Το χρέος και ο… ελέφαντας

Το χρέος και ο… ελέφαντας

  • |

Tη βασική ευθύνη για τη μεγέθυνση του ομοσπονδιακού χρέους των ΗΠΑ από την αρχή του 21ου αιώνα έως σήμερα φέρουν κατά σειρά μεγέθους οι πόλεμοι και οι αμυντικές δαπάνες, η διάσωση των τραπεζών από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και ο άκρατος πλουτισμός των φαρμακοβιομηχανιών για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19.
Κυβέρνηση Μπάιντεν και Ρεπουμπλικανοί συμφώνησαν όπως αναμενόταν στην αύξηση του ορίου του ομοσπονδιακού χρέους των ΗΠΑ με περικοπές των δημόσιων δαπανών, από τις οποίες όμως εξαιρέθηκε το μεγαλύτερο βαρίδι τους, οι στρατιωτικές δαπάνες.

Μπάμπης Μιχάλης

Ωστόσο αν οι δύο πλευρές ήθελαν πραγματικά να αντιμετωπίσουν τη συνεχή διόγκωση του χρέους και τον κίνδυνο της χρεοκοπίας -με τον οποίο «έπαιξαν» ασύστολα στα πρόσφατα παζάρια τους- το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουν είναι η μείωση των στρατιωτικών δαπανών και ο τερματισμός των πολέμων.

Το 2000, το χρέος των ΗΠΑ ήταν 3,5 τρισ. δολάρια και αναλογούσε στο 35% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, πέρυσι, άγγιξε τα 24 τρισ. δολάρια και ήταν ίσο με το 95% του ΑΕΠ. Αν η αναλογία χρέους/ΑΕΠ είχε παραμείνει στο μέτριο 35% των αρχών του αιώνα, τότε το σημερινό χρέος θα ήταν 9 τρισ. δολάρια αντί για 24 τρισ. δολάρια.

Την απάντηση στο γιατί οι ΗΠΑ χρεώθηκαν με επιπλέον 15 τρισ. δολάρια σε αυτά τα 22 χρόνια δίνει μια ανάλυση του Ινστιτούτου Watson του Πανεπιστημίου Brown. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, το κόστος των πολέμων στους οποίους ενεπλάκησαν οι ΗΠΑ από το οικονομικό έτος 2001 έως το οικονομικό έτος 2022 ανήλθε στο επιβλητικό ποσό των 8 τρισ. δολαρίων.

Ηταν δηλαδή πάνω από το μισό του επιπλέον χρέους των 15 τρισ. δολαρίων σε αυτήν την περίοδο. Τα υπόλοιπα 7 τρισ. δολάρια προέκυψαν σύμφωνα με την ανάλυση από τα δημοσιονομικά ελλείμματα που προκάλεσαν η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 (και η διάσωση των τραπεζών) και η πανδημία Covid-19 (και ο άκρατος πλουτισμός των φαρμακοβιομηχανιών).

Η αποτίμηση αυτή δείχνει ότι τη βασική ευθύνη για τη μεγέθυνση του ομοσπονδιακού χρέους από την αρχή του 21ου αιώνα έως σήμερα στις ΗΠΑ φέρουν οι τρεις παραπάνω κλάδοι, με προεξάρχοντα αυτόν της αμυντικής βιομηχανίας.

Οι αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν εθιστεί στους πολέμους και στις στρατιωτικές δαπάνες και υπεύθυνο γι’ αυτό δεν είναι άλλο από το περιβόητο «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα», που εδώ και δεκαετίες ελέγχει απόλυτα το Κογκρέσο και τον Λευκό Οίκο, υπαγορεύοντας την εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης. Το ισχυρότερο λόμπι της Ουάσινγκτον ήταν αυτό που οδήγησε από το 2000 τις ΗΠΑ στους καταστροφικούς πολέμους στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Συρία, στη Λιβύη και τώρα στην Ουκρανία.

Κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή και στα κέντρα λήψης αποφάσεων χάρη στην επιτυχημένη στρατηγική διάχυσης του τεράστιου αμυντικού προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης προς κάθε εκλογική περιφέρεια που ψηφίζει τα μέλη του Κογκρέσου.

Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Επιτροπή Ερευνών του Κογκρέσου, «οι αμυντικές δαπάνες αγγίζουν πλέον κάθε μέλος τoυ που εκλέγεται από αυτές τις περιφέρειες, μεταξύ άλλων και μέσω αμοιβών, συντάξεων, επιδομάτων και άλλων παροχών σε στρατιωτικούς και συνταξιούχους, μέσω των οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχουν οι εγκαταστάσεις του και βέβαια μέσω της αγοράς οπλικών συστημάτων και εξαρτημάτων από την τοπική βιομηχανία».

Υπό αυτούς τους όρους, μόνο ένα γενναίο μέλος του Κογκρέσου θα τολμούσε να ψηφίσει ενάντια στις προσταγές του λόμπι της στρατιωτικής βιομηχανίας διακινδυνεύοντας να μην επανεκλεγεί ποτέ ξανά. Απόρροια αυτής της στρατηγικής είναι οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ να πλησιάζουν πλέον τα 900 δισ. δολάρια, αντιστοιχώντας σχεδόν στο 40% του παγκόσμιου συνόλου. Είναι μεγαλύτερες όσων ξοδεύουν όλες μαζί οι αμέσως 10 επόμενες χώρες της υφηλίου.

Πέρυσι ήταν τρεις φορές μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες της Κίνας, ενώ όπως εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, θα εκτοξευθούν την επόμενη δεκαετία (2024-2033) στο εντυπωσιακό ποσό των 10,3 τρισ. δολαρίων.

Το ένα τέταρτο αυτού του ποσού ή και περισσότερο θα μπορούσε να αποφευχθεί με τον τερματισμό των πολέμων επιλογής της Αμερικής, το κλείσιμο πολλών από τις περίπου 800 στρατιωτικές βάσεις που διαθέτουν οι ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο και τη διαπραγμάτευση νέων συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών με την Κίνα και τη Ρωσία.

Ωστόσο, αντί για ειρήνη μέσω της διπλωματίας και της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, το «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» συνεχίζει να χειραγωγεί την κοινή γνώμη, τρομάζοντας τακτικά τον αμερικανικό λαό με «κακοποιούς-καρικατούρες» τους οποίους οι ΗΠΑ οφείλουν να σταματήσουν με κάθε κόστος.

Ο κατάλογος μετά το 2000 περιλαμβάνει τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, τον Σαντάμ Χουσεΐν του Ιράκ, τον Μπασάρ αλ-Ασαντ της Συρίας, τον Μουαμάρ Καντάφι της Λιβύης, τον Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας και πρόσφατα τον Σι Τζινπίνγκ της Κίνας.

Ο πόλεμος, διαμηνύουν, είναι απαραίτητος για την επιβίωση της Αμερικής… Και συνεχίζουν να εισπράττουν.

efsyn.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος