The Beguiled

The Beguiled

  • |

Πόσο πίσω μας βρίσκεται άραγε το 1864, και πόσο απέχει ο εμφύλιος πόλεμος από τις έμφυλες συγκρούσεις; Αυτό είναι το ερώτημα που με κατατρύχει καθώς βγαίνω μουδιασμένα και νωχελικά από τον κινηματογράφο, έχοντας μόλις παρακολουθήσει το τόσο άρτια δουλεμένο “The Beguiled” της πολυσχιδούς κι αιωνίως νέας Sofia Coppola.

The Beguiled, της Sofia Coppola
Μεταφρασμένος Τίτλος: «Η αποπλάνηση»
Είδος: Δράμα, Θρίλερ
Διάρκεια: 93′

Γιώργος Κοκτσίδης

Η κοινωνία και οι ρόλοι που μας αποδίδονται εντός αυτής αποτελούν αίνιγμα δυσεπίλυτο, αγωνιωδώς επίκαιρο και ζωτικό. Η κοινή λογική, η ιστορία αλλά και η σύγχρονη καθημερινότητα -όσο κι αν αυτό αποτελεί πικρή αλήθεια- βεβαιώνουν σταθερά πως οι έμφυλοι ρόλοι που υιοθετούμε και εν τέλει επωμιζόμαστε στο δημόσιο βίο καθορίζουν τις σχέσεις μας και την αλληλεπίδρασή μας με το αντίθετο φύλο, προδιαγράφουν σκέψεις κι αντιδράσεις που μάλλον θα ήταν διαφορετικές αν «άντρες» και «γυναίκες» ζούσαν σε δυο τελείως ξέχωρες και παράλληλες πραγματικότητες. Όμως δεν ζουν.


Εδώ βρίσκεται και ο πυρήνας του έργου. Μια ταινία-ωδή στη μάλλον κενού νοήματος και πιο παρεξηγημένη μάχη της ιστορίας, ένα σπαρακτικό χρονογράφημα με φεμινιστικές προεκτάσεις για «το άλλο μισό τ’ ουρανού».

Τέσσερα χρόνια μετά το άχρωμο και αδιάφορα ευχάριστο “The Bling Ring”, η 46χρονη πλέον Sofia Coppola επανέρχεται πανηγυρικά και άξια στο θρόνο που της κληροδότησε ο πατέρας της, παραδίδοντας στο φιλοθεάμον κοινό μια αγωνιώδη μαρτυρία, μάλλον εν είδει στιγμιότυπου, από τις ζωές φανταστικών ηρώων, οι οποίες μοιραία συγκρούονται και περιπλέκονται. Βασισμένη στη νουβέλα του Thomas Cullinan “The Painted Devil” του 1966, κι έχοντας ως προκάτοχό της το ελαφρώς παραλλαγμένο αν και ομώνυμο “The Beguiled” του 1971 -στο οποίο, παρεμπιπτόντως τον βασικό χαρακτήρα ενσαρκώνει ο υποδειγματικά άφθαρτος και καθ’ ύλην αρμόδιος για τον ρόλο Clint Eastwood-, η ταινία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Μάιο στις Κάννες, απ’ όπου και απέσπασε απολύτως δίκαια το βραβείο σκηνοθεσίας.

 

Στη βασική ραχοκοκαλιά του έργου, το οποίο εκτός απροόπτου αναμένεται να μας απασχολήσει στα φετινά βραβεία Oscars, συναντούμε τους Collin Farrell (ο οποίος και ενδύεται έναν ρόλο-πυρήνα για τη δομή του έργου, αυτόν του τραυματισμένου στρατιώτη, κι έρχεται να μας εκπλήξει -τουλάχιστον εμένα- με την αριστουργηματική και τελείως απρόσμενη ερμηνευτική του δεινότητα, διαφοροποιούμενος κι εύστοχα αποστασιοποιημένος από το φάντασμα του Clint Eastwood), την απαστράπτουσα και φαινομενικά αλάνθαστη περσόνα του αμερικανικού σινεμά Nicole Kidman (η οποία, στο ρόλο της διευθύντριας, τοποθετείται εδώ σε θέση ενορχηστρωτή) και τις ήδη γνώριμες της Sofia Coppola, Kirsten Dunst (πρωταγωνίστρια στο αδικοχαμένο “Maria Antoinette” του 2006) και Elle Fanning (πρωταγωνίστρια στο επίσης αδιάφορο “Somewhere” του 2010). Αυτοί οι τέσσερις χαρακτήρες, πλαισιωμένοι από μισή ντουζίνα απολαυστικά φρέσκων κοριτσιών, θα κατασκευάσουν με την περίτεχνη καθοδήγηση της Coppola ένα καλοστημένο ψυχολογικό θρίλερ, που διανθίζεται άριστα από δραματικές πινελιές αλλά κι από στιγμές τραγικής ειρωνείας που είναι ικανές να προκαλέσουν το χαμόγελο του θεατή.

Διαρθρωτικά η ιστορία της ταινίας μοιάζει απλή, αλλά το μεγάλο της ατού και το χαρακτηριστικό στο οποίο φαίνεται να επενδύει με μαεστρία η σκηνοθέτιδα είναι η σύνθεση του ψυχογραφήματος των ηρώων, οι οποίοι και παγιδεύονται σ’ ένα δαιδαλώδες πεδίο «μάχης» και συγκρούσεων που έπλεξε η μοίρα γι’ αυτούς. Βρισκόμαστε στο τρίτο έτος του Αμερικανικού Εμφυλίου, στο μακρινό 1864, όταν στον περίβολο ενός οικοτροφείου θηλέων του Νότου, μια μαθήτρια θα συναντήσει τον πληγωμένο δεκανέα των Βορείων στρατευμάτων McBurney. Γαλουχημένες στην χριστιανική ηθική και μέσα από μια μάλλον στείρα, όπως θ’ αποδειχθεί, ουμανιστική αντίληψη των πραγμάτων, οι γυναίκες του ιδρύματος, αποφασίζουν να περιθάλψουν τον στρατιώτη παρέχοντάς του στέγη και τροφή και καθίστανται μ’ αυτόν τον τρόπο συνένοχες στη συγκάλυψη του εχθρού. Ο άντρας, κλινήρης κι ανήμπορος, έρχεται να ολοκληρώσει ένα κύκλο απύθμενα περίπλοκων σχέσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των γυναικών. Το sex-appeal του αδιαμφισβήτητο. Η γοητεία του αναντίρρητη. Και πίσω από το ονειρικό κι ασυναγώνιστα ελκυστικό παρουσιαστικό, θέλγητρο όλων των γυναικών, ξετυλίγεται αριστοτεχνικά από τον Colin Farrell η χειριστική προσωπικότητα ενός εγωπαθούς και υστερόβουλου ανθρώπου. Η ιδιοτέλεια, η απληστία, ο ωφελιμισμός δεν αρκούν ως λέξεις για να συνθέσουν με ακρίβεια το περίπλοκο προφίλ και το βάθος του χαρακτήρα που τόσο γενναιόδωρα μας χαρίζει σ’ αυτήν την ταινία ο Colin Farrell, τον οποίο, για να παραδεχτώ και μια αλήθεια στον εαυτό μου, δεν τον είχα σε ιδιαίτερη υπόληψη.

 


Στον αντίποδα αυτού, οι γυναίκες του 1864 (και προφανώς του σήμερα, αλλά ας εθελοτυφλήσουμε για την ευπρέπεια του κειμένου), είναι ηθικά και σεξουαλικά καταπιεσμένες. Τοποθετημένες σ’ έναν αποστειρωμένο κόσμο, στον οποίο ο πόλεμος είναι συνέπεια αποκλειστικά των ανδρών, έχουν επωμιστεί τον κοινωνικό ρόλο που τις αποκλείει από τη δημόσια σφαίρα. Μοιάζουν να μην έχουν ένστικτα και πάθη. Η παρουσία του McBurney όμως τοποθετεί τη γυναικεία φιγούρα σε ρόλο οδηγού και αποδεικνύει περίτρανα την ισότητα των δύο «βιολογικών» φύλων. Έτσι, θα πυροδοτηθεί ένα καταιγιστικό κρεσέντο μηχανορραφίας, ίντριγκας και δολοπλοκίας που εν τέλει θα οδηγήσει… σ’ ένα σκοτεινό και υποβλητικό μυστήριο που η ταινία απλόχερα αφήνει τον καθένα από εμάς να αποκρυπτογραφήσει. Όλα μοιάζουν να κινούνται σε τεντωμένο σχοινί. Τα πάντα δείχνουν αμφίρροπα κι ό,τι διεξάγεται πάνω στο λευκό πανί μοιάζει συγκλονιστικά αληθινό και επίκαιρο. Μια συνεχής σύγκρουση που διαιωνίζεται στην κάθε σκηνή του έργου, αρπάζει τον θεατή από τα μούτρα και τον εισάγει ωμά σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί το δίπολο άντρας-γυναίκα, έναν κόσμο εύθραυστο και μανιχαϊκό. Οι χαρακτήρες στέκουν αόρατοι και αινιγματικοί μέσα σ’ ένα δράμα απόλυτα σαγηνευτικό και βάρβαρο που συγκινεί κι εν τέλει πείθει για το φιλοσοφικό του βάθος.

Επιστέγασμα του τόσο σφιχτοδεμένου και λεπτομερούς σεναρίου αποτελούν η απαράμιλλη σκηνοθετική ματιά της Sofia Coppola αλλά και η κομψή χρήση της φωτογραφίας από τον Philippe Le Sourd, ο οποίος εκμεταλλεύεται με παροιμιώδη τρόπο τη διάχυση του φωτός ώστε να προσδώσει τόνους μυστηρίου και υφή παραμυθιού στη δραματουργία. Η σκηνοθεσία; Αδιαμφισβήτητα περίτεχνη αν όχι αριστουργηματική. Το κινηματογραφικό κάδρο της Coppola στήνει τους χαρακτήρες όπου ακριβώς απαιτεί η ιστορία και η οπτική του θεατή. Με οριζόντιες γωνίες, και συμπιεσμένη προοπτική, το οξυδερκές μάτι της Coppola χρησιμοποιεί την ενδυματολογική και σκηνική λεπτομέρεια ώστε να πλέξει ένα δράμα πολλαπλών επιπέδων, και παρ’ ότι η πλοκή εξελίσσεται σε γραμμικό χρόνο, ο θεατής αφήνεται να ταξιδέψει και ν’ αναρωτηθεί για το παρελθόν και την ιστορία των ηρώων.

Τίποτα τρανταχτό δεν υπάρχει για να σπιλώσει ένα έξοχο κινηματογραφικό έργο. Και στο τέλος, καθισμένος να κοιτάω το ζενερίκ της ταινίας, μόνο λιγοστές λεπτομέρειες δεν μ’ αφήνουν να γευτώ εις βάθος τη σπουδαιότητα αυτής της πραγματικά ξεχωριστής δουλειάς. Τι δεν μου άρεσε; Η διάρκεια του έργου είναι μικρή, κι αν το συνολικό αποτέλεσμα δεν ήταν τόσο αγνά σαγηνευτικό και καλοδουλεμένο, δύσκολα θα μπορούσαμε να δεθούμε με τους ήρωες και να ξετυλίξουμε όλες τις πτυχές που έχει συγκαλύψει για μας η σκηνοθέτιδα. Επιπλέον, η μουσική λείπει φανερά από την ταινία και η έλλειψη αυτή λειαίνει εν μέρει τα τόσο έντονα άγχη και συναισθήματα του θεατή. Τέλος, αν θέλαμε να κρατήσουμε αυστηρή στάση και ν’ αποδώσουμε στην ταινία περισσότερα στραβά απ’ όσα της αναλογούν, θα λέγαμε πως το trailer μαρτυρεί πολλά για την εξέλιξη της υπόθεσης με αποτέλεσμα να προδιαθέτει τον θεατή κι έτσι να καταστρέφει όλη την αινιγματική αναμονή, που ουσιαστικά αποτελεί απαραίτητο στοιχείο ολόκληρου του έργου (το spoil-trailer για τους ριψοκίνδυνους σινεφίλ τύπους βρίσκεται στο τέλος του παρόντος κειμένου).

Δεν υπάρχουν πολλά να συμπληρωθούν για να κλείσει αυτή η κριτική. Πίσω από αυτά τα 90 λεπτά βρίσκεται ένας κόσμος που καθρεφτίζει όλους τους δαίμονες που μας χωρίζουν ως φύλα, ως ανθρώπους. Μύθοι, στερεότυπα και δοξασίες επαναπροσδιορίζονται και εν τέλει καταρρίπτονται μέσα από τον φακό μιας κυρίας που ύστερα από καιρό αποδεικνύει το μεγαλείο των σκέψεών της. Η Sofia Coppola, είναι η σύγχρονη ιέρεια του αμερικανικού κινηματογράφου και επανασυστήνεται στο “The Beguiled” ώστε να μας θυμίσει ότι έχει όλα τα φόντα για να μείνει τ’ όνομά της χαραγμένο στην αιωνιότητα, σε κάδρο ξεχωριστό απ’ του πατέρα της.

Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.


http://www.artcoremagazine.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος