pays qui se soulève” Le Monde Diplomatique.

[5]“À lire un extrait de « En quel temps vivons-nous ? », de Jacques Rancière”, Contretemps, 2017.

[6]Juan Chingo “Bataille des retraites. Du moment Berger au moment pré-révolutionnaire” Révolution Permanente.

[7]Τόσο πολύ που πολλοί φοιτητές πηγαίνουν σε διαδηλώσεις, αλλά χωρίς να συζητούν συλλογικά το κίνημα στο πλαίσιο γενικών συνελεύσεων (και a fortiori επιτροπών απεργίας ή κινητοποιήσεων), και επομένως χωρίς να αποφασίζουν για τις μελλοντικές πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν (ιδίως για την επέκταση της περιμέτρου των κινητοποιημένων φοιτητών), γεγονός που περιορίζει τα αποτελέσματα της πολιτικοποίησης που αναγκαστικά παράγει κάθε κίνημα τέτοιας κλίμακας [σημείωση συγγραφέα].

rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος