Στην Ειδομένη παράγεται τούτες τις μέρες περισσότερο συναίσθημα και πολιτική από όσο μπορεί οποιοσδήποτε άνθρωπος να κατανοήσει.
Αλλά τι είναι πλέον η Ειδομένη; Είναι το ασταμάτητο βουητό από 11.000 ζευγάρια κουρασμένα πόδια;
Είναι η ένταση από τούτο το εργοστάσιο ψυχών που με υλικό την καρβουνιασμένη απελπισία τους, ανεβαίνει από τη γη στον ουρανό σαν ηλεκτρικός σπινθήρας;
Είναι οι σκηνές των δύο καταυλισμών και οι εκατοντάδες μικρότερες στις οποίες κουρνιάζουν κούραση και αγωνία;
Είναι τα δάκρυα των γυναικών, των μανάδων και γιαγιάδων, που σφουγγίζονται μέσα σε ανδρικές αγκαλιές όταν τις ρωτάς πώς ήταν η ζωή σας στη Συρία;
Είναι οι εθελοντές και εθελόντριες που πασχίζουν με τέτοιο τρόπο που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί εύστοχα με λόγια, με τον φόβο ότι μπορεί να τους αδικήσουν;
Είναι όλα αυτά, αλλά δυστυχώς η Ειδομένη τελικά είναι μία και μόνο ερώτηση: «Πες μας, άνθρωπε, πότε θα ανοίξουν τα σύνορα;».
Αδεια κελύφη
Αλλες δύο μεγάλες σκηνές των 300 ατόμων πρόκειται να στηθούν αύριο από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, που μετά την άδεια που πήραν από τον τοπικό δήμο ευελπιστούν να τοποθετήσουν τουλάχιστον εφτά συνολικά, που να μπορούν να δεχθούν άλλους 1.500 πρόσφυγες.
Κι όλα αυτά, καθώς οι σκηνές στο βενζινάδικο, 20 χιλιόμετρα πριν από τα σύνορα, είναι άδεια κελύφη, μια και κανείς δεν θέλει να χάσει τη μία ελπίδα να πηδήξει κυριολεκτικά στην άλλη πλευρά των συνόρων όταν και αν δοθεί η παραμικρή ευκαιρία.
Πρόβλημα νούμερο ένα χθες, το οποίο συζητήθηκε και στη σύσκεψη των οργανώσεων και των εθελοντών, είναι η υγιεινή και η καθαριότητα.
Τα περιστατικά διάρροιας, κυρίως στα ανήλικα παιδιά, πλήθυναν, ντους με ζεστό νερό δεν υπάρχει και έχει αρχίσει προγραμματισμός, για να αντιμετωπιστούν όλα τα προβλήματα που πιθανόν θα προκύψουν.
«Είναι το πρώτο μας μέλημα η καθαριότητα, αφήστε που είναι τέτοια η ένταση των ανθρώπων και παρατεταμένη τόσες μέρες που πολλοί μάς λένε ότι τους κόπηκε η πείνα, δεν θέλουν καν να φάνε», δηλώνει στην «Εφ.Συν.» η Δωροθέα Βακάλη, συντονίστρια της οργάνωσης εθελοντών «Ναόμι-Κυψέλη Μεταναστών, Προσφύγων» που εργάζονται στην Ανοιχτή Κουζίνα.
Με ποσότητες ψυχραιμίας που δείχνουν ανεξάντλητες, ένεκα της πολυετούς του εμπειρίας, ο Αντώνης Ρήγας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα συνοψίζει:
«Τα δεδομένα άλλαξαν, είναι 11 πλέον και όχι 3,5 χιλιάδες, πρέπει να λύσουμε το θέμα με το νερό, τις σκηνές, την υγιεινή και τα τρόφιμα. Πώς θα το αντέξουμε δεν ξέρω, αλλά και άλλες μεγάλες σκηνές θα στήσουμε και 27.000 συνολικά γεύματα αντέξαμε σήμερα και 180 άτομα εθελοντές –όλων των οργανώσεων- δουλεύουν συνεχώς, αύριο θα δούμε…».
«Δεν έχει ανάλογο»
«Στη Θεσσαλονίκη μοίραζα 40 δέματα την εβδομάδα, σήμερα μόνο μοιράσαμε 700 δέματα, 28.000 μερίδες σε έναν μήνα, εδώ μιλάμε για κάτι που δεν έχει ανάλογό του», μας λέει στο τέλος της βάρδιάς του ο κοινωνικός λειτουργός του Ερυθρού Σταυρού Σωτήρης Μουρουδέλης.
Δίπλα του, άντρες και γυναίκες της Ημισελήνου μοίραζαν τα τελευταία πακέτα ή διασκέδαζαν το παιδομάνι, ενώ άλλη ατέλειωτη ουρά στηνόταν, καθώς θα ξεκινούσε η Ανοιχτή Κουζίνα μερικά μέτρα πιο κει.
«Με είχε πιάσει ένας άντρας πριν από λίγο», μας λέει ο κ. Μουρουδέλης, «και με ρωτούσε πού να πάω, πού να πάω τώρα που δεν ανοίγουν τα σύνορα. Του είπα, μείνε εδώ που είσαι ασφαλής, θα δούμε, και έσκυψε να μου φιλήσει τα χέρια…».
Δίπλα του η Ρόζα Ιμπραήμ από το Χαλέπι, που δούλευε πριν από λίγο καιρό σε γραφείο ασφάλισης αυτοκινήτων, με δύο αγόρια περίπου εφτά χρόνων να κρέμονται από τα ρούχα της, με ένα τάμπλετ στα χέρια, μου ζητάει βοήθεια, ρωτά αν το μήνυμα μιας εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που έλαβε είναι ασφαλές, αν πρέπει να απαντήσει κι αν γνωρίζω… πότε θα ανοίξουν τα σύνορα.
Τη ρωτώ τι έχει απογίνει ο άντρας της και απαντά ότι έμεινε στο Χαλέπι, δεν μπορούσε να φύγει, δακρύζει, κλαίει και δεν τολμώ να απλώσω το χέρι σε ένδειξη συμπαράστασης.
Μου λέει και ξαναλέει πως έχει πάρει αριθμό προτεραιότητας, το 108, το λέει ξανά και ξανά, είναι δώδεκα μέρες ήδη στην Ειδομένη, το λέει στα αγγλικά, στα αραβικά, το 108 είναι ο αριθμός της, δεν τολμώ να της πω ότι είναι για ομάδες εκατοντάδων ανθρώπων και πώς να πω ακόμη ότι χθες είχαν περάσει μόλις τριάντα…
Παραδίπλα μια δεκαοχτάχρονη, η Αϊσέ, με παρακαλεί να κάνω ένα τηλεφώνημα γι’ αυτήν, ένα τηλεφώνημα, αριθμός τηλεφώνου στην ΠΓΔΜ.
Δέχομαι. Απαντά ένας άντρας, του λέω ότι έχω δίπλα μου την αδελφή του Μοχάμεντ, δεν είμαι σίγουρος αν είναι συνθηματικό κυκλώματος, αλλά η κοπέλα είναι μόνη, δεν μιλά αγγλικά.
Η κοπέλα μού πιάνει το χέρι, κίνηση πέρα από τα αραβικά δεδομένα, μια κοπέλα κι ένα αγόρι δίπλα μας μεταφράζουν σ’ αυτήν όσα μου λέει ο άντρας από την άλλη πλευρά των συνόρων.
Η Αϊσέ ακόμη και με παντομίμα μού δείχνει ότι θέλει να τη βοηθήσει να περάσει τα σύνορα, ο άντρας μού απαντά ότι αυτό είναι αδύνατο, στο τέλος κλείνουν για σήμερα το μεσημέρι ένα ραντεβού, κυριολεκτικά στα τυφλά, στα συρματοπλέγματα του φράχτη.
Μου είναι αδύνατο να φανταστώ πώς θα βρεθούν μέσα στο ανθρωπομάνι.
Συσσίτιο
Σε απόσταση αναπνοής συνεχίζεται αμείωτος ο πυρετός ετοιμασίας φαγητού, μια ομάδα αντρών, γυναικών και παιδιών καθαρίζουν ασταμάτητα πατάτες, στην κουζίνα οι μάγειρες της Λέσχης Αρχιμαγείρων φαίνονται μέσα σε ατμούς σαν να συντονίζουν το γέμισμα και άδειασμα, όχι καζανιών, αλλά ενός χυτηρίου.
Δεν τολμώ να μπω μέσα να τους ρωτήσω, αλλά ακόμη και να τους βλέπεις ο πυρετός τους είναι μεταδοτικός.
Εξω, χωρίς ανάσα, δύο ώρες τώρα, ο συντονιστής του «Οικόπολις», Θανάσης Μακρής, έχει ξεφορτώσει με μια παρέα ένα φορτηγό ζυμαρικά που μόλις είχε φτάσει και είχε ήδη στηθεί στο σημείο, όπου έβγαιναν οι πρώτες μερίδες φαγητού.
Σχεδόν 4.000 μερίδες τη μέρα ετοιμάζουν, όλη η υπόθεση μοιάζει με κοσμογονία.
Χαμογελάει συνέχεια και σε όλους, πρόσφυγες που βοηθούν στο μοίρασμα έχουν πάρει κι αυτοί θέση, η ουρά αποτελείται ήδη από 300 άτομα τουλάχιστον και μεγαλώνει συνέχεια.
Τον ρωτώ άναυδος:
➭ «Πώς αντέχετε;»,
➭ «Ε, αντέχουμε, 100.000 μερίδες έχουμε δώσει από τις 15 Δεκεμβρίου».
Ασυνόδευτα ανήλικα

Στο γραφειάκι της ΑΡΣΙΣ, η Μόνικα Πρίφτη κι ο Αλέξης Βραχνός. Ασχολούνται με το λεπτό ζήτημα των ασυνόδευτων παιδιών.
Ενας έφηβος από τη Συρία κάθεται σε μια καρέκλα, δεν κινείται καθόλου, σχεδόν δεν ανασαίνει για να κρύψει τον φόβο και την αμηχανία του.
Οι άνθρωποι της ΑΡΣΙΣ προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο για να μπορέσει να πάρει τα λεφτά που έστειλαν οι δικοί του σε τράπεζα, αλλά δεν έχει τα κατάλληλα χαρτιά.
«Θα δούμε τι και πώς θα γίνει, ψάχνουμε την άκρη», λέει η κ. Πρίφτη. Εχουν ήδη στείλει στο Πολύκαστρο 7 ασυνόδευτα παιδιά, αγόρια όλα, από 12 έως 15 χρόνων.
«Εχει τύχει να δούμε και δέκα μαζί ασυνόδευτα σε παρέα, ξεκίνησαν από την πατρίδα τους και έφτασαν εδώ, δεν ξέρω τι να πω, παιδιά είναι, καθένα και μια ιστορία, κάνουμε ό,τι μπορούμε».
Αυτό όντως είναι το μόνο σίγουρο και μαζί ελπιδοφόρο.
Πριν αποσώσουμε την κουβέντα, είχε στηθεί νέα ουρά για συσσίτιο, αυτή τη φορά στον πρώτο καταυλισμό.
Αυτή η ουρά είναι μεγαλύτερη από την προηγούμενη, πρέπει να είναι πάνω από χίλιοι άνθρωποι, απλωμένοι σε κορδόνι που ολοένα μεγαλώνει.
Είναι το συσσίτιο της ΠΡΑΞΙΣ, ένα μεγαλόσωμο μέλος της οργάνωσης βάζει την απαραίτητη τάξη στην ουρά, καθώς ποτέ δεν λείπουν οι «βιαστικοί», ένα σύννεφο σκόνης έχει σηκωθεί στο σημείο, δυνάμεις των ΜΑΤ συμπράττουν στη στοιχειώδη τήρηση της τάξης και της προτεραιότητας, αυτοί που μοιράζουν το συσσίτιο δίνουν κυριολεκτικά μάχη.
Δορυφορικές κεραίες καναλιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό έχουν γεμίσει τον κάποτε αγροτικό δρόμο που οδηγεί στους καταυλισμούς, ίσα που κινούνται άλλα οχήματα.
Κι είναι ν’ απορείς πια εδώ που διαπιστωμένα είμαστε: στέλνουν όλες αυτές οι κεραίες ένα μήνυμα στην Ευρώπη ή η Ευρώπη παραδίδει μ’ αυτόν τον τρόπο το μήνυμα της αδιαφορίας της;
Η… Ειρήνη μακριά από τη Συρία
Η τσακισμένη μεσαία τάξη της Συρίας σε μια οικογένεια
«Γιατί δεν αφήνουν το ταξί να φτάσει στην Ειδομένη; Μας σταματούν στο ποτάμι και πρέπει να περπατήσουμε δύο χιλιόμετρα».
Μόλις είχαμε βάλει στο αυτοκίνητο τον δόκτορα Ζιγιάντ Βάις με τη γυναίκα του και έναν γιο του.
Η κόρη του είχε μείνει στον καταυλισμό, προσέχοντας τον δίχρονο αδελφό της και τα υπάρχοντά τους. Είχαν πάει στο Πολύκαστρο, για να αγοράσουν τρόφιμα. Διότι, ευτυχώς γι’ αυτούς, έχουν χρήματα.
Ο κ. Βάις είχε κλινική στο Χαλέπι. Κι έφυγε γιατί είχε ήδη στείλει στο Μόναχο τον μεγαλύτερο γιο του. Κι έφυγαν κι αυτοί, «όλοι βομβάρδιζαν, από εδώ οι καθεστωτικοί, από την άλλη οι αντικαθεστωτικοί, δεν έμεινε τίποτα πια εκεί».
Εφτασε με μια ανάσα στη Σμύρνη, με άλλη μια και 700 δολάρια το άτομο πέρασαν το Αιγαίο και τώρα, στριμωγμένοι στο πίσω κάθισμα με τη συνάδελφο Σταυρούλα Πουλημένη, έμοιαζαν να μην έχουν πια άλλη ανάσα.
Στον καθρέφτη βλέπω να κυλούν καυτά δάκρυα στα μάγουλα της γυναίκας του, της Μάλακ Ραχμούν, που άφησε τις σπουδές χημικού, για να κάνει οικογένεια.
➭ «Τέλειωσαν όλα; Εκλεισαν τα σύνορα και δεν προλάβαμε;», με ρωτάει λίγο αργότερα, μέσα σε μια σκηνή με άλλους 300 πρόσφυγες, ο δρ. Βάις όταν δεν ακούνε οι υπόλοιποι.
➭ «Οχι», του απαντώ με σιγουριά που καταλαβαίνει ότι είναι ψεύτικη.
➭ «Μείνετε εδώ, γιατρός είστε, θα δουλέψετε», του λέει ο Βασίλης Μαθιουδάκης.
➭ «Κι ο γιος μου;», απαντά.
Μόνο μια στιγμή αληθινά χαμογέλασε ο δόκτωρ Βάις. Οταν τον ρώτησα, αν έφυγαν παντοτινά από τη Συρία.
➭ «Οχι βέβαια, μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα επιστρέψουμε αμέσως, είναι η πατρίδα μας, το σπίτι μας».
Και το όνομα της γυναίκας του στα ελληνικά είναι… Ειρήνη, θα του θυμίζει συνέχεια την υπόσχεση.