Έγραψε — είπαν — άριστα.
Είκοσι στη μέτρηση του κόπου,
είκοσι στην υπομονή,
είκοσι στη συνήθεια του βάρους.
Κανείς δεν λογάριασε τα ξενύχτια
και το δωμάτιο που δεν πρόλαβε να γίνει εφηβεία.
Έγραφε, σιωπηλά,
απ’ το διπλανό δωμάτιο αντηχούσε η ανάσα του αδελφού της
— βαθιά, αθώα,
σαν υπενθύμιση του παιδιού
που χάθηκε προτού καν φανεί.
Έγραφε…
Και τα γραπτά της ήταν ψηλά, στέρεα,
σαν κουπαστές να κρατηθούν οι γονείς
— μην πέσουν απ’ την κόπωση.
Εκείνοι στήριζαν την ελπίδα
σαν επιταγή με ημερομηνία αόριστη.
Οι καθηγητές
ένιωσαν -είπαν- υπερηφάνεια.
Κάποιος μίλησε για κόπο που ανταμείβεται,
άλλος για παράδειγμα προς μίμηση.
Και όλοι βιάστηκαν να την κατατάξουν σε πίνακες τιμών και επαίνων
—λες κι ήταν απλώς βιογραφικό.
Έγραψε — μα δεν έζησε.
Ούτε ένα μηδενικό αφηρημάδας
ούτε ένα σφάλμα νεανικό,
κανένα μικρό λάθος
που να μοιάζει με ζωή.
Τα έσβησε όλα προσεκτικά
με τη γόμα της αριστείας.
Κι όταν βγήκε πρώτη, την επαίνεσαν.
Κανείς δεν τη ρώτησε
αν είχε ακόμη φωνή
να πει ένα απλό και βαρύ «κουράστηκα».
Διότι — όπως συμβαίνει —
η επιτυχία είναι μονόλογος.
Και το τίμημά της,
βεβαίως,η σιωπή
και ένα κενό «μπράβο»
που δεν ξέρει πού να σταθεί.
Νικολέτα Γερολιμίνη
Σχόλια (0)