Ακόμα κι αν δεν σου αρέσει η Μαντόνα, είναι εύκολο να συμφωνήσεις με 708.206 ανθρώπους που έχουν δει στο You Tube το τραγούδι «Isla Bonita-Lela Pala Tute», ότι η εκτέλεσή του από την πριμαντόνα και τους Gogol Bordello αξίζει και τα επτά λεπτά που τρώει από το χρόνο σου.
Οι Γκόγκολ ΜπορντέλοΓιατί αυτή η τσιγγάνικη διασκευή του πιο «γυφτοπάνκ» συγκροτήματος της Νέας Υόρκης, απογειώνει εντελώς το τραγούδι. Γιατί αυτό είναι το διαφορετικό που έχουν οι τσιγγάνοι καλλιτέχνες. Το πέρα από το αναμενόμενο.
Η Μαντόνα δεν κάνει λάθος που τους ανεβάζει επί σκηνής στο Γουέμπλεϊ για να τραγουδήσουν μαζί της. Ακόμα κι όταν χρησιμοποιεί για το ίδιο τραγούδι το πιο κλασικό ρώσικο Kalpakov Trio στην επόμενη περιοδεία της, το αποτέλεσμα είναι εξίσου καλό, γιατί οι Τσιγγάνοι είτε παίζουν τζαζ, είτε ποπ, είτε φλαμένκο, αυτοσχεδιάζουν και δημιουργούν αυτό το απροσδιόριστο αλλά πολύ αισθαντικό που αποκαλείται «τσιγγάνικη μουσική», κάτι που ενυπάρχει σε οτιδήποτε παίζει ένας καλός τσιγγάνος μουσικός. Γιατί οι Τσιγγάνοι παίζουν τα πάντα και αναμειγνύουν τα πάντα. Τσιφτετέλια, τσάμικα, καρσιλαμάδες, κουβανέζικες ρούμπες, ανδαλουσιανό φλαμένκο, χιπ χοπ και ελεκτρόνικα, όλα, ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο, το γούστο και την έμπνευση. Σε όλες τις γλώσσες και στις επτά δικές τους με τούρκικες, ελληνικές, εβραϊκές, σλάβικες, ινδικές κ.ά. λέξεις. Είναι ανοιχτοί σε όλα τα σύγχρονα ρεύματα, επηρεάζουν και επηρεάζονται, προσθέτοντας πάντοτε κάτι παραπάνω χωρίς να χάνουν τη σύνδεσή τους με τις ρίζες, ινδικές, βαλκανικές ή ιβηρικές. Πράγμα που δικαιώνει τον Μπέλα Μπάρτοκ που γύριζε στα τσιγγάνικα χωριά στις αρχές του εικοστού αιώνα για να ακούσει και να συλλέξει μουσικές, και ανταποκρίνεται στην καλλιτεχνική πανσπερμία που περιγράφει ο Tony Gatliff στην ταινία του «Latcho Drom».
Χωρίς κράτος και εξουσία
Διεθνώς, τα πράγματα δεν είναι βολικά για τους Τσιγγάνους. Αφού τους ρήμαξε ο ναζισμός, στέλνοντας ένα έως δύο εκατομμύρια Τσιγγάνους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στο θάνατο, τους ταλαιπωρεί και η απαξίωσή τους στην πολιτισμένη Ευρώπη μεταπολεμικά. Στην Τσεχία στειρώνανε Τσιγγάνες μέχρι πρόσφατα για να περιορίσουν την αύξησή τους, από το Κόσοβο διώξανε χιλιάδες οικογένειες καίγοντας ολόκληρα χωριά και αρπάζοντας τη γη μετά τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς με πρόσχημα την κατηγορία για φιλοσερβική στάση, και στη Γαλλία, σήμερα, η κυβέρνηση Σαρκοζί τούς απελαύνει όχι για παραβάσεις στις οποίες υπέπεσαν ως άτομα, αλλά ως φυλή που έχει το στίγμα του κακού που της έδωσε ο χριστιανισμός, όπως πολύ εύστοχα -από τη δεκαετία του ’60 στις μπουάτ της Πλάκας- ο Κώστας Χατζής τραγουδούσε «οι Γύφτοι καρφώσαν τα καρφιά»!
Και όμως, χωρίς κράτος και εξουσία, ο πλούτος, η ποιότητα, η ελευθερία και η ποικιλία της πολιτισμικής τους παραγωγής, την οποία δεν διαθέτει καμία άλλη μειονότητα, ανατρέπει τα στερεότυπα, που, καλλιεργώντας προκαταλήψεις και εξυπηρετώντας πολιτικά συμφέροντα, χαρακτηρίζουν τους Τσιγγάνους ως φύσει παράνομους και απολίτιστους. Από την Ισπανία ώς την Τουρκία, και από την Ελλάδα διαμέσου Μολδαβίας και Ουκρανίας ώς τη Ρωσία, οι Τσιγγάνοι δημιουργούν με ομορφιά και φαντασία. Ο Gheorghe Zamfir, οι Taraf de Haidouks και οι Fanfare Ciocarlia από τη Ρουμανία, η Esma Redzepova, ο Ferus Mustafov και οι Kocani Orkestra από την ΠΓΔΜ, η Vera Bila από τη Σλοβακία, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Ερντένκο από τη Ρωσία, ο Ivo Papasov και οι Karandila Gypsy Brass Orchestra από τη Βουλγαρία, ο Pera Petrovic και οι Rromano Centar από τη Σερβία, οι Istanbul Oriental Ensemble και οι αδελφοί Erkose από την Τουρκία, οι Kurbeti και Krusha Madhe από την Αλβανία, οι Kalyi Jag, η Hungarian Gypsy Orchestra του Jozsef Lacatos και του Kalman Balogh από την Ουγγαρία, είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που εμφανίζονται στο εξωτερικό και τα κομμάτια τους κυκλοφορούν από δυτικές εταιρείες δίσκων. Η περσινή εμφάνιση της μεγάλης Τσιγγάνικης Συμφωνικής Ορχήστρας της Βουδαπέστης, τα «100 βιολιά», στο Μπάντμιντον, κυκλοφόρησε ήδη σε δίσκο με τίτλο «Live in Athens 2009»!
Πέρασε πολύς καιρός από τότε που ο μάγος κιθαρίστας Τζάνγκο Ράινχαρτ αναστάτωσε τον κόσμο της τζαζ δημιουργώντας μια ολόκληρη «σχολή», που βαφτίστηκε «Gypsy Jazz», αλλά οι οπαδοί του συνεχίζουν απτόητοι. Μετά τον βιολιστή Stephane Grapelli, μουσικοί -τσιγγάνοι και μη- όπως οι Birelli Lagrene, Christo Yotsov Trio, John Jorgenson, Florin Niculescu, George Cole, Nils Solberg, Joscho Stephan, Martin Taylor και πολλοί άλλοι, παίζουν στα φεστιβάλ «Τζάνγκο Ράινχαρτ» σε Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, Νορβηγία και ΗΠΑ. Αλλά η επιρροή των Τσιγγάνων στην τζαζ και το ροκ είναι πολύ ευρύτερη και τη βρίσκει κανείς από τον Μάιλς Ντέιβις (εντυπωσιασμένο από την αθυροστομία και την ευρηματικότητα των τσιγγάνικων πνευστών) και τον Τζίμι Χέντριξ (που βάφτισε το τελευταίο του συγκρότημα «Gypsy band») ώς το συγκρότημα του Τούρκου Okay Temiz (που φιλοξένησε τον τσιγγάνο κλαρινετίστα Husnu Senlendirici, από την Πέργαμο, συμπαίκτη του Βασίλη Σαλέα).
Με θαυμαστή τον Κοκτό
Ισχυρή παραμένει και η επιρροή του κιθαρίστα Manitas de Plata, που γεννήθηκε σε καραβάνι στη Νότια Γαλλία και έκανε λαμπρή καριέρα παίζοντας φλαμένκο, με θαυμαστές σαν τον Ζαν Κοκτό και τον Πάμπλο Πικάσο, που ζωγράφισε την κιθάρα του. Υπάρχουν τόσα πολλά ονόματα τσιγγάνων μουσικών, τραγουδιστών και χορευτών, που το φλαμένκο έχει σχεδόν ταυτιστεί με τους Τσιγγάνους. Από τους κλασικούς κιθαρίστες όπως ο Sabicas και ο Tomatito έως τους μοντέρνους Gypsy Kings, απόγονους του σπουδαίου τραγουδιστή Jose Reyes, και τους καλλιτέχνες που χορεύουν τραγουδώντας και παίζοντας καστανιέτες στις σύγχρονες θεατράλ παραστάσεις του φλαμένκο, με τις τολμηρές χορογραφίες του Joaquin Cortes και την Τσιγγάνα Κάρμεν του Αντόνιο Γάδες και του Κάρλος Σάουρα.
Την περασμένη Κυριακή, στη Νέα Υόρκη, στο ετήσιο Τσιγγάνικο Φεστιβάλ της Μαύρης Θάλασσας, έπαιξε και ο περίφημος κλαριτζής Selim Sesler από την Τουρκία, «ο Coltrane του κλαρίνου» κατά τον Fiachra Gibbons («The Guardian»), που έγινε παγκόσμιος από την εξαίρετη ταινία του Φατίχ Ακίν «Ο ήχος της Πόλης». Ο Σελίμ είχε μαγέψει και τους Θεσσαλονικιούς πριν από μερικά χρόνια χωρίς να γνωρίζουν ότι μέσα στο παίξιμό του έκρυβε όλο τον πόνο από τον ξεριζωμό της οικογένειάς του από τη Μακεδονία με τη βάναυση ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923.
Τα λαμπρά πνευστά
Από 300 έως 600 χιλιάδες είναι οι επισκέπτες στο δεκαήμερο Guc Trumpet Festival, τρεις ώρες με λεωφορείο από το Βελιγράδι, για να ακούσουν τις τρομερές βαλκανικές μπάντες πνευστών, που αποτελούνται κυρίως από Τσιγγάνους, όπως είναι η πολυβραβευμένη ορχήστρα του Μπόμπαν Μάρκοβιτς, υπεύθυνη για το καταπληκτικό σε ποικιλία βαλκανικών ήχων υπόστρωμα της ταινίας «Underground» του Εμίρ Κουστουρίτσα. Ενός σκηνοθέτη που με τη συμβολή του Μπρέγκοβιτς στην ταινία «Ο καιρός των Τσιγγάνων» άνοιξε μια πελώρια πόρτα για να ξεχυθούν οι βαλκάνιοι Τσιγγάνοι στην οικουμένη. Για του χρόνου, οι οργανωτές έχουν προσκαλέσει τους προέδρους Μεντβέντεφ και Ομπάμα και τους πρωθυπουργούς της Σερβίας και της Ρωσίας Τάντιτς και Πούτιν, να παραβρεθούν στο γιορτασμό των 50 χρόνων του φεστιβάλ.
Οι μουσικολόγοι υποστηρίζουν ότι οι μπάντες προέρχονται από τις οθωμανικές στρατιωτικές ορχήστρες και η διάδοση έγινε χάρη στους νομάδες Τσιγγάνους, οι οποίοι ενσωμάτωσαν και το κλαρίνο στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Αυτή η μουσική εδραιώθηκε στα Βαλκάνια, ενώ στην Ελλάδα οι μπάντες πνευστών, που εμφανίστηκαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είχαν μείνει για πολλά χρόνια στο περιθώριο, σε συνθήκες ημιπαρανομίας, όχι επειδή οι μουσικοί ήταν Τσιγγάνοι αλλά επειδή ανήκαν στις σλαβόφωνες κοινότητες της Μακεδονίας. Με αυτό τον εγκλωβισμό οι σπουδαίες μπάντες της Φλώρινας και άλλων περιοχών δεν είχαν την ευκαιρία και τη στήριξη να διεκδικήσουν ένα μερίδιο από τη θέση που κατέλαβαν οι αντίστοιχες μπάντες από άλλες βαλκανικές χώρες στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Την ίδια εποχή, με την κατάρρευση των καθεστώτων, μια μεγάλη φουρνιά μουσικών κατέβηκε στην Ελλάδα και πλημμύρισε με ήχους τους δρόμους και τις πλατείες, από Αλβανία, ΠΓΔΜ, Βουλγαρία κ.λπ. Ειδικά από τη Ρουμανία ήρθε ένας μεγαλύτερος αριθμός προερχόμενος από τις δεκάδες μπάντες του στρατού, που απασχολούσαν χιλιάδες μουσικούς επί Τσαουσέσκου.
Οι δικοί μας Τσιγγάνοι δεν μπόρεσαν να βγουν δυναμικά στο εξωτερικό, γιατί δεν σχημάτισαν ομάδες, κέρδιζαν αρκετά εντός ή δεν βοηθήθηκαν από την πολιτεία και τις εταιρείες, ενώ ο ρόλος τους στην πορεία της ελληνικής μουσικής ήταν καθοριστικός. Η παρουσίασή τους χρειάζεται ένα ξεχωριστό σημείωμα. Είναι πάντως κρίμα που δεν έκαναν καριέρα στο εξωτερικό μεγαθήρια όπως η Ελένη Βιτάλη και ο κλαριτζής Γιάννης Βασιλόπουλος.
Πάντως, η εικόνα που δίνουν στον κόσμο με τα εντυπωσιακά συγκροτήματά τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση των τσιγγάνικων πληθυσμών, που περνούν δύσκολες μέρες παντού. Στις παραπαίουσες ανατολικές χώρες, όπου έπαψε να υπάρχει το στοιχειώδες δίκτυο προστασίας των μειονοτήτων, και στη Δύση, όπου οι δουλειές έχουν λιγοστέψει και η ευημερία κλονίζεται, όλες οι ρατσιστικές προκαταλήψεις επανεμφανίζονται δριμύτερες. Και για τους περισσότερους τσιγγάνους μουσικούς που δεν είναι διάσημοι για να παίξουν στο Κάρνεγκι Χολ, η ζωή συνεχίζεται στα πανηγύρια και κυρίως στους γάμους, που ανέκαθεν τους έδιναν δουλειά και μεροκάματο. Για τους ανέστιους, πρακτικούς ή κατόχους πτυχίων από κονσερβατόρια, η σκηνή παραμένει στο πεζοδρόμιο και την πλατεία, μέχρι να περάσει η επόμενη περιπολία. *