Το γερμανικό Die Linke πρόκειται να διασπαστεί, καθώς η πρώην ηγέτης του, η Sara Wagenknecht, απειλεί να φτιάξει το δικό της κόμμα. Οι δύο πλευρές έχουν αντιθετικές ιδέες για το πώς να πλασάρουν τους εαυτούς τους στους ψηφοφόρους – αλλά καμία τους δεν έχει στρατηγική για την οικοδόμηση ενός εργατικού κινήματος.
Μετά από χρόνια εκλογικών οπισθοδρομήσεων και φραξιονιστικών αντιπαραθέσεων, η καθοδική πορεία του σοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας, Die Linke, μπορεί επιτέλους να πλησιάζει στο τέλος της – ή, τουλάχιστον, να εισέρχεται σε μια νέα φάση.
Μετάφραση: Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε
Τον Ιούνιο, οι συμπρόεδροι, η Janine Wissler και ο Martin Schirdewan, ανακοίνωσαν ότι το Die Linke θα έχει «ένα μέλλον χωρίς τη Sara Wagenknecht» — κλείνοντας έτσι την πόρτα στην πιο γνωστή αλλά και πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του κόμματος. Κάποτε κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του Die Linke, αλλά τώρα σπάνια παρούσα στην Bundestag, κατηγορείται εδώ και καιρό από τους επικριτές της πως αψηφά την κομματική πειθαρχία για να προωθήσει τη δική της πολιτική ατζέντα, με τις επιθέσεις της σε αυτό που αποκαλεί «μεσοαστικό αριστερό life-style» να κυριαρχούν όλο και περισσότερο στις δημόσιες παρεμβάσεις της.
Από την ανακοίνωση των συμπροέδρων, ήταν σαφές ότι το κόμμα, όπως αυτό υπάρχει από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 δεν έχει πολύ μέλλον. Οι υποστηρικτές της Wagenknecht εικάζουν ανοιχτά για μήνες ότι θα αποχωρήσουν από το Die Linke, αλλά με την ομόφωνη απόφαση της ηγεσίας του κόμματος, μαζί με την ανακοίνωση της ακτιβίστριας ανθρωπίνων δικαιωμάτων Carola Rackete και του γιατρού και κοινωνικού λειτουργού Gerhard Trabert ως κορυφαίων υποψηφίων για τις Ευρωεκλογές, μια εδώ και χρόνια σερνόμενη διάσπαση φαίνεται τώρα επικείμενη.
Ένας τέτοιος χωρισμός των δρόμων εγκυμονεί σαφείς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου ότι κανένα κόμμα στα αριστερά των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) δεν θα εκπροσωπηθεί στο κοινοβούλιο το 2025. Ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο έρχεται ως ανακούφιση. Η ατμόσφαιρα στο Die Linke έχει γίνει από καιρό τοξική, με καμία πλευρά να μην εμπλέκεται σε κάτι που να θυμίζει εποικοδομητικό διάλογο και η καθεμία να κατηγορεί την άλλη για όλα τα προβλήματα του κόμματος. Η πιθανή αποχώρηση των υποστηρικτών της Wagenknecht θα δώσει και στις δύο πλευρές την ευκαιρία να μετρήσουν τα πολιτικά τους σχέδια με βάση τα δικά τους πλεονεκτήματα, παρά βάσει των υποτιθέμενων αμαρτιών των ανταγωνιστών τους.
Ωστόσο, πολλά ερωτήματα παραμένουν. Ποια είναι τα σχέδια τους — και μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα από ό,τι έκανε η Die Linke την τελευταία μιάμιση δεκαετία; Χρόνια δυσφήμησης και αυτό-δολιοφθοράς έχουν δημιουργήσει μόνο αδυναμία, με ελάχιστη πολιτική σαφήνεια. Ακόμη και μετά από μια διάσπαση με τους υποστηρικτές της Wagenknecht, το Die Linke θα παραμείνει διχασμένο ανάμεσα σε μια πιο συμφιλιωτική, κεντροαριστερή και μια ανοιχτά ριζοσπαστική «κινηματική» πτέρυγα, και αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να επιφέρει περαιτέρω διασπάσεις στο μέλλον. Οτιδήποτε είναι καλύτερο από το αδιέξοδο των τελευταίων ετών, αλλά η ανάκαμψη θα είναι μια μακρά και βραδής Στο χειρότερο σενάριο καμία πλευρά δεν θα ξεφύγει από τον αυτοεπιβαλλόμενο καθοδικό σπιράλ – και η Αριστερά στη Γερμανία θα μπορούσε να μείνει πίσω για δεκαετίες.
Πόλοι Ανικανότητας
Η συνέντευξη Τύπου στην οποία ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες της Rackete και του Trabert στις 17 Ιουλίου σκόπευε στο να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή. Η επιλογή της Rackete, γνωστής για το έργο της σε σκάφη διάσωσης μεταναστών, και η επιχειρηματολογία γύρω από αυτήν την επιλογή, ενσωματώνει την πολιτική διαδρομή που προηγουμένως συνδέθηκε με τους προκατόχους της σημερινής ηγεσίας. Η τοποθέτηση Wissler ότι το Die Linke «ανοίγεται τώρα σε ακτιβιστές και κοινωνικά κινήματα» είναι πρακτικά πανομοιότυπη με τον εκπεφρασμένο στόχο της πρώην συμπροέδρου Katja Kipping να κάνει το κόμμα την «πρώτη διεύθυνση» για «τους νέους που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο». Για να υπογραμμιστεί αυτός ο (όχι και τόσο) νέος προσανατολισμός, τη συνέντευξη Τύπου ακολούθησε μια άλλη συνέντευξη Τύπου μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Die Linke, στην οποία αυτοαποκαλούμενοι «ακτιβιστές του κινήματος» (εκπρόσωποι διαφόρων ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κλίμα) «εξέφρασαν τις προσδοκίες τους, τις ευχές τους και την κριτική τους στο κόμμα».
Η ανακοίνωση χαιρετίστηκε ως «πραξικόπημα» στο Twitter και σε ορισμένα τμήματα των αριστερών μέσων ενημέρωσης. Με τη στρατολόγηση ενός γνωστού προοδευτικού ονόματος εκτός κόμματος, η ηγεσία του Die Linke έστελνε ένα μήνυμα ότι η σελίδα είχε γυρίσει και απηύθυνε πρόσκληση σε συμπαθούντες και πρώην μέλη να επιστρέψουν στο μαντρί. Αναμφίβολα, η Rackete είναι μια ακτιβίστρια του κινήματος υψηλού προφίλ, συμπαθής μεταξύ των νεότερων υποστηρικτών του Die Linke και του ευρύτερου κεντροαριστερού περιβάλλοντος που φαίνεται να είναι ο πυρήνας της στρατηγικής της ηγεσίας. Τουλάχιστον προς το παρόν, φαίνεται ότι ηγετικές προσωπικότητες της φθίνουσας ανατολικής (σμ. ανατολικογερμανικής) πτέρυγας του κόμματος, όπως ο Dietmar Bartsch, έχουν δώσει την ευλογία τους. Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται να αναδύεται ένα νέο «στρατηγικό κέντρο», όπως ζητούσαν τα μέλη του κόμματος εδώ και τόσο καιρό. Αντιπροσωπεύουν όμως οι ακτιβιστές του κινήματος που μίλησαν στη συνέντευξη τύπου πραγματικά μια αξιόπιστη εκλογική βάση;
Η ηγεσία του Die Linke φαίνεται να διακυβεύει την επιβίωσή της στην ιδέα ότι οι ακτιβιστές που είναι σε θέση να οργανώνουν περιοδικά μεγάλες διαδηλώσεις αποτελούν ένα συνεκτικό κοινωνικό περιβάλλον που θα μπορούσε να συνδεθεί με το κόμμα μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, οι αντιρατσιστικές διαδηλώσεις “#unteilbar” και το “Fridays for Future”, για να πάρουμε δύο συχνά αναφερόμενα παραδείγματα, ήταν κάθε άλλο παρά συνεκτικά. Και τα δύο κινητοποιήθηκαν γύρω από προοδευτικούς στόχους – μια ανθρώπινη μεταναστευτική πολιτική και μια επειγόντως αναγκαία δράση για το κλίμα – αλλά η ταξική τους σύνθεση και η κομματική-πολιτική τοποθέτηση των συμμετεχόντων ήταν βαθιά ετερογενείς. Μερικοί, ίσως πολλοί, μπορούν να πειστούν να ψηφίσουν περιστασιακά υπέρ του Die Linke, αλλά επειδή πρόκειται ουσιαστικά για προσωρινές εκλογικές σχέσεις και όχι για τμήματα τάξεων ή συνεκτικά κοινωνικά μπλοκ, η διαμόρφωση τους στο είδος της κοινωνικής βάσης στην οποία στηρίζονται τα ιστορικά αριστερά κόμματα είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα.
Πέρα από τις κοινωνιολογικές πραγματικότητες που περιπλέκουν τον «κινηματικό προσανατολισμό» του κόμματος, υπάρχει το ζήτημα της ευρύτερης πολιτικής συγκυρίας. Αυτή η ανακοίνωση έρχεται σε μια εποχή που αυτά τα κινήματα βρίσκονται σε αδιέξοδο: οι μεγάλες κινητοποιήσεις για το κλίμα των τελευταίων ετών, μερικές από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, απέτυχαν να ωθήσουν την κυβέρνηση να επιταχύνει την οικολογική μετάβαση — πράγματι, ο αντικαγκελάριος Robert Habeck, ο ίδιος Πράσινος, φαίνεται να κάνει πίσω από στην υπόσχεσή του να καταργήσει σταδιακά την παραγωγή άνθρακα έως το 2038, κάτι που οι ολοένα και πιο απελπισμένες τακτικές ορισμένων τμημάτων του κινήματος έχει αποδειχθεί ότι δεν μπορούν να αλλάξουν.
Παρά την επιτυχία του #unteilbar να κινητοποιήσει υπέρ μιας ανθρώπινης μεταναστευτικής πολιτικής, μια κυβέρνηση με επικεφαλής τους Πράσινους και το SPD ενέκρινε τις δρακόντειες μεταρρυθμίσεις της ΕΕ για το άσυλο, ενώ η υπουργός Εσωτερικών Nancy Faeser διαπραγματεύεται με αυταρχικούς ηγέτες στη Βόρεια Αφρική για τη κράτηση πιθανών μεταναστών εκτός των συνόρων της Ευρώπης . Ο ίδιος ο συνασπισμός #unteilbar διαλύθηκε αθόρυβα το 2022 αφού «η δυναμική είχε χαθεί». Τώρα που μια δεξιά πολιτική ασύλου υιοθετείται από τον αυτοαποκαλούμενο «συνασπισμό της προόδου» της Γερμανίας, φαίνεται ότι δεν μπορεί να ανακτήσει αυτή του τη δυναμική.
Στο Βερολίνο και σε ολόκληρη τη Γερμανία, μεμονωμένα κοινωνικά κινήματα έχουν σημειώσει μικρές νίκες εδώ κι εκεί, αλλά συνολικά το κόμμα φαίνεται να συγκεντρώνει έναν συνασπισμό ομάδων που στέκονται αβοήθητοι στο να αντισταθούν στους μεγαλύτερους σπασμούς στην κοινωνία. Αν και ασυνείδητα, η αναφορά της Wissler στο Die Linke ως «πόλο ελπίδας» απηχεί αυτή την αδυναμία – ούτε το κόμμα ούτε οποιαδήποτε άλλη προοδευτική δύναμη στη Γερμανία βρίσκεται επί του παρόντος σε άνοδο, αλλά μαζί μπορούν να ελπίζουν ότι θα πάρουν μαζί το 5% στις επόμενες εκλογές και να σώσουν ό,τι απομένει να σωθεί.
Αυτός ο άξονας μπορεί κάλλιστα να αρκεί για να σώσει το κόμμα από την άμεση εκλογική λήθη. Η οπισθοδρόμηση της κυβέρνησης από τις προεκλογικές τις υποσχέσεις και η γενική προθυμία να καταργήσει την υπολειπόμενη αξιοπιστία της άφησε περιθώριο στο Die Linke να ξεκολλήσει ένα κομμάτι από το πράσινο και το σοσιαλδημοκρατικό εκλογικό σώμα. Αυτό που δεν θα κάνει, ωστόσο, είναι να τοποθετήσει το κόμμα σε σταθερές βάσεις για το μέλλον. Το Die Linke είχε κάποτε την κύρια εκλογική του βάση στα ανατολικά θεωρούμενη από καιρό ως η «ασφάλεια ζωής» του έναντι της εκλογικής αφάνειας, αλλά αυτή η βάση αποτελεί πλέον ιστορία. Το Die Linke του μέλλοντος θα εξαρτάται από τους μεταβαλλόμενους εκλογικούς ανέμους και έναν εύθραυστο συνασπισμό ψηφοφόρων των οποίων οι επιλογές καθοδηγούνται σε μεγάλο βαθμό από τις πεποιθήσεις και τις εκλογικές τακτικές. Αν για παράδειγμα οι Πράσινοι αρχίσουν απροσδόκητα να χρησιμοποιούν αριστερό λεξιλόγιο στην επόμενη εκστρατεία, αυτός ο συνασπισμός θα μπορούσε γρήγορα να διασπαστεί.
Η Wageknecht περιπλανιέται στο κενό
Στην άλλη πλευρά του χάσματος, η πτέρυγα της Wagenknecht πρέπει να αποφασίσει αν το μέλλον της βρίσκεται αλλού. Παρά τη διαρκή δημοτικότητά της τόσο σε ένα τμήμα του Die Linke όσο και στο ευρύτερο κοινό, οι υποστηρικτές της είναι απομονωμένοι εντός του κομματικού μηχανισμού εδώ και χρόνια, και από το πιο πρόσφατο συνέδριο δεν εκπροσωπούνται στην ηγεσία. Παρά το γεγονός ότι επιμένει δημοσίως ότι δεν έχει αποφασίσει ακόμη εάν θα ιδρύσει νέο κόμμα, ο στενός της κύκλος προετοιμάζει ενεργά μια τέτοια κίνηση και αθόρυβα προσεγγίζει στελέχη του Die Linke σε όλη τη χώρα για να μετρήσει το ενδιαφέρον τους.
Ωστόσο, ποιο θα είναι αυτό το κόμμα – ή πότε θα εμφανιστεί – παραμένει η εικασία του καθενός, καθώς οι πρωταγωνιστές του έχουν μείνει εντυπωσιακά σιωπηλοί σχετικά με τις λεπτομέρειες. Οι φήμες ότι ελπίζουν να ιδρύσουν ένα «κόμμα στελεχών» και οι δημόσιες δηλώσεις της ίδιας της Wagenknecht ότι τα νέα κόμματα μπορούν επίσης να προσελκύσουν δύσκολους ανθρώπους, υποδηλώνουν ότι δεν θα είναι άλλο ένα «Aufstehen», η αποτυχημένη προσπάθειά της να ξεκινήσει ένα μαζικό κίνημα στα πρότυπα των κίτρινων γιλέκων. , αλλά μάλλον ένας πιο πιο σφιχτός σχηματισμός. Αντί για μια μαιλ- λιστ 100.000 ατόμων με ελάχιστη οργανωτική υποδομή στην κορυφή, μπορούμε να περιμένουμε μια πολύ πιο ελεγχόμενη συγκεντρωτική δομή που θα ποντάρει στη δημοτικότητα της Wagenknecht ως εισιτήριο για την πολιτική ορατότητα.
Η εκτίμηση αυτή δεν είναι και τόσο τραβηγμένη. Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν τακτικά πως η Wagenknecht είναι μια από τις πιο δημοφιλείς πολιτικούς της Γερμανίας, (σμ μια δημοφηλία) που υπερβαίνει κατά πολύ το αριστερό στρατόπεδο. Η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι ένα κόμμα υπό την ηγεσία της Wagenknecht θα μπορούσε να πάρει την πρώτη θέση στις πολιτειακές εκλογές στη Θουριγγία το επόμενο έτος, ενώ μια άλλη τον Ιούνιο έδειξε ότι το 19% των ψηφοφόρων ήταν τουλάχιστον ανοιχτό να ψηφίσουν για ένα κόμμα Wagenknecht.
Δεδομένου ότι το Die Linke μαραζώνει στο 4 ή 5 τοις εκατό, αυτοί οι αριθμοί ακούγονται εντυπωσιακοί. Η προοπτική ότι η Wagenknecht θα μπορούσε να αποσπάσειι ένα σημαντικό κομμάτι ψηφοφόρων από την ακροδεξιά «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική δεδομένης της τρέχουσας ενίσχυσης αυτού του κόμματος. Ωστόσο, δεν ήταν όλες οι δημοσκοπήσεις τόσο θετικές – μια πρόσφατη δημοσκόπηση της YouGov έδειξε ότι μόνο το 2 τοις εκατό των Γερμανών είναι πρόθυμοι να στηρίξουν τη Wagenknecht σε εθνικές εκλογές – και είναι ακόμη ασαφές εάν θα είναι πράγματι υποψήφια στις εκλογές με το νέο κόμμα ή απλώς θα χρησιμεύει ως συμβολική φιγούρα του.
Ακόμη και εκτός από τις μεθοδολογικές δυσκολίες μέτρησης της υποστήριξης για ένα υποθετικό κόμμα, οι εικασίες για τους αριθμούς των ψηφοφοριών της Wagenknecht υποδεικνύουν ένα βαθύτερο πρόβλημα για το εγχείρημα: συγκεκριμένα, την πλήρη εξάρτησή του από την επιλογή της να είναι υποψήφια στις εκλογές και την έκδηλη έλλειψη εξέχοντος στελεχιακού δυναμικού πίσω της . Αυτό είναι αναμφισβήτητα ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα από ό,τι για το ίδιο το Die Linke, το οποίο επίσης δυσκολεύτηκε να δημιουργήσει νέους ηγέτες του ίδιου διαμετρήματος με την ιδρυτική του γενιά.
Εάν υποβάλει υποψηφιότητα, η Wagenknecht δεν μπορεί να διεκδικήσει κάθε κούρσα, και αυτό από μόνο του αρκεί για να δημιουργηθούν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια τέτοιων δημοσκοπήσεων. Είναι ένα πράγμα για έναν απογοητευμένο κεντροδεξιό ψηφοφόρο να λέει σε μια τηλεφωνική δημοσκόπηση έντ ότι θα ψηφίσει για ένα θεωρητικό κόμμα Wagenknecht. Είναι εντελώς διαφορετικό να στραφεί σε κάποιον σχετικά άγνωστο άλλο υποψήφιο που τυγχάνει να μοιράζεται μια εκλογική λίστα με εκείνη την καλεσμένη των γερμανικών talk-show που πολώνει περισσότερο. Εάν επιλέξει να μην θέσει υποψηφιότητα και αντ ‘αυτού επιλέξει έναν ρόλο πρωταγωνίστριας, η μετατροπή αυτών των πρώιμων δημοσκοπήσεων σε εκλογικά αποτελέσματα πιθανότατα θα αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη και η μετατροπή αυτών των αποτελεσμάτων σε μια εθνική πολιτική οργάνωση ακόμα δυσκολότερη Έτσι, είναι πιο πιθανό μια λίστα υποψηφίων στηριζόμενη από τη Wagenknecht να κατέβει στις ευρωεκλογές του 2024 ως δοκιμαστικό μπαλόνι πριν εκείνη να ιδρύσει ένα πραγματικό κόμμα.
Δρόμοι προς τον Σοσιαλισμό
Αλλά δεν είναι μόνο οι εκλογές. Για τους σοσιαλιστές στη Γερμανία, το σχετικό ερώτημα γύρω από την αναδυόμενη διάσπαση είναι ποια από τις δύο πλευρές έχει περισσότερες δυνατότητες να συγκροτήσει ένα ολοένα και πιο κατακερματισμένο αριστερό μπλοκ και να ρίξει βαθύτερες ρίζες στα σχετικά μεγάλα και ισχυρά συνδικάτα της χώρας. Και εδώ η άμεση προοπτική είναι αποθαρρυντική. Η επιλογή του Die Linke να προτείνει την Carola Rackete και τον Gerhard Trabert αναμφισβήτητα επιβεβαιώνει, τουλάχιστον επιφανειακά τη βασική κατηγορία της Wagenknecht ότι το κόμμα έχει απομακρυνθεί σταδιακά από τον πυρήνα του, την «παραδοσιακή» εργατική τάξη, απευθυνόμενο αντ’ αυτού στην προοδευτική μεσαία τάξη των ψηφοφόρων των πόλεων. Δεν σημαίνει πως το Die Linke έχει σταματήσει να μιλάει για κοινωνικά ζητήματα – τον Ιούλιο ο συμπροεδρεύων Martin Schirdewan και ο βετεράνος ηγέτης του Gregor Gysi παρουσίασαν μια σειρά προτάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης του κόστους ζωής μέσω της φορολόγησης των πλουσίων. Αλλά το κόμμα έχει πράγματι μετατοπίσει τη ρητορική και την προβολή του ώστε να εμφανιστεί, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας, ως κόμμα ακτιβιστών του κοινωνικού κινήματος παρά ως κόμμα εργαζομένων.
Η ηγεσία του Die Linke απορρίπτει αυτή την κατηγορία και επιμένει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα διαφορετικές γραμμές κοινωνικής σύγκρουσης. Ωστόσο, αυτή η δήλωση, αν και σωστή σε αφαιρετικό επίπεδο, χάνει την ουσία. Ασφαλώς, τα σοσιαλιστικά κόμματα μπορούν και πρέπει να έχουν θέσεις για κάθε είδους ζητήματα. Το ερώτημα μάλλον είναι πως κοινοποιούν αυτές τις θέσεις, ποιες τονίζουν και πώς οραματίζεται το κόμμα την κοινωνική αλλαγή. Επιλέγει να παρουσιαστεί ως ένα κόμμα ηθικά ορθών πράξεων ή ως ένα κόμμα των απαξιωμένων, των εγκαταλελειμμένων και των δυσαρεστημένων; Είτε συνειδητά είτε όχι, το Die Linke φαίνεται ότι επέλεξε το πρώτο.
Μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος της βάσης του Die Linke δεν το συμμερίζεται, όπως αντανακλά η καταστροφική απόδοση του κόμματος μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης και των συνδικαλιστών στις εκλογές του 2021. Ακόμη και στο Βερολίνο, μια πόλη που ευνοεί περισσότερο την «κινηματιστική» στρατηγική από άλλα μέρη της Γερμανίας, οι πρόσφατες εκλογές είδαν την υποστήριξή στα ιστορικά του προπύργια στα ανατολικά τμήματα της πόλης να καταρρέει, με τα κέρδη του στο δυτικό τμήμα της πόλης απλά να μην μπορούν να καλύψουν αυτές τις απώλειες. Το αν οι βαθύτερες αιτίες αυτής της παρακμής εντοπίζονται πραγματικά στο μεταβαλλόμενο δημόσιο πρόσωπο του κόμματος ή οφείλονται σε βαθύτερες και πιο περίπλοκες δυναμικές είναι ανοιχτό προς συζήτηση. Αλλά δεν χρειάζεται ένα διδακτορικό στις πολιτικές επιστήμες για να συμπεράνει κανείς πως οι δυσκολίες του κόμματος δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο στις σκληρές δημόσιες επιθέσεις της Wagenknecht.
Ωστόσο, αν και η Wagenknecht προσδιορίζει με ακρίβεια ότι το Die Linke απομακρύνεται από το εργατικό κίνημα, η λύση που προτείνει παραμένει πολύ λιγότερο πειστική. Σε αντίθεση με τη ριζοσπαστική αντισυστημική φιγούρα που παρουσιάζει στη δημόσια σκηνή, το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής της Wagenknecht θα μπορούσε άνετα να είχε υιοθετηθεί από την αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας της δεκαετίας του 1980. Οι θέσεις της σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής της είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνες με αυτές των συνδικαλιστικών οργανώσεων, και μερικές φορές ακόμη δεξιότερες, όπως όταν καταγγέλλει το υπερβολικό δημόσιο χρέος, επιτίθεται στην προσπάθεια της κυβέρνησης να καταργήσει σταδιακά τα συστήματα θέρμανσης με φυσικό αέριο ή πυροβολεί εναντίον των χαμηλών επιτοκίων, στα οποία βλέπει μια απαλλοτρίωση της μεσαίας τάξης.
Αφιερώνει επίσης πολύ λίγο χρόνο για να μιλήσει για τα συνδικάτα. Θα δυσκολευτείτε πολύ να βρείτε μια φωτογραφία της Wagenknecht σε μια γραμμή πικετοφορίας ή που να μιλάει με τους «κανονικούς ανθρώπους», που κατηγορεί το κόμμα της ότι αγνοεί, προτιμώντας αντ ‘αυτού, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, να επικρίνει τον χειρισμό της πανδημίας του COVID από την κυβέρνηση ή τους χειρισμούς γύρω από τον εν εξελίξει πόλεμο στην Ουκρανία. Και ενώ κατηγορεί τους παλιούς συντρόφους της ότι αποξένωσαν τους εργάτες με το να συστρατεύονται σε αριστερούς φιλελεύθερους πολιτισμικούς πολέμους —πραγματικούς ή φανταστικούς — η Wagenknecht ακολουθεί ολοένα και περισσότερο την αντίστροφη προσέγγιση, αφιερώνοντας όλο και μεγαλύτερη προσοχή σε αυτούς τους ίδιους πολιτισμικούς πολέμους με την προφανή πεποίθηση ότι η εργατική τάξη θα κερδηθεί. πίσω στην αριστερή πολιτική πολεμώντας ενάντια στην «αφύπνιση».
Διατυπώνοντας μια μη απολογητική πολωτική θέση σε αυτά τα ζητήματα, η Wagenknecht προκαλεί τεράστια προσοχή και γίνεται σημείο ταύτισης για απογοητευμένους ανθρώπους όλων των ειδών. Όμως, παρόλο που τα ζητήματα ψωμιού εμφανίζονται τακτικά στις εμφανίσεις της στα μέσα ενημέρωσης και στα εβδομαδιαία ενημερωτικά δελτία της, συχνά εντάσσονται – όπως συμβαίνει με τους αντιπάλους της στο Die Linke, παρεμπιπτόντως – σε έναν μεγαλύτερο κατάλογο επικρίσεων στην κυβέρνηση και αιχμηρών πολιτικών αιτημάτων. Μια γενική, συστηματική κριτική του καπιταλισμού ως συστήματος ή η επίκληση ενός υποκειμένου – όπως, για παράδειγμα, το οργανωμένο εργατικό κίνημα – που θα μπορούσε να εξαπολύσει μια συντονισμένη επίθεση στο εν λόγω σύστημα απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό
Οι σοσιαλιστές στη Γερμανία είναι έτσι εγκλωβισμένοι μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Ούτε το Die Linke ως έχει, ούτε ένα κόμμα της Wagenknecht (σε περίπτωση που υπάρξει) προσφέρουν υποσχόμενες προοπτικές για την οικοδόμηση ενός μαζικού σοσιαλιστικού κινήματος με ρίζες στην εργατική τάξη βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Ενώ το Die Linke έχει μέρος των ριζών του στα συνδικάτα της δυτικής Γερμανίας της δεκαετίας του 2000 δεν κατάφερε να διατηρήσει, πόσο μάλλον να επεκτείνει, αυτή τη συνδικαλιστική βάση και η Wagenknecht και οι υποστηρικτές της —αν και σίγουρα δημοφιλείς σε ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων της εργατικής τάξης— έχουν λίγες οργανωτικές δομές στις οποίες μπορούν να στηριχτούν. Πράγματι, η οργανωτική τους βάση βρίσκεται ακριβώς στην κοινοβουλευτική ομάδα του Die Linke και σε ένα συρρικνώμενο δίκτυο συμπαθούντων στον κομματικό μηχανισμό. Μια ταλαντούχα ομάδα οργανωτών θα μπορούσε ίσως να αξιοποιήσει τη δημοτικότητα της Wagenknecht για να συγκροτήσει με αντίστροφο τρόπο ένα κόμμα της εργατικής τάξης, όπως προσπάθησαν να κάνουν οι σοσιαλιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες με τις εκστρατείες του Bernie Sanders, αλλά δεδομένου του ιστορικού του Aufstehen, δεν πρέπει να διατηρούμε πολλές ελπίδες.
Ανεβαίνοντας το λόφο ανάποδα
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες είδαμε μια εξέλιξη σε όλη την Ευρώπη όπου πολλοί ακτιβιστές του κοινωνικού κινήματος συνειδητοποίησαν ότι η διαμαρτυρία δεν ήταν αρκετή και άρχισαν να διοχετεύουν τις προσπάθειές τους στην ίδρυση νέων πολιτικών κομμάτων ή στην επιδίωξη να μεταμορφώσουν ιστορικά κόμματα όπως οι Εργατικοί στη Βρετανία. Στο Die Linke, φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο, καθώς το κόμμα προσεγγίζει την «αριστερή κοινωνία των πολιτών», έναν ασαφή όρο που περιλαμβάνει τα πάντα, από ενώσεις κοινωνικής πρόνοιας έως ΜΚΟ για τα δικαιώματα των προσφύγων και το Fridays for Future.
Το Die Linke επιστρέφει έτσι στις διεργασίες ενός προηγούμενου διαστήματος εντός της ευρωπαϊκής αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα προσπάθησαν να επανεφεύρουν τους εαυτούς τους ως «κόμματα κινημάτων» και κοινοβουλευτική φωνή του «δρόμου». Η ενέργεια των κινημάτων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο έφερε μερικά από αυτά στο κοινοβούλιο, αλλά τίποτε περισσότερο. Το πιο επιτυχημένο παράδειγμα εκείνης της εποχής, το Κομμουνιστικό Κόμμα Επανίδρυσης της Ιταλίας, έχει περιθωριοποιηθεί πολιτικά από τα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Η οικονομική κρίση του 2008 και οι πολιτικές αναταραχές που προκάλεσε έμοιαζαν να προσφέρουν την ευκαιρία να πολωθεί ξανά η κοινωνία πάνω σε ταξικές γραμμές και να ενωθεί η ευρεία πλειοψηφία ενάντια σε μια καπιταλιστική ελίτ που είχε προκαλέσει την κρίση και συνέχισε να επωφελείται από αυτήν ενώ οι υπόλοιποι υπέφεραν. Απογοητευμένοι από τον αργό ρυθμό των κομμάτων της Νέας Αριστεράς ιδρυτές πολιτικών κομμάτων όπως ο Pablo Iglesias και ο Jean-Luc Melénchon έχτισαν νέους σχηματισμούς που σημείωσαν εντυπωσιακά εκλογικά αποτελέσματα φαινομενικά εν μία νυκτί. Και αυτοί, ωστόσο, δυσκολεύτηκαν να μεταφράσουν αυτή τη δυναμική σε ανθεκτικές οργανωτικές δομές. Τόσο το Podemos όσο και το France Insoumise επιχείρησαν από τότε σε μεγάλο βαθμό να κινηθούν προς πιο παραδοσιακές κομματικές δομές, σε μια προσπάθεια να διορθώσουν αυτό το πρόβλημα. Η Wagenknecht φαίνεται να κινείται τώρα σε παρόμοια κατεύθυνση, αλλά σε μια περίοδο όπου τα ταξικά ζητήματα έχουν επισκιαστεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία και πολιτική δυναμική έχει η ακροδεξιά.
Αντί να μιμείται τις φόρμουλες των προηγούμενων ευρωπαϊκών αριστερών σχεδίων του παρελθόντος, η γερμανική αριστερά μέσα και έξω από το Die Linke θα έπρεπε να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά στον γίγαντα που κοιμάται στην πίσω αυλή της: την οργανωμένη εργατική τάξη. Οι σοσιαλιστές εκκινούν από τον κεντρικό ρόλο των εργαζομένων όχι λόγω αισθητικής προτίμησης, αλλά ως συνέπεια του απλού γεγονότος ότι ο ρόλος τους στη διαδικασία της παραγωγής και μαζί η ικανότητα τους να νεκρώσουν αυτή τη διαδικασία και να σταματήσουν τη ροή των κερδών τους δίνει απίστευτη δυνητική δύναμη, με την οποία δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε η μεγαλύτερη διαδήλωση. Αυτή η δυνατότητα φάνηκε την περασμένη άνοιξη στο απεργιακό κύμα της χώρας, όταν οι εργαζόμενοι σε διάφορους κλάδους μπόρεσαν να κερδίσουν αυξήσεις που υπερέβαιναν τον πληθωρισμό, κάνοντας έτσι απτή διαφορά στις ζωές εκατομμυρίων.
Αυτή η δυνητική δύναμη είναι, φυσικά απλώς μια δυνατότητα και η Αριστερά στη Γερμανία απέχει πολύ από το να μιλήσει στη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, πόσο μάλλον να τη διοχετεύσει σε ένα μαζικό πολιτικό κίνημα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο παραμένει το καλύτερο στοίχημα της Αριστεράς όχι μόνο για την είσοδο της στην κυβέρνηση, αλλά και για την άσκηση της κρατικής εξουσίας με τρόπο που να οδηγεί σε πιο θεμελιώδεις κοινωνικές αλλαγές. Τελικά, όποιος θέλει να νικήσει τον καπιταλισμό δεν έχει άλλη επιλογή από το να αναλάβει αυτό το τεράστιο έργο.
kommon.gr