της Χριστίνα Πάντζου
Στον δεύτερο γύρω των συνομιλιών ανάμεσα στα δύο κόμματα δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος.
Ο Κόστα χαρακτήρισε «ανεπαρκείς» τις προτάσεις που του παρουσίασε ο κεντροδεξιός συνασπισμός και κατηγόρησε τον Κοέλιο ότι «προσπαθεί να συνεχίσει να κυβερνά σαν να μην έχει συμβεί τίποτα στη χώρα, σαν να μην έχει καταλάβει πόσο άλλαξε ο κοινοβουλευτικός χάρτης».
Ο Κοέλιο επέρριψε την ευθύνη της «ασυνεννοησίας» στον Κόστα αρνούμενος νέα συνάντηση και ξεκαθαρίζοντας ότι δεν προτίθεται να κυβερνήσει με το πρόγραμμα των σοσιαλιστών και ούτε «να υποβάλω τη χώρα σε οποιουδήποτε είδους πολιτικό εκβιασμό, με τον χαμένο να επιβάλει όρους στον νικητή».
Αντίθετα οι σοσιαλιστές έχουν κατ’ αρχήν εξασφαλίσει τη στήριξη του Μπλόκου της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κόμματος, με τις ομάδες εργασίας να συνεχίζουν να επεξεργάζονται πυρετωδώς προτάσεις και μέτρα μιας νέας κυβέρνησης.
Πηγές της προεδρίας όμως άφησαν να διαρρεύσει στην «Diario de Noticias» πως, παρότι Σοσιαλιστές και Αριστερά διαθέτουν πλειοψηφία, ο πρόεδρος θα δώσει ούτως ή άλλως εντολή στον Κοέλιο, αφήνοντας να αποφασίσει η Βουλή αν θα παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας της Κεντροδεξιάς, και μόνο εφόσον αυτή καταψηφιστεί θα μπορούσε να δώσει εντολή στον Κόστα.
Ψάχνουν αποστάτες
Μια «πρόκληση» προς τους Σοσιαλιστές, καθώς η συμμαχία με την Αριστερά τούς εξασφαλίζει 122 έδρες έναντι 107 του Κοέλιο και, όπως επισημαίνουν πολιτικοί αναλυτές, θα αρκούσε να διαφοροποιηθούν λίγοι βουλευτές τους ώστε να συνεχίσει να κυβερνά η Κεντροδεξιά.
Ηδη σημαντικά στελέχη έχουν είτε παραιτηθεί, είτε ταχθεί δημόσια και κατηγορηματικά κατά της συνεργασίας με την Αριστερά, ενώ στα ΜΜΕ κυκλοφορεί το σενάριο της «αποστασίας» 15 βουλευτών που στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη του ηγέτη του κόμματος υποστήριξαν τον αντίπαλο του Κόστα.
Είναι ενδεικτική η ανάρτηση του βουλευτή Ντούαρτε Μάρκες στο Facebook:
Είμαι πεισμένος ότι την κρίσιμη στιγμή θα υπάρξουν στο PS άνθρωποι ικανοί να διαπραγματευτούν και να εγγυηθούν τη σταθερότητα που χρειάζεται η χώρα. Με τον Κόστα θα ασχοληθεί το PS. Εμείς θα συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με το μέλλον της Πορτογαλίας.
Ωστόσο όλα αποτελούν εικοτολογίες, πόσο μάλλον όταν ο Κόστα δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του, κάτι που αναμένεται να γίνει μέσα στο Σαββατοκύριακο, καταθέτοντας στο κόμμα του τη συγκεκριμένη πρόταση που θα παρουσιάσει κατά τη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών με τον πρόεδρο.
Εν αναμονή αυτής, οι πρωταγωνιστές επιχείρησαν να βρουν ερείσματα στις Βρυξέλλες στο περιθώριο της συνόδου κορυφής.
Ο Πάσος Κοέλιο συνομίλησε «θερμά» με την καγκελάριο Μέρκελ και δέχτηκε τα συγχαρητήρια του προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Ζόζεφ Ντολ, που διαβεβαίωσε πως ως νικητής πρέπει να σχηματίσει κυβέρνηση.
Ο δε Κόστα δεν κατάφερε μεν να συναντηθεί με τον Γάλλο πρόεδρο Ολάντ, αλλά απέσπασε τη στήριξη του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, που δήλωσε πως «θα επιθυμούσα να είναι πρωθυπουργός ο φίλος μου Αντόνιο Κόστα».
Από τις Βρυξέλλες ο Κόστα διαβεβαίωσε ξανά πως μια κυβέρνηση του κόμματός του, ενώ θα δώσει μάχη για να γυρίσει τη σελίδα της λιτότητας και της φτώχειας, συγχρόνως «θα σεβαστεί απόλυτα τις δεσμεύσεις της χώρας έναντι της Ε.Ε.».
Προ ημερών είχε δηλώσει πιο γλαφυρά πως «η Ευρώπη πρέπει να είναι ήσυχη».
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ», επιχειρώντας να καθησυχάσει θεσμούς και αγορές που αντέδρασαν έντονα στην προοπτική μιας κυβέρνησης με την Αριστερά: το χρηματιστήριο της Λισαβόνας σημείωσε αισθητή κάμψη στις αρχές της εβδομάδας, ενώ η απόδοση των πορτογαλικών 10ετών ομολόγων αυξήθηκε την Τετάρτη κατά 3 μονάδες βάσης στο 2,45%.
Και οι πιέσεις συνεχίζονται. Η Κομισιόν, που απέρριψε αίτημα της Πορτογαλίας για παράταση της προθεσμίας (15 Οκτωβρίου) κατάθεσης του προϋπολογισμού του 2016, διαμήνυσε πως πρέπει τάχιστα να καταθέσει το κείμενο με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές δεσμεύσεις, το οποίο η νέα κυβέρνηση να μπορεί απλώς να «επικαιροποιήσει» με κάποια μέτρα.
Το δε Συμβούλιο Δημόσιων Οικονομικών προειδοποίησε πως η αποκατάσταση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, που υπόσχεται ο Κόστα, θα ήταν καταστροφική για τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα, γιατί θα καταστούσε αδύνατη τη μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2017 και θα διατηρούσε το χρέος σε ποσοστό μεγαλύτερο το 120% του ΑΕΠ το 2019.