Sonbahar / Autumn του Οζκάν Αλπέρ
με τους Ονίρ Σαϊλάκ, Μέγκι Κομπαλάντζε, Σερκάν Κεσκίν, Ράιφε Γενιγκούλ
Ο Γιουσούφ, έχοντας εκτίσει φυλάκιση δέκα ετών, αποφυλακίζεται για λόγους υγείας. Είχε συλληφθεί στα 22 του χρόνια όντας φοιτητής για πολιτικούς λόγους (συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που είχαν εξελιχθεί σε ταραχές). Μετά την αποφυλάκισή του και μη έχοντας τι άλλο να κάνει, αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό του στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί τον υποδέχεται μόνο η ηλικιωμένη και άρρωστη μητέρα του. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Γιουσούφ βρισκόταν στη φυλακή, ενώ η αδελφή του έχει παντρευτεί και βρίσκεται πλέον σε μεγάλη πόλη. Στο χωριό ζουν πλέον μόνο γέροι λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης και ο μόνος άνθρωπος με τον οποίον ο Γιουσούφ κάνει παρέα είναι ο παιδικός του φίλος Μιχαήλ. Καθώς σταδιακά ο χειμώνας αντικαθιστά το φθινόπωρο, ο Γιουσούφ θα γνωρίσει την Έκα, μια κοπέλα από τη Γεωργία που έχει περάσει τα σύνορα για να κερδίσει χρήματα ως πόρνη, ώστε να συντηρήσει την μητέρα και την μικρή κόρη της που βρίσκονται πίσω. Ούτε η χρονική στιγμή, ούτε οι συνθήκες ευνοούν αυτούς τους δύο ανθρώπους που ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Κι όμως, η αγάπη γίνεται μια τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια για να αδράξουν τη ζωή και να ξεφύγουν από τη μοναξιά…
Αν μη τι άλλο, η ταινία «Autumn» (sonbahar) είναι ένα ελπιδοφόρο ντεμπούτο από τον Τούρκο σκηνοθέτη Οζγκάν Αλπέρ. Βασικό στοιχείο του φιλμ είναι οι χαμηλοί τόνοι. Η ιστορία είναι σχεδόν αδιατάρακτη, κινούμενη αργά και σχεδόν κατά μήκος, παρουσιάζοντας τον βασικό χαρακτήρα (Γιουσούφ) ως μια θλιβερή ελεγεία ενός ανθρώπου που ξόδεψε άσκοπα τα νιάτα του.
Η ζωή του πλέον είναι ασορτί με το φθινόπωρο, μια εποχή του χρόνου που στην ταινία αυτή έχει εξόφθαλμα αλληγορική σημασία. Αν ως θεατές προσπαθήσουμε να σκεφτούμε μια άλλη ταινία που να της μοιάζει, το μυαλό μας θα πάει μάλλον στην ταινία του Κορεάτη Κίμ Κί Ντούκ «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και… Άνοιξη». Και όχι μόνο από τον τίτλο, αλλά γιατί – όπως και στην ταινία του Ντούκ – η φύση και εδώ παίζει πρωταρχικό ρόλο, αφού η απουσία σχεδόν διαλόγων την κάνει ουσιαστική πρωταγωνίστρια του φίλμ. Είναι σχεδόν απολύτως βέβαιο πως τα διεθνή φεστιβάλ θα αγαπήσουν πολύ το «Autumn», όπως γίνεται σχεδόν πάντα με τις τουρκικές ταινίες των τελευταίων χρόνων, όμως είναι τέτοιο το ύφος της που η εμπορική της σταδιοδρομία είναι μάλλον αμφίβολη, χωρίς με αυτό να υποτιμάται η αξία της.
Η ταινία είναι γυρισμένη σε ένα ορεινό τοπίο με άγρια ομορφιά: είμαστε στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, κοντά στα σύνορα με την Γεωργία. Το εκπληκτικά αρχέγονο τοπίο χρησιμοποιείται από τον σκηνοθέτη με όλους τους τρόπους, δηλ. και στη μέρα και στη νύχτα αλλά και σε διαφορετικές καιρικές συνθήκες, ώστε να υπογραμμιστεί το δραματικό στοιχείο που σιγοκαίει σε όλη την ταινία.
Έχουμε εδώ έναν τριαντάρη, τον Γιουσούφ (Ονούρ Σαγιάκ), που μόλις αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας. Δέκα χρόνια στη φυλακή για αντικυβερνητικές ενέργειες και «παράνομη» πολιτική δράση. Με κατεστραμμένους πνεύμονες από απεργίες πείνας, πλέον δεν έχει μέλλον. Μόνος του προορισμός το χωριό του στο βουνό, σε μια καλύβα μαζί με τη γριά μάνα του, για να μην την αφήσει μόνη μετά το θάνατο του πατέρα του και την «απόδραση» της κόρης της. Η ζωή περνά μέσα στην απάθεια, μόνο ο διαρκής βήχας του Γιουσούφ σπάει την κατατονική ατμόσφαιρα. Μόνος φίλος του είναι ο ξυλουργός Μιχαήλ, ο μόνος νέος που παντρεύτηκε και παρέμεινε στο χωριό, κυρίως επειδή δεν είχε το κουράγιο να διεκδικήσει ένα άλλο μέλλον, ο οποίος αργότερα θα ανακαλύψει ότι ο επαναστατικός ιδεαλισμός των παλιών του φίλων είναι πια παρελθόν. Την εκνευριστική μονοτονία θα σπάσει η εμφάνιση της Έκα (Μέγκι Κομπαλάτζε), μιας νεαρής Γεωργιανής που έφυγε από το Μπατούμι για να βγάλει κάποια χρήματα στην Τουρκία δουλεύοντας σαν πόρνη.
Είναι ο μόνος τρόπος να στείλει κάποια χρήματα στη μητέρα της και στην κόρη της που έχουν μείνει πίσω. Μεταξύ του Γιουσούφ και της Έκα θα δημιουργηθεί μια περίεργη, «σιωπηλή» σχέση, κάτι σαν μια αμοιβαία προσπάθεια να ξεγελάσουν τις μοναξιές τους.
Ο Γιουσούφ θυμίζει στην Έκα τις φιγούρες των ρωσικών μυθιστορημάτων που αρέσκεται να διαβάζει και, μετά από κάποιες λακωνικές συναντήσεις μεταξύ τους, θα ακολουθήσει μια νύχτα που μοιάζει όχι τόσο σαν μια πράξη αγάπης αλλά περισσότερο σαν μια αμοιβαία πράξη ελέους.
Πέρα από τις προσωπικές τραγωδίες των ηρώων, οι οποίοι δεν έχουν σε τίποτα να ελπίζουν, μπορούμε να διακρίνουμε την πικρή εξαπάτηση και το ξεθώριασμα του σοσιαλιστικού ονείρου. Οι ρυθμοί είναι – όπως είπαμε – αργοί, όπως και οι φθινοπωρινή μελαγχολία.
Τα νεανικά όνειρα δυστυχώς ξεθωριάζουν όπως τα δέντρα το φθινόπωρο. Το εξαιρετικό φυσικό τοπίο αντισταθμίσει το μεγαλύτερο μέρος της αδράνειας, βοηθώντας στην δημιουργία καλύτερης διάθεσης. Μόνο οι επεισοδιακές και θορυβώδεις αναδρομές του παρελθόντος στην πόλη ταράζουν την ατμόσφαιρα και χρησιμοποιούνται από τον σκηνοθέτη με φειδώ και εξυπνάδα. Τέλος, οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι μινιμαλιστικές, ώστε περισσότερο να υποδηλώνουν παρά να δείχνουν καθαρά τα συναισθήματα.