ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΑΜΕ ΤΟΥΣ ΚΛΑΣΙΚΟΥΣ;

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΑΜΕ ΤΟΥΣ ΚΛΑΣΙΚΟΥΣ;

  • |
  • Αντώνης Σαχπεκίδης

Στην εποχή μας, που οι ανθρωπιστικές σπουδές υποχωρούν διαρκώς στο όνομα της υπηρέτησης των αναγκών της αγοράς, η μελέτη των κλασικών αποτελεί επιλογή προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης του σύγχρονου ανθρώπου από το ασφυκτικό πλαίσιο των καταναγκασμών που επιβάλλει ο «παγκόσμιος Μινώταυρος» προκειμένου να καταβροχθίσει «τον πλούτο των εθνών». Με την επάνοδο του ουμανιστικού πνεύματος στη ζωή των σύγχρονων κοινωνιών, ο homo universalis δεν θα έχει την ανάγκη της διάκρισης ανάμεσα σε ανθρωπιστικές και θετικές επιστήμες. Μ’ αυτό το πνεύμα η Εκπαίδευση πρέπει να αποβλέπει στη «γενική εποπτεία της ζωής» μέσω της καλλιέργειας πνεύματος διαρκούς αναστοχασμού και κριτικής επαναξιολόγησης των παρεχόμενων γνώσεων, των κοινωνικών θεσμών και των ανθρώπινων σχέσεων, για την υπέρβαση της κρίσης αξιών που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες.

Στην υστέρηση της πλειονότητας των σημερινών μαθητών σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον τους για το σχολείο και τη μόρφωση, στη συμπεριφορά τους απέναντι στο σχολείο, στους καθηγητές, στους γονείς τους καθώς και έξω στους δημόσιους χώρους, μπορεί να δει κανείς, κοντά στα άλλα, ως σημαντικό παράγοντα την υποχώρηση της ανθρωπιστικής παιδείας και του κλασικού υποδείγματος.

Τα κλασικά γράμματα έχουν απαξιωθεί ως θυσία στο πνεύμα της εποχής, αλλά σε ό,τι αφορά τη χώρα μας η ευθύνη αγγίζει και τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, την πολιτεία. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι στους φιλολόγους μόνους, σχεδόν αποκλειστικά, ανατίθεται το βαρύ έργο της διαμόρφωσης και της καλλιέργειας του χαρακτήρα και της εν γένει συμπεριφοράς των νέων, αντιλαμβανόμαστε πόσο αυτή η παραμέληση της ανθρωπιστικής παιδείας μπορεί να ευθύνεται για την εικόνα που δείχνουν προς τα έξω οι μαθητές.

Είναι βέβαιο ότι τα Μαθηματικά οξύνουν την κρίση, η Φυσική και η Χημεία εισάγουν τους μαθητές στα μυστικά της φύσης και της εξέλιξης, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι δεν αγγίζουν ζητήματα προσωπικής συμπεριφοράς, κοινωνικοποίησης, αναζήτησης κοινωνικών προτύπων και οράματος. Παραφράζοντας τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, που έλεγε ότι «τον χρόνο μας πρέπει να τον μοιράζουμε ανάμεσα στην πολιτική και τα Μαθηματικά…», θα έλεγα ότι εμείς οι φιλόλογοι θα πρέπει να μοιράζουμε τον χρόνο μας ανάμεσα στην πολιτική και στους κλασικούς, και πιο πολύ στους κλασικούς, γιατί εκεί εμπεριέχεται και η πολιτική στην καλύτερη εκδοχή της.

Εκπαίδευση, λοιπόν, στοχευμένη προς το ανθρωπιστικό ιδεώδες. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι να κάνουμε πιο ελκυστική, πιο ενδιαφέρουσα και πιο αποδοτική τη διδασκαλία των κλασικών γραμμάτων. Να πείσουμε τους μαθητές, αφού πρώτα πεισθούμε οι ίδιοι, για το όφελος που μπορούν να έχουν από την κλασική παιδεία γενικά και από τα Αρχαία Ελληνικά ειδικότερα. Να μην είναι παθητικοί έως αδιάφοροι αποδέκτες του μαθήματος αλλά συμμέτοχοι και συνυπεύθυνοι στην προσπάθεια κατανόησης και μετάφρασης του αρχαίου κειμένου, με όλο τους το μυαλό και με το υποχρεωτικό, έστω, καταρχάς ενδιαφέρον τους για κάτι από το οποίο αναμφισβήτητα μόνο κέρδος θα έχουν.

Ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος

Δεν προτείνω, φυσικά, να γυρίσουμε στα παραδοσιακά πρότυπα (προγράμματα σπουδών, τρόπος διδασκαλίας, ποιότητα των βιβλίων), αφού άλλωστε η αποτυχία τους είναι δεδομένη. Είναι απόλυτη προτεραιότητα να ξαναδούμε τη φιλοσοφία της Εκπαίδευσης στο πλαίσιο της γενικότερης παιδείας που πρέπει να παίρνουν οι νέοι, να ξεκαθαρίσουμε επιτέλους τι περιμένουμε από την Εκπαίδευση και τι είδους παιδεία θέλουμε να δώσουμε στις νεότερες γενιές. Όλα πρέπει να αναμορφωθούν ριζικά: προγράμματα, βιβλία, μέθοδοι διδασκαλίας, ώστε να ξανακερδίσουμε το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη των νέων, για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, που θα είναι πιο κοντά στον κόσμο που ονειρεύονται.

Όποιοι έχουν προβληματιστεί, βασανιστεί και έχουν δοκιμάσει άλλες μεθόδους προσέγγισης τόσο της κλασικής παιδείας όσο και των μαθητών θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε έναν εθνικό διάλογο, σε μια εθνική προσπάθεια, υπερκομματική (όχι διακομματική), αναμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών και επαναπροσέγγισης των νέων με άλλο πνεύμα, που θα ικανοποιεί τις ανάγκες όχι αυτών που θέλουν να αποφασίζουν για τους νέους χωρίς τους νέους, αλλά μαζί με αυτούς και γι’ αυτούς.

Μέσα από την ολική και σε βάθος αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών, από τη μια, και τη συστράτευση των λειτουργών της Εκπαίδευσης σ’ έναν αγώνα αλλαγής «κλίματος», από την άλλη, να επιχειρηθεί η ουσιαστική αξιοποίηση της κλασικής ανθρωπιστικής μας κληρονομιάς, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής παιδείας που θα διαπαιδαγωγεί δημοκρατικούς πολίτες.

Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, με ευθύνη και της πολιτείας, αποτελεί, ιδιαίτερα στις μέρες μας, ύψιστη προτεραιότητα. Από την άλλη, όποιος καθηγητής σε οποιαδήποτε φάση της διδακτικής του πορείας πιστέψει ότι έκλεισε τον κύκλο της επιμόρφωσης για την αυτο-βελτίωσή του, αυτός ο καθηγητής καλό είναι να συνταξιοδοτείται πάραυτα. Κι επίσης, απευθυνόμενος στους συναδέλφους εκπαιδευτικούς, θα ήθελα να τους πω: Εσείς μην καταδεχτείτε ποτέ να πείτε: «Τόσο με πληρώνουν, τόσο δουλεύω»! Από τη στιγμή που θα μπείτε στην τάξη, έχετε αποκλειστικά όλην την ευθύνη απέναντι στους μαθητές σας. Μια ευθύνη που δεν μπορείτε να τη μοιραστείτε με κανέναν.

Σήμερα γίνεται πολύς λόγος για την ηλικιακή γήρανση και για την ανάγκη ανανέωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού στα σχολεία. Είναι αυτονόητο ωστόσο ότι η ηλικία από μόνη της δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Οι νέοι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να φέρουν στα σχολεία μια νέα αύρα, από την οποία δεν μπορεί να λείπει η γνώση, το βασικό εφόδιο του δασκάλου. Από εκεί και πέρα, το πόσο καλά θα σταθούν στην τάξη εξαρτάται κατ’ αρχάς από το πόσο καλά προετοιμασμένοι θα πάνε. Αυτό έχει να κάνει τόσο με το αντικείμενο που θα διδάξουν όσο και με την «ηθοποιία» στην παράσταση που πρέπει να δίνουν κάθε φορά μέσα στην τάξη ως εκπαιδευτικοί. Καθένας, καθεμιά τους στο δικό του στιλ. Και, παρόλο που ακούγεται μαξιμαλιστικό και αλαζονικό ίσως, πιστεύω πως για το ξεπέρασμα της κρίσης που βιώνουμε ως χώρα και ως Ευρώπη, κάποιο ρόλο πρέπει να έχουν και οι εκπαιδευτικοί, που διαπαιδαγωγούν τις νεότερες γενιές, τους αυριανούς πολίτες, οι οποίοι θα είναι αναγκασμένοι να φτιάξουν έναν καινούργιο κόσμο, πιο ανθρώπινο από αυτόν, που με μεγάλες ενοχές τους παραδίδουμε.

Άνοιγμα στις κοινωνικές συνιστώσες (και όχι χύμα στην «κοινωνία», που σε τελική ανάλυση δεν σημαίνει και τίποτα) και αναζήτηση – αξιοποίηση κάθε γόνιμης έως και ρηξικέλευθης πρότασης και όχι μονιμοποίηση της νομιμοποιημένης αυτο-αναφοράς, που έχει περικλείσει μέσα σε απρόσιτα τείχη την πανεπιστημιακή ιδίως κοινότητα, με όλο το ανανταπόδοτο κόστος για την κοινωνία.

Τα τελευταία χρόνια γίνεται στη χώρα μας λόγος γενικά για έλλειμμα παιδείας και πνευματικότητας, που ξεκινάει από τους λεγόμενους ανθρώπους της διανόησης και επεκτείνεται στην ευρύτερη κοινωνική κατηγορία αυτών που διεκδικούν τίτλους μιας κάποιας εγγραμματοσύνης και ενός ανάλογου πολιτισμικού επιπέδου. Το διακύβευμα όλης αυτής της κατάστασης αφορά κυρίως τους νέους ανθρώπους, αν και πίσω απ’ αυτούς κρύβεται η ενοχή και η ευθύνη των μεγαλυτέρων.

Στον βαθμό που ισχύει αυτή η άποψη, μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα καλούνται οι εκπαιδευτικοί να επωμισθούν βαρύ έργο: την επανάσταση των συνειδήσεων, με πρώτο και κύριο πεδίο δράσης τη νεότητα. Είναι προφανές ότι αυτόν τον τιτάνιο αγώνα είναι απαραίτητο να τον στηρίξουν τόσο η υπεύθυνη πολιτεία όσο και κάθε συνειδητός πολίτης – γονιός και η κοινωνία συνολικά. Σε αυτό το αναγκαστικό πλαίσιο θα κινηθούν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, υπερβαίνοντας τόσο τον εαυτό τους όσο και την κοινωνική συνθήκη που επικρατεί στις μέρες μας. Είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, προκειμένου να έχει μέλλον αυτός ο τόπος. Άλλωστε, δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας μας που θα αναλάβουν ένα τέτοιο καθήκον οι πεπαιδευμένοι και οι παιδαγωγοί.

Αν δεν μας αξίζει αυτό που είμαστε, πίστευε ο δάσκαλός μας Ι. Θ. Κακριδής, αξίζει να προσπαθήσουμε να γίνουμε τουλάχιστον αυτό που μπορούμε. Και σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα δεν είναι να αρνηθούμε αυτό που είμαστε, αλλά να το υπερβούμε. Στην κατεύθυνση αυτή, μια ουσιαστική και γόνιμη επαναπροσέγγιση του κλασικού ανθρωπιστικού πνεύματος της Αρχαιότητας μπορεί να δώσει στους νέους ερεθίσματα για μια βαθύτερη παιδεία. Ωστόσο, το μειωμένο ενδιαφέρον των νέων στις μέρες μας για τα εκπαιδευτικά επαγγέλματα και η απουσία πίστης των καθηγητών στην αποστολή τους -και εξαιτίας των συνθηκών κάτω από τις οποίες καλούνται να εργαστούν- συνιστούν θανάσιμο κίνδυνο για τη διαπαιδαγώγηση των νεότερων γενεών.

Πριν από μερικές δεκαετίες, όταν ο αυταρχισμός και οι τιμωρίες στο σχολείο εξαντλούσαν συχνά την επινοητικότητα κάθε δασκάλου – καθηγητή, «επαναστατικό» ήταν να βρίσκεται ο δάσκαλος – καθηγητής κοντά στον μαθητή, να είναι επιεικής, να σέβεται την προσωπικότητά του, να μοιράζεται πολλές φορές τα προσωπικά του προβλήματα, να απευθύνεται σ’ αυτόν με το μικρό του όνομα κ.τ.λ. Σήμερα, που οι μαθητές απολαμβάνουν δικαιώματα περισσότερα από όσα χρειάζονται, που η ελευθερία τούς περισσεύει και δεν ξέρουν πια τι να την κάνουν, πώς να τη διαχειριστούν, σήμερα «επαναστατικό» είναι να δείχνει ο καθηγητής στους μαθητές του ότι εκτός από δικαιώματα (που τα ξέρουν πολύ καλά) έχουν και υποχρεώσεις (που κανείς ποτέ δεν τους είπε). Στο ίδιο πνεύμα, η αυστηρότητα του καθηγητή, όταν πηγάζει από ειλικρινή αγάπη και πραγματικό ενδιαφέρον για τον νέο, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα βρει την καλύτερη ανταπόκριση εκ μέρους του συνόλου των μαθητών. Αυτή είναι μια στάση ευθύνης απέναντι στις νεότερες γενιές.

Ο μαθητής δεν είναι “άδειος κουβάς”

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι ίδιες οι συνθήκες επιβάλλουν τη συμμετοχική διδασκαλία, όπου ο μαθητής δεν είναι πια ο «άδειος κουβάς» τον οποίο πρέπει ο καθηγητής να γεμίσει, αλλά ένας νέος άνθρωπος «ώριμος» για να αναλάβει την ευθύνη, προκειμένου να συγκροτήσει την προσωπικότητά του. Γι’ αυτό χρειάζεται την κατάλληλη βοήθεια από τον κατάλληλο άνθρωπο (ας το έχουν αυτό υπόψη τους οι καθηγητές, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη τους). Έχει καίρια σημασία να αφήνει ο καθηγητής να εκδηλωθεί η ενέργεια του μαθητή προκαλώντας την αντίδρασή του, να απελευθερώσει τη δυναμικότητα και την πρωτοβουλία του, ώστε να γίνει συμμέτοχος, μακάρι και πρωταγωνιστής στην ανέλιξη του μαθήματος. Γενικά ο δάσκαλος πρέπει να ονειρεύεται πάντα και να έχει ως στόχο να διευθύνει το μάθημα «σαν μαέστρος».

Ας συμμετέχουν στο μάθημα οι μαθητές, όπως τουλάχιστον συμμετέχουν σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, όπου μοιράζονται τη χαρά ή την απογοήτευση των παικτών της ομάδας τους, ενθουσιάζονται, αποδοκιμάζουν, ουρλιάζουν… Ή όπως όταν παρακολουθούν μια θεατρική παράσταση ή μια κινηματογραφική ταινία, όπου συμπάσχουν, διασκεδάζουν, κρίνουν, συμφωνούν ή απορρίπτουν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έχουμε όλοι και ο καθένας από έναν ρόλο. Κανείς δεν μένει απαθής ή αδιάφορος. (Ποιος θα ήθελε να ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία;)

Μπορούμε, ακόμη, να μιλάμε για «παιδαγωγική της χαράς», με την κατάλληλη αξιοποίηση του πλούσιου συναισθηματικού κόσμου των νέων, με συναίσθηση της ψυχολογίας τους και με σεβασμό εκ μέρους του καθηγητή στην προσωπικότητα του κάθε μαθητή, για να εξοικειωθεί μαζί του και να τον καλέσει να αντιμετωπίσουν με κοινή προσπάθεια τα προβλήματα.

Όσοι έχουν περάσει από την Εκπαίδευση το ξέρουν καλά, πως η γνωστική επάρκεια του εκπαιδευτικού είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά δεν αρκεί, για να μπορεί αυτός να «σταθεί» στην τάξη. Χρειάζεται κάτι περισσότερο, προκειμένου να προκαλέσει και να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον των μαθητών του καθ’ όλην τη διάρκεια του μαθήματος, να έχει επαφή και διαρκή επικοινωνία μαζί τους και να διαθέτει μεταδοτικότητα. Αυτά τα τελευταία αποτελούν συνήθως φυσικά προσόντα, αλλά μπορεί επίσης να κατακτηθούν και με την κατάλληλη βοήθεια και τη σχετική μύηση («φύσεως καὶ ἀσκήσεως διδασκαλία δεῖται»). Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η πίστη του καθηγητή στην αποστολή του, η καλή προετοιμασία και η συνεχής ενημέρωσή του σχετικά με τις εξελίξεις που συντελούνται στον τομέα της επιστήμης του αλλά και στην εκπαίδευση γενικότερα. Και πάνω απ’ όλα, η αγάπη του για το λειτούργημα που ασκεί και για τους μαθητές του.

Η δημιουργική προσέγγιση των Αρχαίων Ελληνικών

Και για να έρθουμε στα δικά μας, η δημιουργική προσέγγιση των Αρχαίων Ελληνικών ξεκινάει από τη γραμματικο-συντακτική επεξεργασία του κειμένου και φτάνει, μέσω της ερμηνείας του, έως τον κόσμο των ιδεών που περιέχονται ή προκύπτουν από αυτό, πράγμα που αποτελεί και τον σκοπό του μαθήματος. Εάν επιτευχθεί η πρόσκτηση αυτών των ιδεών, ενταγμένων μάλιστα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συναγωγής συμπερασμάτων, χρήσιμων στις αναζητήσεις τους, φιλοσοφικές, κοινωνικές, πρακτικές της ζωής, θα έχει επιτελεσθεί ο σκοπός, και οι μαθητές θα έχουν πάρει αυτό που μπορούν. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη πιο πέρα, οι καθηγητές οφείλουν να κεντρίζουν το φιλότιμο, να καλλιεργούν ευγένεια αισθημάτων αλλά και να προκαλούν την κοινωνική ευαισθησία των μαθητών τους. Οι καθηγητές, βέβαια, δεν μπορούν να κάνουν θαύματα. Αυτό που σίγουρα πρέπει να επιδιώκουν, είναι να βοηθούν τον κάθε μαθητή και όλους μαζί να αποδώσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Να «αναγκάσουν» κάθε μαθητή να ανακαλύψει τις ικανότητές του και τα ταλέντα του, τα οποία στη συνέχεια θα αναδείξουν μαζί, ο δάσκαλος με τον μαθητή.

Η όλη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία πρέπει να είναι μαθητοκεντρική και να συνδυάζεται με ασκήσεις αυτενέργειας στο σπίτι. Καλό θα ήταν επίσης να επιδιώκεται η ψυχολογική, συναισθηματική και διανοητική προετοιμασία των μαθητών πριν από το μάθημα, π.χ. με ένα κατάλληλο μουσικό κομμάτι, με ένα συναισθηματικό κέντρισμα ή/και με μια καίρια ερώτηση, που να προκαλούν το ενδιαφέρον των μαθητών για το περιεχόμενο του κειμένου το οποίο πρόκειται να διδαχτούν, και να προϊδεάζονται ότι τα «Αρχαία Ελληνικά» ούτε «ξένα» τούς είναι ούτε απρόσιτα.

Διδασκαλία και εξέταση του «αδίδακτου» κειμένου

Είναι αυτονόητο ότι η διδασκαλία του μαθήματος της Αρχαίας Ελληνικής Θεματογραφίας αποβλέπει στην πρόσκτηση των ιδεών (ιδεολογική προσέγγιση) και του πνεύματος γενικότερα των αρχαίων Ελλήνων, που φτάνει έως εμάς μέσα από τα κείμενα που διασώθηκαν (πέρα από το αναμφισβήτητο ότι οξύνουν τον νου και καλλιεργούν τον διανοητικό και συναισθηματικό κόσμο όσων, νέων αλλά και μεγαλύτερων, τα διαβάζουν, και εδώ είναι που χρειάζεται η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας).

Ωστόσο, ο καθηγητής που διδάσκει το μάθημα και θέλει να προσεγγίσει και ιδεολογικά τα κείμενα, θα πρέπει να παραβλέψει το ότι στις εισαγωγικές εξετάσεις για τις ανώτατες σχολές δεν ζητούνται ούτε το νόημα ούτε οι ιδέες του «αδίδακτου» κειμένου, και, επιπλέον, να υπερνικήσει την άρνηση των υποψηφίων για τα πανεπιστήμια να ασχοληθούν με κάτι περισσότερο από ό,τι -κατά νόμον- ζητούν οι θεματοδότες.

Το υπουργείο, λοιπόν, της Παιδείας, για εναρμόνιση με το πρόγραμμα σπουδών, θα πρέπει να αλλάξει και τον σχετικό νόμο, ώστε να ζητούνται από τους μαθητές και το νόημα (όπως συνέβαινε άλλοτε) αλλά και πραγματολογικά και ιδεολογικά – πολιτισμικά στοιχεία του αδίδακτου κειμένου.

Τέλος, στους συναδέλφους εκπαιδευτικούς θα έλεγα: Δώστε με αγάπη στους μαθητές σας τον καλύτερο εαυτό σας. Αυτή είναι η αποστολή σας. Και να είστε βέβαιοι ότι και αυτοί με τη σειρά τους θα γευτούν και θα αξιοποιήσουν την προσφορά σας, και θα σας θυμούνται πάντα με ευγνωμοσύνη!

Ξεκινάμε, λοιπόν, μαζί για έναν εκπαιδευτικό περίπατο, αφού συνειδητοποιήσουμε πρώτα πού βρισκόμαστε, από πού δηλαδή ξεκινάμε, και κατά πού πάμε. Όχι πού πάμε, αλλά κατά πού πάμε, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι αυτή η πορεία, αυτός ο αγώνας, που ούτε την αρχή του θυμόμαστε, δεν έχει ούτε τέλος. Και το νόημα σ’αυτόν τον αγώνα θα το δώσετε εσείς∙ καθένας για τον εαυτό του, με τους δικούς του όρους, έτσι που «να ανθίσουν όλα τα λουλούδια». Βάλτε υψηλούς στόχους, ξέροντας ωστόσο ότι μπορεί να μείνετε στα χαμηλά. Αλλά και το να σηκώσεις το βλέμμα σου για να ατενίσεις τις κορφές, είναι ένα όραμα που δίνει από μόνο του αξία στη ζωή.

! Ο Αντώνης Σαχπεκίδης είναι κλασικός φιλόλογος και συγγραφέας. Το κείμενο είναι εισήγησή του σε εκπαιδευτικό σεμινάριο για τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών. Έχει δημοσιυθεί στην εφημερίδα ΑΥΓΗ


http://www.ideotopos.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος