Η αρχιτεκτονική των φτωχών, η αρχιτεκτονική της συνύπαρξης

Η αρχιτεκτονική των φτωχών, η αρχιτεκτονική της συνύπαρξης

  • |

Πού και πού βλέπεις κάποιες σοβατισμένες προσόψεις, ενώ οι υπόλοιπες όψεις, όσες μένουν ακάλυπτες και δεν ακουμπούν σε μεσοτοιχίες, αφήνονται ανεπίχριστες, μιας και το σοβάτισμα στις παραγκουπόλεις αποτελεί μεγάλη πολυτέλεια. Μια κυβιστική αρχιτεκτονική, που δίνει τη δυνατότητα ν’ ακουμπά το ένα χτίσμα δίπλα στο άλλο, να επεκτείνεται δίχως να επηρεάζει το γειτονικό του, θαρρείς και υφίσταται ένας άτυπος μοντερνισμός από τα κάτω, μια αρχιτεκτονική της στοιχειώδους ανάγκης – αναρχική, εξισωτική, ελεύθερη!

Τάσης Παπαϊωάννου*
Μέξικο Σίτι: μια αχανής μεγα-πόλη πάνω σ’ ένα ψηλό οροπέδιο ξεχύνεται παντού, δίχως όρια, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου και ακόμα μακρύτερα. Το ιστορικό κέντρο γύρω από την κεντρική πλατεία, το Σόκαλο (Zocalo), είναι γεμάτο από τις τεράστιες εκκλησίες και τα επιβλητικά αποικιοκρατικά κτίρια των Ισπανών κατακτητών, στα οποία σήμερα στεγάζονται ως επί το πλείστον κρατικές υπηρεσίες και μουσεία. Λίγο μακρύτερα βλέπεις κι εδώ να υψώνονται οι γυάλινοι αστραφτεροί ουρανοξύστες, δείγματα μιας διεθνούς α-τοπικής αρχιτεκτονικής, σύμβολα της οικονομικής εξουσίας που διαφεντεύει και τη χώρα του Μεξικού. Εναέριοι αυτοκινητόδρομοι, μεγάλα πάρκα και πλατείες συμπληρώνουν τη μορφή της πόλης που δεν διαφέρει αισθητά από το τυποποιημένο διεθνές μοντέλο όλων των μεγαλουπόλεων όπου Γης.

Ισως όμως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο που διαφοροποιεί την απέραντη αυτή πόλη, ή καλύτερα αστικό μεγα-σχηματισμό, είναι τα εκατομμύρια σπίτια των φτωχών Μεξικανών. Αποτελούν μια συνεχή πυκνοδομημένη μάζα χτισμένου που απλώνεται πάνω σε πεδιάδες, ανηφορίζει σε πλαγιές, υπερκαλύπτει λόφους. Κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν αποικίες στρειδιών πάνω σε βράχους, αποτελούν ένα άναρχο συνονθύλευμα χώρων, με στενά σοκάκια να ξεχωρίζουν τα υποτυπώδη οικοδομικά τετράγωνα και να μετατρέπονται σε ατέλειωτες απότομες σκάλες, όταν ανηφορίζουν στις έντονες κλίσεις των υπερχτισμένων λόφων.

Τα τελεφερίκ, σε πάμπολλα σημεία της πόλης, πηγαινοφέρνουν τον «κόσμο των λόφων», σαν να τους ανεβοκατεβάζουν από τις ψηλές δυσκολοπροσπέλαστες «αετοφωλιές» τους κάτω στην πεδιάδα, που καλύπτει ολοκληρωτικά η γιγαντούπολη. Αναρωτιέσαι αν το κράτος κατασκεύασε αυτά τα τελεφερίκ για τη διευκόλυνση των φτωχών που ζουν στις παραγκουπόλεις των λόφων ή απλώς για να τους μεταφέρει πιο γρήγορα στις εργασίες τους, στα εργοστάσια και τις διάφορες επιχειρήσεις, αφού αποτελούν το πολυπληθές φτηνό εργατικό δυναμικό για τη λειτουργία τους. Φαίνεται πως τα εναέρια βαγονέτα που διαρκώς πηγαινοέρχονται πάνω από το κεφάλι σου, τις επιχειρήσεις διευκολύνουν, παρά τους κατοίκους στους λόφους.

Τα σπίτια τους είναι χτισμένα με πενιχρά μέσα και ευτελή υλικά, με «ό,τι εγκαταλελειμμένο μπορούν να βρουν τριγύρω». Βασικό υλικό δόμησης είναι ο γκρίζος τσιμεντόλιθος που αντικατέστησε τη χωμάτινη ωμόπλινθο των παλαιότερων κατασκευών. Περιμετρικοί και ενδιάμεσοι διαχωριστικοί τοίχοι αποτελούν τον φέροντα οργανισμό των σπιτιών, ενώ στις γωνίες ρίχνεται εκ των υστέρων σκυρόδεμα με ελάχιστο οπλισμό, που δένει κάπως τους τσιμεντόλιθους μεταξύ τους. Στο τέλος μια λεπτή πλάκα μπετόν καλύπτει τους χώρους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ξύλινες πυκνές δοκίδες στηρίζουν την υποτυπώδη στέγη, με λαμαρίνες για τελική επικάλυψη.

Τα περισσότερα χτίζονται σταδιακά μέσα στα χρόνια, προσθέτοντας κάθε τόσο κι έναν καινούργιο χώρο, ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας, ακολουθώντας τους προαιώνιους κανόνες της πιο μακρινής παράδοσης. Σε πολλά ξεμυτάνε πάνω από τα δώματα οι αναμονές του οπλισμού για τη μελλοντική προσθήκη και στέκουν έτσι ψηλά, σαν ικεσία προς τον ουρανό να ξημερώσουν καλύτερες μέρες. Σ’ όλες τις ταράτσες βρίσκονται, σαν σήμα κατατεθέν, οι μαύρες πλαστικές κυλινδρικές δεξαμενές του νερού. Δίχως αυτές θα ήταν αδύνατον να ζήσουν, αφού στις φτωχογειτονιές του Μεξικού τα δίκτυα κοινής ωφέλειας είναι ανύπαρκτα.

Πού και πού βλέπεις κάποιες σοβατισμένες προσόψεις, ενώ οι υπόλοιπες όψεις, όσες μένουν ακάλυπτες και δεν ακουμπούν σε μεσοτοιχίες, αφήνονται ανεπίχριστες, μιας και το σοβάτισμα στις παραγκουπόλεις αποτελεί μεγάλη πολυτέλεια. Μια κυβιστική αρχιτεκτονική, που δίνει τη δυνατότητα ν’ ακουμπά το ένα χτίσμα δίπλα στο άλλο, να επεκτείνεται δίχως να επηρεάζει το γειτονικό του, θαρρείς και υφίσταται ένας άτυπος μοντερνισμός από τα κάτω, μια αρχιτεκτονική της στοιχειώδους ανάγκης – αναρχική, εξισωτική, ελεύθερη! Μια αρχιτεκτονική που είναι το αποτέλεσμα της συνύπαρξης, της συλλογικής κατοίκησης, της ζωής που πασχίζει να βρει χώρο για να εγκατασταθεί και να υπάρξει. Αλλά και μια αρχιτεκτονική «διεθνής», αφού όμοιος είναι ο τρόπος που χτίζεται κάθε σπιτάκι σε όλες τις παραγκουπόλεις του κόσμου: «Μ’ αίμα χτισμένα, κάθε πέτρα και καημός / κάθε καρφί τους πίκρα και λυγμός», όπως κάποτε και στη δική μας Δραπετσώνα.

Μέσα όμως σ’ αυτήν την γκρίζα ομοιομορφία των κυβιστικών χτισμάτων, στη θλιβερή πραγματικότητα, ο Μεξικανός βάφει τα σπίτια του με τα πιο έντονα χρώματα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί! Κόκκινα, κίτρινα, φούξια, πράσινα, μπλε, ροζ, λουλακιά, μενεξεδιά, θαρρείς και βγαίνουν μέσα από πίνακες του Rivera και του Siqueiros ή μην τυχόν συμβαίνει το αντίστροφο; Εδώ όλοι οι κανόνες ανατρέπονται, οι αναπάντεχοι συνδυασμοί ξαφνιάζουν, τίποτε δεν μοιάζει ικανό να εμποδίσει τη μια απόχρωση ν’ ακουμπήσει δίπλα στην άλλη. Κι εκεί που νόμιζες πως εντόπισες έναν κανόνα, την άλλη κιόλας στιγμή, λίγο παρακάτω, αυτός ανατρέπεται. Η ελευθερία στη χρήση των χρωμάτων είναι καταλυτική, απόλυτη, αδιαπραγμάτευτη! Το χρώμα, ως αντίστιξη στον γκρι τσιμεντόλιθο, δίνει φως και ζωή στα σπίτια των φτωχών, σαν να ξορκίζει την κόλαση μέσα στην οποία ζουν.

Τα χρώματα: αυτά χαρακτηρίζουν το Μεξικό. Αυτά αποτελούν την ταυτότητά του. Τα τρόφιμα, τα φρούτα, τα λουλούδια, τα ρούχα, όπου και να στρέψεις το βλέμμα σου, αντικρίζεις μια πανσπερμία χρωμάτων. Η σχέση των Μεξικανών με το χρώμα έρχεται από πολύ βαθιά μέσα από την παράδοσή τους, είναι βασικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού τους. Δεν το αντιμετωπίζουν διακοσμητικά, δεν έχει να κάνει με κάποιου είδους αισθητική, όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Αποτελεί κύριο στοιχείο της υπόστασής τους, της κουλτούρας τους. Βάφουν -ζωγραφίζουν πιο σωστά- κάθε επιφάνεια για να γιορτάσουν τη ζωή, να περιγελάσουν –ίσως- τον θάνατο, να τραγουδήσουν το ξημέρωμα της καινούργιας μέρας. Βάφουν ακόμα και τους τάφους, αφού οι νεκροί έχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση στον πολιτισμό τους.

«Η λατρεία της ζωής, αν πράγματι είναι βαθιά και πλήρης, είναι και λατρεία του θανάτου· οι δύο έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Ο πολιτισμός που αρνείται τον θάνατο καταλήγει να αρνείται τη ζωή»1, μας επισημαίνει στοχαστικά ο Μεξικανός ποιητής Οκτάβιο Πας.

Παρατηρείς τις φτωχογειτονιές που σκαρφαλώνουν στις απότομες πλαγιές. Ανάμεσά τους, οι έντονες πινελιές ζωγραφίζουν το αστικό τοπίο. Οι τολμηρές αποχρώσεις θαρρείς κι αντιστέκονται κι αυτές μαζί με τους κατοίκους στη φορτική καθημερινότητα, στις αντίξοες συνθήκες. Σε μια κοινωνία της ανισότητας, που τους σπρώχνει διαρκώς στο περιθώριο. Υποτυπώδη σπίτια των γκρίζων τσιμεντόλιθων, ξύλινες αυτοσχέδιες καλύβες, κατοικίες του περιθωρίου υπάρχουν στον χώρο και τον χρόνο, δηλώνοντας τον αγώνα των φτωχών να διεκδικούν την αξιοπρεπή ζωή που δικαιούνται και που κανείς, μα κανείς, δεν έχει το δικαίωμα να τους τη στερήσει! «Συνειδητοποιείς για άλλη μια φορά αυτό που ήταν πάντοτε η συγκλονιστική αλήθεια κάθε πόλης, γιατί τι άλλο μπορεί να περιγράψει καλύτερα μια πόλη από τους ίδιους τους κατοίκους της»2.

1. Οκτάβιο Πας, «Ο λαβύρινθος της μοναξιάς». Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995 2. Τάσης Παπαϊωάννου, «Η αρχιτεκτονική και η πόλη», Καστανιώτης, Αθήνα 2008
*Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

https://www.efsyn.gr/stiles/ypografoyn/491350_i-arhitektoniki-ton-ftohon-i-arhitektoniki-tis-synyparxis

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος

Σχόλια (0)

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.