Οι υπερχρεωμένες οικονομίες δεν είναι δυνατόν να εξυγιάνουν τα οικονομικά τους και να μειώσουν τα δάνεια τους, χρησιμοποιώντας παλαιές συνταγές – οπότε θα πρέπει να προσφύγουν στη μέθοδο της διαγραφής ή παγώματος των χρεών, αφού δεν υπάρχει καμία άλλη ειρηνική λύση
.
«Εάν δεν αντιδράσουμε συλλογικά, τότε θα χάσουμε τα σπίτια μας, θα χάσουμε τις καταθέσεις μας, θα χάσουμε το ευρώ, θα χρεοκοπήσουμε και τελικά θα καταλήξουμε σκλάβοι χρέους των ελίτ στο διηνεκές – στην ίδια μας την πατρίδα!» (πηγή).
Ανάλυση
Όσο αυξάνονται τα δημόσια χρέη παγκοσμίως, με ακόμη μεγαλύτερο ρυθμό μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 (πηγή), τόσο πιο ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση του τρόπου, με τον οποίο έγινε δυνατή η αντιμετώπιση τους μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – ειδικά όσον αφορά την πατρίδα μας η οποία, παρά το ότι κυριολεκτικά στραγγαλίζεται για να μπορεί να τα εξυπηρετεί, ενώ έχει προηγηθεί μία μεγάλη διαγραφή τους στα πλαίσια του PSI, διαπιστώνει πως συνεχίζουν να αυξάνοντα ανεξέλεγκτα.
Στα πλαίσια αυτά το καλύτερο παράδειγμα όλων είναι η διαχείριση του δημοσίου χρέους εκ μέρους της Μ. Βρετανίας – στην οποία, από το 250% του ΑΕΠ το 1945 μειώθηκε κάτω από το 50% στο τέλος της δεκαετίας του 1970 (γράφημα). Το μυστικό της πτώσης αυτής ήταν μία σειρά διαφόρων «συντελεστών» – κυριότεροι των οποίων ήταν ο μεγάλος ρυθμός ανάπτυξης, ο πληθωρισμός, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, οι έλεγχοι κεφαλαίων, καθώς επίσης η υψηλή φορολογία.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του δημοσίου χρέους της Μ. Βρετανίας ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
.
Περαιτέρω, από τους συγκεκριμένους παράγοντες που συνετέλεσαν στη μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ της Βρετανίας, εκλείπει σήμερα ο πληθωρισμός – τον οποίο προσπαθούν απεγνωσμένα να πυροδοτήσουν με τη βοήθεια της ποσοτικής χαλάρωσης οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες των Η.Π.Α. της Ιαπωνίας, της Ευρωζώνης κλπ.
Με την ίδια μέθοδο (QE) γίνεται προσπάθεια αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα – ενώ τα επιτόκια δανεισμού των δυτικών κρατών (βασικά), ευρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών, με τους ελέγχους κεφαλαίων να έχουν υιοθετηθεί επίσημα και ακούσια μόνο από την Ελλάδα.
Ως εκ τούτου, οι συζητήσεις επικεντρώνονται στον τελευταίο παράγοντα, στην αύξηση της φορολογίας – όπου πολλοί θεωρούν ότι, τα ανώτερα και ανώτατα εισοδηματικά στρώματα θα πρέπει να συμβάλλουν περισσότερο στα έσοδα των κρατών.
Εν τούτοις, δεν δίνεται η απαιτούμενη σημασία στο γεγονός ότι, οι σημερινές συνθήκες δεν έχουν καμία σχέση με αυτές που είχαν διαμορφωθεί κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – όπου για τη χρηματοδότηση του είχαν αυξηθεί οι φορολογικοί συντελεστές (στο 90% στη Μ. Βρετανία για τα ανώτατα εισοδήματα), χωρίς να υπάρξουν καθόλου αντιδράσεις, αφού ήταν αυτονόητο για την προστασία της πατρίδας (ενώ είχαν προηγηθεί οι έλεγχοι κεφαλαίων).
Επομένως η Μ. Βρετανία μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σε μία εντελώς διαφορετική θέση, σε σχέση με τις σημερινές κυβερνήσεις, όσον αφορά την καταπολέμηση των χρεών – αφού δεν ήταν υποχρεωμένη να αυξήσει τους φόρους, αλλά απλά να καθυστερήσει τη μείωση τους. Αντίστοιχα, δεν υπήρξε καμία πτώση των δημοσίων εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος μετά τον πόλεμο – όπως φαίνεται από το γράφημα που αφορά τα συνολικά άμεσα έσοδα της χώρας από το 1900 έως το 2018 (πηγή).
Συνεχίζοντας, σήμερα δεν υπάρχει καμία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπως τότε, η οποία θα μπορούσε να αιτιολογήσει τόσο υψηλούς φορολογικούς συντελεστές – ενώ τα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα έχουν δεκάδες τρόπους αποφυγής πληρωμής φόρων στη διάθεση τους (φορολογικοί παράδεισοι κλπ.).
Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς ότι μπορεί να επιβληθεί μία τόσο δραστική φορολόγηση σε εποχές ειρήνης – κάτι που τεκμηριώθηκε από τη γαλλική εμπειρία, όπου η επιβολή φόρου 75% στα εισοδήματα άνω του 1 εκ. € δεν είχε κανένα αποτέλεσμα για τα έσοδα του δημοσίου, έχοντας καταργηθεί δύο χρόνια αργότερα (2015).
Από την άλλη πλευρά η Μ. Βρετανία δεν είχε μία τόσο καλή αφετηρία μόνο όσον αφορά τα δημόσια έσοδα αλλά, επίσης, τα έξοδα – αφού μπόρεσε εκ των πραγμάτων να περιορίσει δραστικά τις στρατιωτικές δαπάνες, επειδή ο πόλεμος είχε τελειώσει. Λογικά λοιπόν εμφάνισε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μεγάλα πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της – τα οποία συνετέλεσαν στη γρήγορη μείωση του δημοσίου χρέους.
Σήμερα δεν είναι ούτε κάτι τέτοιο εφικτό, ειδικά επειδή το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών δαπανών αφορά το κόστος του κοινωνικού κράτους – το οποίο είναι αδύνατον να μειωθεί σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, ακόμη και αν επιβληθούν οι σκληρότερες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Συμπερασματικά λοιπόν οι υπερχρεωμένες δυτικές οικονομίες, πόσο μάλλον η Ελλάδα, δεν είναι δυνατόν να εξυγιάνουν τα οικονομικά τους, χρησιμοποιώντας τις παλαιές συνταγές – οπότε πιθανότατα θα πρέπει να προσφύγουν αργά ή γρήγορα στη μέθοδο της διαγραφής χρεών, αφού δεν υπάρχει καμία άλλη ειρηνική λύση. Αυτό ακριβώς προτείνεται εν πρώτοις για την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κύπρο κοκ. – εκτός εάν υιοθετηθεί ο τρόπος που φαίνεται πως θα δρομολογήσει η Ιαπωνία (πάγωμα μεγάλου μέρους των χρεών από την κεντρική τράπεζα).
Σε κάθε περίπτωση, όσο υπάρχουν τόσο μεγάλα χρέη, πόσο μάλλον όταν αυξάνονται, δεν πρόκειται να ακολουθήσει ανάπτυξη – αφού στο σημερινό σύστημα της «γραμμικής οικονομίας» η ανάπτυξη βασίζεται στο χρέος. Εάν βέβαια επιλεγόταν η «κυκλική οικονομία» με την αειφόρο ανάπτυξη που σηματοδοτεί, ίσως άλλαζαν οι συνθήκες – κάτι που όμως συνεχίζει να απαιτεί τη διαγραφή μεγάλου μέρους των υφισταμένων χρεών.
Η ανάπτυξη
Ειδικά όσον αφορά το θέμα της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, χωρίς την οποία δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ κανένα πρόβλημα μας, υπενθυμίζουμε τα εξής:
Θα θέλαμε πάρα πολύ να πιστέψουμε τις δηλώσεις της κυβέρνησης, όσον αφορά την επιστροφή της Ελλάδας σε πορεία ανάπτυξης, στο άμεσο μέλλον – ειδικά επειδή αναζητούμε εναγωνίως κάποιες αισιόδοξες προοπτικές για την πατρίδα μας, γνωρίζοντας πως είναι άδικο, εάν όχι απάνθρωπο, να «κατακλύζονται» καθημερινά οι Έλληνες με κακές ειδήσεις.
Κανένας δεν θέλει άλλωστε να ακούει πλέον τα περί επιτυχημένων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, οι οποίες όμως οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερες παραχωρήσεις – ούτε για συμφωνίες που αφορούν την καταβολή των ήδη εγκεκριμένων δόσεων με δόσεις και υπό την προϋπόθεση νέων μέτρων, για την επιδείνωση της φτώχειας, για την εξαθλίωση, για τα κόκκινα δάνεια, για τις κατασχέσεις, για τους πλειστηριασμούς, για τους κινδύνους των καταθέσεων κοκ.
Παράλληλα όλοι πλέον γνωρίζουν πως δεν λύνεται κανένα απολύτως πρόβλημα της οικονομίας μας εάν δεν σταματήσει η πτώση του ΑΕΠ – η οποία συνεχίζεται για έξι ολόκληρα χρόνια, ενώ είναι πρωτοφανής στα ιστορικά χρονικά. Επίσης ότι, από τα άνω των 60 δις € ΑΕΠ που χάσαμε σωρευτικά, με το συντελεστή δημοσίων εσόδων πλέον στο 39% (μαζί με τις εισφορές), οι ετήσιες απώλειες του κράτους υπερβαίνουν τα 23 δις € – ένα ποσόν που είναι προφανώς αδύνατον να εξοικονομηθεί, όσα μέτρα λιτότητας και αν ληφθούν.
Πόσο μάλλον όταν μόνο από τις τράπεζες χάθηκαν πάνω από 40 δις € το προηγούμενο έτος (άρθρο), τα οποία επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό και επομένως το χρέος – ένα ποσόν που επίσης είναι αδύνατον ποτέ να εξοικονομηθεί, με νέα μέτρα φτωχοποίησης.
Τέλος, όλοι γνωρίζουμε πως όταν πάει κανείς σε μία τράπεζα για να πάρει ένα δάνειο 1.000 €, υπογράφοντας ως εγγύηση ότι έχει και δεν έχει (το σύνολο της δημόσιας περιουσίας μας εν προκειμένω, απέναντι στους δανειστές), ενώ η τράπεζα γνωρίζει πολύ καλά πως (1) δεν έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει καν το δάνειο και (2) ότι θα χρειαστεί σύντομα καινούργιο, δεν είναι δυνατόν να διαπραγματευθεί σωστά. Εύλογα λοιπόν θα υποθέσει η τράπεζα πως είναι είτε απατεώνας, είτε άσχετος – οπότε ασφαλώς δεν θα τον εμπιστευτεί.
Οι αιτίες της αδυναμίας ανάπτυξης
Περαιτέρω στο θέμα της «εκ των ουκ άνευ» αναγκαίας ανάπτυξης, πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί, όταν ταυτόχρονα ανακοινώνονται μέτρα τουλάχιστον 9 δις € συν τον «κόφτη» – τα οποία, με το γνωστό πολλαπλασιαστή που υπολόγισε λάθος το ΔΝΤ, θα προκαλέσουν ύφεση (ανάλυση) και πτώση του ΑΕΠ πάνω από 13 δις € στα επόμενα τρία χρόνια;
Εάν δε υπολογίσουμε την παραοικονομία, η οποία τρέφεται από την υπερβολική αύξηση των φορολογικών συντελεστών, τότε η πτώση θα είναι ίσως ακόμη πιο μεγάλη – ενώ είναι ανόητο να θεωρεί κανείς πως έχει βρει τον τρόπο να εξουδετερώσει τη βαρύτητα, όπως μάλλον θέλει να πιστέψουμε η κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί παρά να έχει κατανοήσει πια ο πρωθυπουργός ότι, η ανάπτυξη εξαρτάται απόλυτα από τους τέσσερις επί μέρους συντελεστές της: από την κατανάλωση, από τις ιδιωτικές επενδύσεις, από τις δημόσιες δαπάνες και από το εμπορικό πλεόνασμα (εξαγωγές – εισαγωγές). Στην περίπτωση όμως αυτή συμβαίνουν τα εξής:
(α) Κατανάλωση: Όταν τα εισοδήματα των Ελλήνων (μισθοί, συντάξεις, κέρδη εταιριών, ενοίκια κοκ.) μειώνονται, ενώ η ανεργία αυξάνεται ξανά, μετά από μία μικρή υποχώρηση της στο παρελθόν, πώς είναι δυνατόν να αυξηθεί η κατανάλωση; Πως θα αγοράσει δηλαδή κανείς περισσότερα προϊόντα με λιγότερα χρήματα;
Ακόμη και αν είναι σε θέση τώρα να καταναλώσει, ως ένας από αυτούς που δεν έχουν χάσει ακόμη την καλοπληρωμένη δουλειά τους, δεν θα είναι πολύ πιο εγκρατής με τα έξοδα του, αφού δεν ξέρει καν τι θα του ξημερώσει την επόμενη ημέρα; Όταν ακούει πως οι διπλανοί του χρεοκοπούν, ότι χάνουν τα χρήματα τους ή πως επιβάλλονται συνεχώς νέοι φόροι και χαράτσια;
(β) Ιδιωτικές επενδύσεις: Όταν περιορίζεται η κατανάλωση, άρα η ζήτηση, πώς είναι δυνατόν να διενεργηθούν επενδύσεις, είτε από ξένους, είτε από Έλληνες; Πόσο μάλλον όταν η παραγωγική δυναμικότητα της χώρας είναι πολύ μεγαλύτερη, από τα προϊόντα που πωλούνται; Με απλά λόγια, όταν μία βιομηχανία μπορεί να παράγει 100 και πουλάει 60, γιατί θα πρέπει να ιδρυθεί μία καινούργια;
Εάν υποθέσουμε δε πως θα ιδρυόταν για να εκμεταλλευθεί τη ζήτηση άλλων χωρών (εξαγωγές), πώς θα το έκανε όταν ολόκληρη η Ευρώπη είναι βυθισμένη στην ύφεση, ο υπόλοιπος πλανήτης επίσης, ενώ δεν είναι ακόμη σε θέση η χώρα μας να ανταγωνιστεί τα άλλα κράτη;
Εκτός αυτού, με ποιά λογική θα επένδυε κανείς τα χρήματα του σε μία υπερχρεωμένη χώρα, η οποία είναι τυπικά μόνο μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, με έναν ιδιωτικό τομέα επίσης χρεοκοπημένο; Με ελέγχους κεφαλαίων, με υπερβολικούς φόρους, με μία τρομακτική γραφειοκρατία μη φιλική στην επιχειρηματικότητα, με ελλειμματικούς Θεσμούς, καθώς επίσης με πλήρη αδυναμία ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας της, αφού δεν μπορεί να ασκήσει τη δική της νομισματική πολιτική;
Τέλος, όταν οι αποταμιεύσεις ακολουθούν μία συνεχή πτωτική πορεία, ενώ οι υφιστάμενες καταθέσεις είτε έχουν διαφύγει στο εξωτερικό, είτε διατηρούνται εκτός των τραπεζών, είτε διατίθενται για την κάλυψη των βασικών αναγκών των Ελλήνων, καθώς επίσης για την πληρωμή των υπερβολικών φόρων με μηδενική σχεδόν ανταποδοτικότητα, από που θα χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις;
Πολύ περισσότερο όταν οι τράπεζες αδυνατούν να στηρίξουν την πραγματική οικονομία με βιώσιμα επιτόκια, μεταξύ άλλων λόγω της κατάρρευσης της αξίας των παγίων που ζητούν ή έχουν ως εγγύηση (ακίνητα, οικόπεδα κλπ.), των θηριωδών επισφαλειών τους, καθώς επίσης των φόβων τους για την αύξηση τους;
(γ) Δημόσιες δαπάνες: Πώς αλήθεια θα μπορούσαν να αυξηθούν, όταν απαγορεύεται ρητά από τους δανειστές, ενώ τα ταμεία του κράτους είναι εντελώς άδεια, με αποτέλεσμα να δημεύει η κυβέρνηση τα αποθεματικά όλων των δημοσίων οργανισμών; Όταν ακόμη και τα ελάχιστα χρήματα που εισπράττονται από τις κυριολεκτικά σκανδαλώδεις ιδιωτικοποιήσεις (ανάλυση), οδηγούνται υποχρεωτικά στην εξυπηρέτηση του χρέους το οποίο, παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει να αυξάνεται από τις τεράστιες ζημίες των τραπεζών, από τα δημοσιονομικά ελλείμματα κοκ;
(δ) Εμπορικό πλεόνασμα: Έχοντας ήδη αναφερθεί στους λόγους της αδυναμίας εξαγωγών και παρά το ότι οι εισαγωγές έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της πτώσης των εισοδημάτων, η εικόνα του εμπορικού ισοζυγίου μας είναι ανατριχιαστικά αρνητική (γράφημα) – οπότε δεν μπορεί κανείς να μιλάει για πλεόνασμα.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη εμπορικού ισοζυγίου
.
.
Αρνητικό είναι πλέον επίσης το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, παρά τη μεγάλη τύχη μας στο θέμα του τουρισμού, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αρκετές άλλες χώρες της Μεσογείου – όπως η Τουρκία, η Συρία, η Αίγυπτος, η Λιβύη κοκ. Ως εκ τούτου, ούτε από εδώ υπάρχει ελπίδα ανάπτυξης, ενώ δεν προβλέπεται κάτι εντυπωσιακά καλύτερο στους επόμενους μήνες.
Συμπερασματικά λοιπόν, όταν οι τέσσερις βασικοί συντελεστές της ανάπτυξης είναι αρνητικοί, τότε πώς είναι δυνατόν το σύνολο τους να δώσει ένα θετικό αποτέλεσμα; Με απλά λόγια, πώς μπορεί το ζητούμενο Χ στην εξίσωση Χ=α+β+γ+δ να είναι θετικό, όταν το α, το β, το γ και το δ είναι αρνητικά;
Επίλογος
Όπως αναφέραμε χωρίς ανάπτυξη δεν πρόκειται να λυθεί απολύτως κανένα πρόβλημα μας. Προφανώς ούτε με την κυβερνητική προπαγάνδα, στην οποία ανήκει η πρόσθεση της λέξης «δίκαιη» πριν από την «ανάπτυξη», όσο καλή και αν είναι – παρά το ότι θα επιθυμούσαμε πάρα πολύ να μην συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Βέβαια, όλοι εμείς χρειαζόμαστε επειγόντως θετικές ειδήσεις, για να μη βυθιστεί η χώρα μας σε μία συλλογική κατάθλιψη, από την οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να θεραπευθεί. Εν τούτοις, οι ειδήσεις αυτές πρέπει να στηρίζονται σε τεκμηριωμένα και ρεαλιστικά στοιχεία – όχι σε ανόητες ψευδαισθήσεις και σε παιδαριώδεις ουτοπίες, οι οποίες είναι αδύνατον ποτέ να πραγματοποιηθούν.
Στα πλαίσια αυτά, εάν δεν ληφθούν άμεσα ριζικές αποφάσεις, πριν από κάθε τι άλλο η επίσημη παραδοχή της χρεοκοπίας της χώρας (άρθρο), με όλα όσα οδυνηρά κάτι τέτοιο συνεπάγεται, εμείς οι Έλληνες θα χάσουμε τα πάντα – χρεοκοπώντας παρ’ όλα αυτά και εγκαταλείποντας ακούσια ή εκούσια την Ευρωζώνη, χωρίς όμως τότε να μας ανήκει σχεδόν τίποτα.
analyst.gr