Η “κατάκτηση” της ιταλικής οικονομίας από νομιμοφανείς, έως επίσημες, μαφιόζικες επιχειρήσεις, έχει απλωθεί σε μεγάλη έκταση.
Ήδη από τα πρώτα βήματα της πανδημίας, στην Ιταλία είχε σημάνει συναγερμός στις διωκτικές αρχές και στις κρατικές υπηρεσίες για τις χρυσοφόρες ευκαιρίες που ανοίγονταν για τις μαφιόζικες οργανώσεις να αυγατίσουν τα κέρδη τους, να ξεπλύνουν τα βρώμικα χρήματά τους, αλλά κυρίως να διεισδύσουν ακόμη περισσότερο στον οικονομικό ιστό, τόσο της χώρας, όσο και σε διεθνή κλίμακα, ιδίως όταν στον ορίζοντα εμφανίσθηκαν οι οικονομικές ενισχύσεις του Υπερταμείου της Ε.Ε. για τον επιχειρηματικό τομέα και τις υποδομές (κατασκευές, τουρισμό, “πράσινη ανάπτυξη” κτλ.).
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Ένα χρόνο μετά την καταδρομή της οικονομίας και της κοινωνίας από την Covid-19, η εξαμηνιαία έκθεση του Τμήματος Ερευνών κατά της Μαφίας (DIA), τεκμαίρει πως η “κατάκτηση” (“μόλυνση” και με τα σωστά της την ονομάζει το κείμενο) της ιταλικής οικονομίας από νομιμοφανείς, έως επίσημες, μαφιόζικες επιχειρήσεις, έχει απλωθεί σε μεγάλη έκταση. Οι δραστηριότητες για τη νομιμοποίηση και ανακύκλωση παράνομων κερδών ή η παράνομη τοκογλυφία και η μεταφορά χρημάτων και τιμαλφών από αυτήν, επεκτείνεται κυρίως στον πλούσιο Βορρά και την Κεντρική Ιταλία ενώ στον Νότο πλήρης μοιάζει να είναι η εγκαθίδρυσή της “καθώς αυξάνονται οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις των εκλογικών συναλλαγών και της συνακόλουθης διαφθοράς πολιτικών από τη Μαφία”.
Oι αναλυτές της DIA επικεντρώνονται στην τακτική της “κοινωνικής προσφοράς από πόρτα σε πόρτα” στην οποία επιδόθηκε ιδίως η ναπολετάνικη Καμόρα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης λόγω της πανδημίας. “Οι τεράστιοι οικονομικοί πόροι που διαθέτει η Καμόρα μετατρέπονται σε ιδανικό εργαλείο” για παρέμβαση πολύ ταχύτερη και πιο αποτελεσματική από εκείνη του κράτους, που συμβάλλει στην αύξηση της συγκατάθεσης των ευεργετουμένων πολιτών. Η έρευνα καταδεικνύει πως πολλές “οικογένειες” αντί να καταφεύγουν σε εκβιασμούς, προτιμούν να συνάψουν μια συνεργασία με επιχειρηματίες που αναγκάζονται έτσι να γίνουν η “καθαρή εικόνα” της οικονομικής δραστηριότητας των μαφιόζων. Ενώ μέσω αυτών των δικτύων, η Καμόρα θα μπορούσε να επωφεληθεί περαιτέρω με τις εκταμιεύσεις δημόσιου χρήματος, για παράδειγμα, για την στήριξη του τομέα της υγείας, της αγροδιατροφικής αλυσίδας, του τουρισμού (ξενοδοχείων και εστιατορίων)”.
Άλλωστε τα ποσοστά της αύξησης της μαφιόζικης διείσδυσης σε ορισμένους τομείς κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι ενδεικτικά: στις οικονομικές απάτες και καταχρήσεις (+275,61%), στις ενυπόθηκες ασφάλεις και τα ενέχυρα (+95,83%), στην κατάχρηση δημόσιας χρηματοδότησης (+87%), στα θύματα τοκογλυφίας (+20%) και των κρουσμάτων τοκογλυφίας (+19,34%), στις διάφορες συναλλαγές με μετρητά (+16,19%), στις εταιρείες που λόγω της κρίσης είναι ευάλωτες στην εγκληματική διείσδυση (+14, 29%) και στις ίδιες τις εταιρείες σε κρίση (+11,02%).
Η έκθεση το τονίζει ρητά: οι Μαφίες πλέον έχουν επεκταθεί πολύ πέραν του παραδοσιακού τους χώρου και του τόπου καταγωγής τους, έχουν κατακτήσει και το εξωτερικό (π.χ. Ισπανία, Γερμανία κ.α.) και στοχεύουν, καταρχάς, στη “διαχείριση της επιχειρηματικής αγοράς” και όχι στον “έλεγχο του εδάφους”. Μια τάση που εξυπηρετείται μέσω του “καθαρού προσώπου” του νέου τύπου επιχειρηματιών και των ελεύθερων επαγγελματιών δια των οποίων η Μαφία παρουσιάζεται στη δημόσια διοίκηση, υιοθετώντας έναν χαμηλόφωνο και διακριτικό τρόπο δράσης που εν πρώτοις δεν προκαλεί κοινωνικό συναγερμό”
Όπως τονίζεται στην έκθεση της DIA, oι κίνδυνοι που συνδέονται με την “καμουφλαρισμένη” υπό τον μανδύα της νομιμότητας μαφιόζικη δραστηριότητα αυξάνονται ιδίως σε σχέση με την “κατανομή μέσω των εξαιρετικά απλουστευμένων διαδικασιών για την κρατική ενίσχυση, που προετοιμάζονται υπέρ των οικονομικών τομέων που πλήττονται περισσότερο από τις περιοριστικές διατάξεις για να περιορισθεί η διάδοση της Covid-19”. Όπως επισημαίνει η ίδια υπηρεσία, “εάν ο στόχος των θεσμικών οργάνων είναι να τηρηθεί ένα χρονοδιάγραμμα ανάθεσης που δεν θα θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων, ο κίνδυνος είναι οι Μαφίες, σε αυτήν τη φάση, μέσω των επιχειρήσεων τους, να εισέλθουν στις ροές ανάθεσης εκμεταλλευόμενες το ασταθές σύστημα ελέγχου”. Και τούτο γιατί “λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό αριθμό των αιτήσεων για πρόσβαση στα κονδύλια, είναι εύλογο να πιστεύουμε ότι το όποιο μοντέλο πρόληψης και ελέγχου θα αποδειχθεί αναποτελεσματικό ή σε κάθε περίπτωση βραδυκίνητο για την όποια πιθανή ανάκτηση των εισπραχθέντων πόρων, ελλείψει των αναγκαίων απαιτήσεων, από εταιρείες που κινδυνεύουν από τη μαφιόζικη διείσδυση”.
Δεν είναι μία πρόσφατη διαπίστωση, αλλά και από παλιότερα είχε επισημανθεί η βαθιά αλλαγή της παραδοσιακής μορφής του ,αφιόζου: δεν είναι πλέον ο τραχύς χωρικός-εκβιαστής με τη “λουπάρα” που σκότωνε όποιον δεν του έδινε “εν τη παλάμη” το γνωστό pizzo. Ούτε είναι ο παρατρεχάμενος πιστολέρο που διένειμε ναρκωτικά και μάζευε τα παράνομα στοιχήματα. Όχι ότι έχουν λείψει τούτες οι μορφές παράνομου κέρδους, αλλά είναι “ψίχουλα” μπρος στα κολοσσιαία κέρδη που εγγυώνται οι μεγάλες επιχειρηματικές “μπίζνες” του κρατικού καπιταλισμού, που εφαρμόζει κατά κόρον ο νεοφιλελευθερισμός ιδίως μετά την οικονομική κρίση για να στηρίξει το μεγάλο Κεφάλαιο.
Ο νέος τύπος μαφιόζου είναι εκείνος που κλείνει μεγάλα συμβόλαια, ιδίως στις κατασκευές και τα μεγάλα έργα, στη διαχείριση κάθε είδους αποβλήτων (από οικιακά απορρίμματα έως χημικές και άλλες επικίνδυνες ουσίες, που καταλήγουν σε παράνομες χωματερές ή “μετακομίζουν” στην Αφρική), στον κεφαλαιακό έλεγχο τραπεζών και άλλων fund, τις κρατικές και διεθνείς δημοπρασίες. Τώρα δε, με τον κορονοϊό ακόμη και η αγορά και διανομή των εμβολίων, αλλά και ο ίδιος ο εμβολιασμός έχει μπει στο στόχαστρο των μαφιόζων. “επικείμενη διάθεση των εμβολίων θα μπορούσε να αποτελέσει προνομιακό πεδίο ενδιαφέροντος των εγκληματικών ομάδων λόγω της υψηλής ζήτησης και της φυσιολογικής χαμηλής αρχικής προσφοράς”, σημειώνεται στην αντίστοιχη έκθεση. Και καθώς έχει ανοίξει και ο διάλογος για να αρχίσει και στην Ιταλία η παραγωγή εμβολίων που θα εμπλουτίζει την παγκόσμια ζήτηση, οι Μαφίες τρίβουν τα χέρια τους.
Η πανδημία έχει προκαλέσει μία πραγματική εκατόμβη επιχειρήσεων σε πολλούς τομείς: η εστίαση και ο τουρισμός αποτέλεσαν για τη Μάφια μία προνομιακή πελατεία για την επέκταση των δραστηριοτήτων της. Όχι μόνον δάνεισαν με τοκογλυφικά επιτόκια επιχειρήσεις και νοικοκυριά, όχι μόνο έγδυσαν αναγκεμένους ανθρώπους από χρήματα και τιμαλφή, αλλά κυρίως χρησιμοποίησαν τις κατασχεμένες ή φθηνά αγορασμένες επιχειρήσεις (εστιατόρια, μικρομάγαζα, μινι-μάρκετ, κυρίως μπαρ και τουριστικές εγκαταστάσεις), για να ξεπλύνουν χρήματα, αλλά και ως “βιτρίνες” και “κρησφύγετα” για άλλες δραστηριότητες”. Σημαντική είναι και η διείσδυση της Μαφίας στην αγορά ακινήτων, όπου λόγω του κορονοϊού ο αριθμός των εκποιήσεών και των πλειστηριασμών έχει ανέλθει σε στρατοσφαιρικά επίπεδα (+63% μόνον το τελευταίο εξάμηνο του 2020). Αλλά και με γνώμονα τη δηλωμένη αντίθεση των μεγαλοεπιχειρηματιών να δοθούν χρήματα στις “αντιπαραγωγικές” μικρές επιχειρήσεις, ο “θάνατος του εμποράκου” είναι προ των πυλών, με αποτέλεσμα μία πλειάδα επιχειρήσεων να περάσει στα χέρια των μόνων που μπορούνε να τις συντηρήσουν: Ποιούς άλλους; μα τους μαφιόζους φυσικά.
Ουσιαστικά μετά την ανάνηψη της κοινωνίας από την πανδημία, μία σειρά από εμπορικούς κι επιχειρηματικούς τομείς, το σύμπαν σχεδόν των καθημερινών συναλλαγών των πολιτών, αλλά και οι υποδομές και οι υπεύθυνοι για την κατασκευή, διαχείριση και λειτουργία τους θα κατέχονται από την Μαφία. Και μάλιστα, με τη μορφή των επιδοτήσεων με χρήματα που θα προέρχονται από τις Βρυξέλλες η Μαφία θα λυμαίνεται και τα κρατικά κονδύλια, που φυσικά πιστά τοις ρήμασι του νεοφιλελευθερισμού δεν θα καταλήγουν στον πολίτη και τις ανάγκες του, αλλά στην ανάπτυξη όπως τα οικονομικά διευθυντήρια την εννοούν.
/kosmodromio.gr/