Η ιστορική διάλεξη του Τρότσκι στην Κοπεγχάγη αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους Ελληνες οπαδούς του, καθώς κατά τη διέλευσή του από τον Πειραιά είχαν την ευκαιρία να του εκφράσουν την υποστήριξή τους από απόσταση… αναπνοής.
Σταύρος Μαλαγκονιάρης
Το «άγνωστο» ταξίδι στη χώρα μας του εξόριστου τότε Λέοντος Τρότσκι έγινε στις 16 Νοεμβρίου 1932, σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, που δοκιμαζόταν σκληρά από:
1. Απηνείς διωγμούς, φυλακίσεις και εξορίες, μετά το Ιδιώνυμο που είχε ψηφίσει το 1924 η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου για τη δίωξη των κομμουνιστών και την καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων. Και
2. Βαθιά διχαστικές διασπάσεις ως επακόλουθο των εσωτερικών συγκρούσεων στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης, που είχαν οδηγήσει από το 1929 στην εξορία τον Τρότσκι.
Σε αυτή την «καυτή» χρονική συγκυρία η είδηση για την άφιξη του εξόριστου επαναστάτη στον Πειραιά, στη διάρκεια ταξιδιού του με τελικό προορισμό τη Δανία, γίνεται πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στις κομμουνιστικές οργανώσεις.
Ο «Νέος Ριζοσπάστης», όπως λεγόταν η εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος (Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς), κυκλοφορεί στις 17 Νοεμβρίου με πρωτοσέλιδο άρθρο και τίτλο «Φτείστε στα μούτρα τον μίστερ Τρότσκι!» και αναφέρει ότι την προηγουμένη έγινε συγκέντρωση εργατών στον Πειραιά για να τον αποδοκιμάσουν.
Από την πλευρά των «τροτσκιστών» υπήρχαν δύο βασικές οργανώσεις που έκαναν συγκεντρώσεις στον Πειραιά για να δουν από κοντά και να επευφημήσουν τον ηγέτη τους.
Η μεγαλύτερη οργάνωση ήταν οι «Αρχειομαρξιστές» (ονομάστηκαν έτσι από το περιοδικό τους «Αρχείο Μαρξισμού»), με επικεφαλής τον Δημήτρη Γιωτόπουλο.
Η οργάνωση, λόγω της μαζικότητάς της και της συγκριτικά σημαντικής εργατικής σύνθεσής της, είχε πάρει το 1930 από τον Τρότσκι και τη Γραμματεία της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης (από το 1938 και μετά, Δ’ Διεθνής) το χρίσμα της εκπροσώπησής τους στην Ελλάδα.
Η άλλη οργάνωση ήταν σαφώς μικρότερη, με ηγέτη τον Παντελή Πουλιόπουλο, που είχε καταδικάσει την απόφαση για αναγνώριση των «αρχειομαρξιστών» και επιθυμούσε μια συνάντηση με τον Τρότσκι καθώς πίστευε ότι είχε παραπληροφορηθεί.
Λίγο αργότερα (1934) η ομάδα Πουλιόπουλου θα ενωθεί με μια ομάδα υπό τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), που είχε αποχωρήσει από τους «αρχειομαρξιστές» και δημιούργησαν την Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΟΚΔΕ).
Ετσι, από τα ξημερώματα της 16ης Νοεμβρίου είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου στην προβλήτα της Τρούμπας, όπου «έδεσε», περίπου στις 7, το ατμόπλοιο «Πράγα».
«Μεταξύ αυτών, πρώτοι και καλύτεροι, οι Σταλινικοί, οι οπαδοί δηλαδή του σημερινού δικτάτορος της Ρωσσίας, του και αμείλικτου αντιπάλου του Τρότσκυ. Κοντά σ’ αυτούς οι αρχειομαρξισταί, οι οπαδοί δηλαδή του Τρότσκυ και οι Λικβινταρισταί, οπαδοί και αυτοί του Τρότσκυ, αλλ’ αντίπαλοι των αρχειομαρξιστών. Αυτοί αποτελούσαν το ένα μέρος εκείνων που συνέρρευσαν είτε να δουν τον Τρότσκυ, είτε να τον αποδοκιμάσουν. Το άλλο μέρος, το και πολυπληθέστερον, το αποτελούσαν οι περίεργοι, οι οποίοι όπως θα αντίκρυζαν κάτι, το αξιοθέατον, θ’ αντίκρυζαν και τον Τρότσκυ, τον φοβερόν αυτόν άνθρωπον, που ωργάνωσε, τον πρώτον, τον σημερινόν ρωσσικόν στρατόν», έγραφε η εφημερίδα «Ακρόπολις» (φ. 17.11.1932).
Οπως ήταν αναμενόμενο, τα «αίματα άναψαν» και κάποια στιγμή «τροτσκιστικοί και αντιτροτσκιστικοί ήρχισαν τας αντεγκλήσεις».
Η έγκαιρη επέμβαση λιμενικών και αστυνομικών απέτρεψε την πρόκληση επεισοδίων, αφού απομακρύνθηκαν οι διαδηλωτές και συνελήφθησαν ορισμένοι «οι οποίοι διεδήλωναν την απόφασιν να αποδοκιμάσουν ή και να επιτεθούν ακόμη κατά του Τρότσκυ αν απεβιβάζετο» («Ακρόπολις», ό.π.).
Το κατασκευής 1908 ατμόπλοιο «Πράγα», που ανήκε στον ιταλικό οίκο Λόυδ (Lloyd Triestino), είχε αναχωρήσει, στις 14 Νοεμβρίου από την Κωνσταντινούπολη και έφτασε δύο μέρες αργότερα στον Πειραιά, με 34 επιβάτες και 2.680 τόνους φορτίο.
Μετά από 12ωρη παραμονή θα απέπλεε στις 8 το βράδυ για Νάπολη και Μασσαλία. Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν ο Τρότσκι, η σύζυγός του Ναταλία, ο Τσεχοσλοβάκος γραμματέας του και δύο άνδρες από την προσωπική του ασφάλεια, που επίσης αναφέρονται ως γραμματείς του.
Η προσπάθειά τους να πάρουν μαζί τους και τον γιο τους, Λιόβα, απέτυχε διότι δεν χορηγήθηκε ταξιδιωτική άδεια από την Τουρκία.
Πάντως, στη χώρα μας είχε προκαλέσει εντύπωση ότι ο Τρότσκι ταξίδευε με ειδικό διαβατήριο απάτριδος, που του είχε χορηγήσει η Τουρκία, με τα στοιχεία «Λεφ Σεντάτ».
Ομως, ακόμα και εμφανιζόμενος ως ένας άπατρις άγνωστος επιβάτης, όπως σημειώνει ο Πολωνός συνεργάτης του και βιογράφος του, Ισαάκ Ντούτσερ, δεν μπορούσε να προστατευτεί από το δημόσιο ενδιαφέρον που τροφοδοτούσε η αύρα μυστηρίου γύρω απ’ αυτόν.
Γι’ αυτό, άλλωστε, το ταξίδι του προς τη Δανία προκάλεσε εκτενή δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο, με ορισμένα να αναφέρονται σε επικείμενη κρυφή συνάντηση με απεσταλμένο του Στάλιν και άλλα να θεωρούν πως γίνεται η τελική προετοιμασία εναντίον του Στάλιν.
Ετσι, ο Τρότσκι αποφάσισε να μη μιλήσει σε δημοσιογράφους στην Ελλάδα και στην Ιταλία [Isaac Deutscher, «Ο εξόριστος προφήτης» (The prophet outcast), Τόμος ΙΙΙ, σελ. 155].
Αυτό ειπώθηκε από αστυνομικούς και μέλη του πληρώματος προς τους Ελληνες και ξένους δημοσιογράφους που έκαναν όλο το πρωί επίμονες προσπάθειες να συναντήσουν τον Τρότσκι και να του αποσπάσουν κάποιες δηλώσεις.
Ο μόνος που εμφανίστηκε στους δημοσιογράφους ήταν ο υποπλοίαρχος του πλοίου, ο οποίος μετέφερε την επιθυμία του Τρότσκι να μη δει κανέναν.
Μόνο ένας απ’ αυτούς, συντάκτης της «Βραδυνής», φαίνεται ότι κατάφερε με κάποιο τέχνασμα να «τρυπώσει» στο πλοίο και να φτάσει μέχρι την καμπίνα του Τρότσκι.
«Ο Τρότσκυ ευρίσκετο εκεί εξαπλωμένος και φέρων πέτσινον επενδύτην εδιάβαζεν ένα βιβλίον. Μετρίου αναστήματος, με το χαρακτηριστικόν μούσι του, με το οποίον τον γνωρίζομεν εις την φωτογραφίαν, άτακτον κόμην η οποία έχει αρκούντως λευκανθή εις τους κροτάφους και παρά το μέτωπον, ο Τρότσκυ έχει οφθαλμούς πρωτοφανούς λάμψεως. Το βλέμμα του διαπερνά και καθηλώνει. Αι κινήσεις του είνε απότομοι και προδίδουν αποφασιστικότητα. Η φωνή του ηχηρώς παλλομένη και εν συνδυασμώ προς τα άλλα του χαρακτηριστικά προδίδει αυτοπεποίθησιν εις μεγάλον βαθμόν» (εφημερίδα «Βραδυνή», φ. 16.11.1932).
Ομως, ούτε αυτός μπόρεσε να αποσπάσει κάποια δήλωση του Τρότσκι, που περιορίστηκε να του πει «δεν έχω να πω τίποτε, ταξιδεύω ινκόγκνιτο».
Μετά τη 1 το μεσημέρι, ένας αξιωματικός της αστυνομίας απευθυνόμενος προς τους δημοσιογράφους και τους συγκεντρωμένους που παρέμεναν στην προβλήτα ανακοίνωσε δυνατά:
«Είνε τελείως περιττόν να περιμένετε. Ο Τρότσκυ εδήλωσε ρητώς ότι δεν θα δεχθή απολύτως κανέναν».
Εκείνη την ώρα φαίνεται ότι μια «επιτροπή αρχειομαρξιστών υπό τον Ηλίαν Ξείνην, συντάκτην της “Πάλης των τάξεων”, […] εζήτησε να γίνη δεκτή από τον Τρότσκυ. Η αστυνομική υπηρεσία δεν επέτρεψε την άνοδόν της εις το ατμόπλοιον. Οι κομμουνισταί τότε επέδωσαν διά να διαβιβασθή εις τον Τρότσκυ μίαν επιστολή αναγράφουσαν τα εξής: Αρχηγέ μας. Η επιτροπή της οργανώσεως των Μπολσεβίκων, λενινιστών, αριστερά αντιπολίτευσις, ζητεί ακρόασιν» (Εφημερίδες «Βραδυνή» και «Εθνος», φ. 16.11.1932).
Το σημείωμα αυτό κατασχέθηκε και δεν έφτασε ποτέ στον Τρότσκι, ενώ η επιτροπή απομακρύνθηκε από την αστυνομία όπως και άλλοι συγκεντρωμένοι που παρέμεναν στην προβλήτα.
Οπως ανέφεραν ορισμένες εφημερίδες και επιβεβαιώνει ο Ισαάκ Ντόιτσερ, ο Τρότσκι ζήτησε να του επιτραπεί να επισκεφθεί την Αθήνα αλλά οι Αρχές το απαγόρευσαν.
Αντίθετα, στο επόμενο λιμάνι, στη Νάπολη, οι ιταλικές αρχές του Μουσολίνι του επέτρεψαν να επισκεφθεί την αρχαία Πομπηία…
Ετσι, το μεσημέρι κατέβηκε από το πλοίο μόνο η σύζυγος του Τρότσκι, Ναταλία, συνοδευόμενη από τον γραμματέα του ή κάποιον άνδρα της ασφάλειάς τους και δύο ένστολους Ελληνες αστυνομικούς.
«Είνε κοντή, ξανθή, με ζωηρά χαρακτηριστικά, ηλικίας 45 περίπου ετών. Εφορούσε απλό καφέ κοστούμι. Προσεπάθη δε να κρυφθή διά να μην την φωτογραφήση κανείς», περιέγραφε η δημοσιογράφος, με τα αρχικά Αλ. Βρ., σε ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Η Ελληνική».
Η δημοσιογράφος πλησίασε τη σύντροφο του εξόριστου επαναστάτη και επειδή γνώριζε, όπως έγραψε, ρωσικά, συνομίλησαν για λίγο, κάνοντας μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία.
Ωστόσο, εκείνο που επιβεβαιώνεται από τη συζήτησή τους είναι ότι ο Τρότσκι επιθυμούσε να χαμηλώσουν τα φώτα της δημοσιότητας για το ταξίδι του καθώς ήταν η πρώτη φορά μετά την εξορία του που πήγαινε στη Δυτική Ευρώπη και έλπιζε ότι θα μπορούσε να παρατείνει την παραμονή του εκεί.
Ετσι, η Ναταλία περιορίστηκε να πει σε σχέση με τον σκοπό του ταξιδιού τους ότι:
«Ταξιδεύουμε για τη Δυτική Ευρώπη. Ο Λέων, ξέρετε, είνε άρρωστος. Εχει ανάγκην θεραπείας… Και δεν μπορεί να δεχθή κανέναν. Επειτα δεν επιθυμεί να δημιουργήση ζητήματα…».
Και αναφερόμενη στην κατάσταση στη Ρωσία, η σύζυγος του εξόριστου επαναστάτη φέρεται να δήλωσε:
«Δυστυχώς οι γύρω του Στάλιν είνε εγωισταί. Δείχνουν αισθήματα και συμπεριφοράν που δεν πηγαίνουν εις κομμουνιστάς… Αλλως τε τα ξέρετε δα… Εφέρθησαν προς τον Λέοντα με πολύ αγνωμοσύνην. Ολος ο κόσμος ξέρει την δράσιν του. Ολοι ξέρουν ότι και το πενταετές σχέδιο που εφαρμόζουν τώρα στην πατρίδα μας, είνε έργο δικό του…» (εφημερίδα «Η Ελληνική», φ. 17.11.1932).
Το βράδυ της ίδιας μέρας το «Πράγα» αναχώρησε για τη Νάπολη και έχει γραφτεί ότι κατά τη διέλευσή του από τον Ισθμό οργανώθηκε νέα υποδοχή από τους «αρχειομαρξιστές», που πέταξαν λουλούδια φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Τρότσκι και του κομμουνισμού.
Μετά την Ιταλία το πλοίο αναχώρησε για Μασσαλία απ’ όπου ο Λέων Τρότσκι πήγε σιδηροδρομικώς στη Δουνκέρκη και από εκεί με πλοίο έφτασε στην πρωτεύουσα της Δανίας.
Από την Κοπεγχάγη αναχώρησε το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου, για να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και πάλι μέσω Γαλλίας.
Ωστόσο, επειδή οι γαλλικές αρχές δεν του επέτρεψαν να παραμείνει στη χώρα, αναγκάστηκε να φύγει αμέσως σιδηροδρομικώς για την Ιταλία και συγκεκριμένα για το Μπρίντιζι, όπου επιβιβάστηκε στο ιταλικό ατμόπλοιο «Αδρία» για την Κωνσταντινούπολη.
Το πλοίο, με 38 επιβάτες και 328 τόνους εμπορεύματα, έφτασε το απόγευμα του Σαββάτου 10 Δεκεμβρίου στον Πειραιά, όπου και πάλι ο Τρότσκι αρνήθηκε να δει δημοσιογράφους, ενώ αυτή τη φορά δεν έγιναν συγκεντρώσεις.
Στα Πριγκηποννήσια
Με την ομιλία του στην Κοπεγχάγη και τις ραδιοφωνικές συνεντεύξεις του, ο Λέων Τρότσκι (Λεφ Νταβίντοβιτς Μπρονστέιν) είχε για πρώτη φορά την ευκαιρία, από τότε που εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ενωση, να απευθυνθεί στους λαούς της Δύσης.
Βεβαίως, δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι αυτή θα ήταν η τελευταία δημόσια ομιλία του.
Ο εξόριστος επαναστάτης αποδέχτηκε με μεγάλη χαρά την πρόσκληση που του έκανε τον Σεπτέμβριο του 1932 η Δανέζικη Ενωση Σοσιαλδημοκρατών Φοιτητών για να πραγματοποιήσει διάλεξη για τη Ρωσική Επανάσταση.
Ο Τρότσκι ζούσε, τότε, στην Τουρκία, όπου είχε καταφύγει από το 1929 μετά την εξορία του από την τότε Σοβιετική Ενωση. Διέμενε στο αρχοντικό του ελληνικής καταγωγής εφοπλιστή Γιάνναρου (Yanaros), στην Πρίγκηπο, το μεγαλύτερο από τα Πριγκηποννήσια, στη Θάλασσα του Μαρμαρά.
Το αρχοντικό, που είχε χτιστεί το 1885, διασώζεται μέχρι σήμερα με πολλές φθορές και είχε προσφερθεί το 2015 προς πώληση αντί 4,4 εκατ. δολαρίων.
Εκεί ο εμπνευστής της θεωρίας της «διαρκούς επανάστασης» πέρασε συνολικά 4 χρόνια και έγραψε μερικά από τα πιο διάσημα έργα του, μεταξύ των οποίων «Η ζωή μου» και «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης».
Ολο αυτό το διάστημα, παρότι το μέρος ήταν σχετικά απομονωμένο, ο Τρότσκι ζούσε με τον φόβο της δολοφονίας.
Εκτός από τους ανθρώπους του Στάλιν, φοβόταν την οργή των Λευκορώσων που κατά τη διάρκεια της επανάστασης είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους καταφεύγοντας στην Κωνσταντινούπολη.
Γι’ αυτό ο δημιουργός του Κόκκινου Στρατού είχε σε 24ωρη βάση προσωπική ασφάλεια από εθελοντές αλλά και από φρουρά που του είχε διαθέσει η Τουρκία.
Στο σπίτι έμενε με τη δεύτερη σύζυγό του, Ναταλία, τον μικρότερο γιο τους, Λιόβα, την κόρη του, Ζίνα, τον γραμματέα του και έναν Ελληνα μάγειρα και ψαρά, τον Χαράλαμπο, τον οποίο πολλές φορές ακολουθούσε στο ψάρεμα ο Ρώσος θεωρητικός.
Μετά την πρόσκληση για τη διάλεξη στη Δανία, ο Τρότσκι ήταν πολύ ανήσυχος για το εάν θα δινόταν άδεια από τη δανέζικη κυβέρνηση για τη μετάβαση και παραμονή του.
Ωστόσο, το σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Εργαζομένων, που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, παρά τους φόβους της αντίδρασης της Ρωσίας και τις αντιρρήσεις του βασιλικού οίκου της Δανίας, έδωσε 8ήμερη άδεια παραμονής.
Ετσι, ο Τρότσκι επιδόθηκε με ενθουσιασμό στην προετοιμασία της διάλεξης και του ταξιδιού. Η αναχώρηση από την Κωνσταντινούπολη έγινε στις 14 Νοεμβρίου και μετά από ένα ήσυχο ταξίδι έφτασε στη Γαλλία, όπου την περιφρούρησή του ανέλαβαν μέλη της «τροτσκιστικής» Κομμουνιστικής Λίγκας της Γαλλίας.
Οπως γράφουν οι βιογράφοι του, ο Τρότσκι ήταν κουρασμένος αλλά πολύ χαρούμενος, καθώς είχε γύρω του ένα ακροατήριο από νεαρούς Γάλλους «τροτσκιστές», που… ρουφούσαν τα λόγια του.
«Η μόνη απογοήτευση για τους ακροατές του -και ήταν μικρή- ήταν η άρνησή του να υιοθετήσει όρους φιλικής εξοικείωσης», με δυο λόγια, ενώ απευθύνονταν ο ένας στον άλλον στον ενικό («tu» στα γαλλικά, δηλαδή «εσύ») ο Τρότσκι επέμενε με τον τρόπο του να αντιμετωπίζεται στον πληθυντικό («vous», στα γαλλικά, δηλαδή «εσείς») (Robert Service, Τρότσκι: Η βιογραφία, σελ. 418-419).
Ο Τρότσκι έφτασε στην Κοπεγχάγη και έκανε τη διάλεξή του στις 27 Νοεμβρίου στο στάδιο της πόλης, παρουσία 2.500 θεατών.
Λίγες μέρες αργότερα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου έφυγε οριστικά το 1933 για τη Γαλλία.
Το 1935 πήγε στη Νορβηγία και το 1937 βρήκε καταφύγιο στο Μεξικό, όπου δολοφονήθηκε.