Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν μεταβάλει τη βασική χημεία των θαλασσών ώστε σήμερα να βιώνουμε μια αντίστροφη εξέλιξη: την επιστροφή στα άγονα αρχέγονα νερά. Η ρύπανση, η υπεραλίευση, η καταστροφή των οικοτόπων καθώς και η αλλαγή του κλίματος αδειάζουν τους ωκεανούς και επιτρέπουν στις χαμηλότερες μορφές ζωής να ανακτήσουν την κυριαρχία τους. Οι υψηλές τιμές κάνουν κερδοφόρα τη διαδικασία να χρησιμοποιούνται αεροπλάνα και ελικόπτερα για να σαρώνουν τον ωκεανό από τα ψάρια που απομένουν. Απέναντι στην τεχνολογία, τα ψάρια αυτά δεν έχουν καμία τύχη.
Γιάννης Σιώτος*
Μία βασική αιτία της παρακμής των θαλασσών είναι ότι οι άνθρωποι απλά σκοτώνουν πάρα πολλά ψάρια. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι τα αποθέματα των μεγάλων ψαριών-θηρευτών συρρικνώνονται ραγδαία, όταν κάποιος σκεφτεί ότι ένας τόνος μπορεί να αξίζει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια στην αγορά της Ιαπωνίας.
Ούτε είναι τα μεγάλα ψάρια τα μόνα που απειλούνται. Οταν εξαφανίζονται τα μακρόβια αρπακτικά είδη, όπως ο τόνος και ο ξιφίας, οι αλιευτικοί στόλοι προχωρούν σε μικρότερα ψάρια που τρέφονται με πλαγκτόν, όπως οι σαρδέλες, ο γαύρος και η ρέγκα. Η υπερεκμετάλλευση των μικρότερων ψαριών στερεί τα μεγαλύτερα άγρια ψάρια από ό,τι απομένει για την τροφή τους. Υδρόβια θηλαστικά και πτηνά, όπως ψαραετοί και αετοί, επίσης πεινούν. Οι θαλάσσιοι επιστήμονες αναφέρονται σε αυτήν τη διαδοχική διαδικασία ως «αλιεία σε όλη τη διατροφική αλυσίδα».
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τρώμε πάρα πολλά θαλασσινά. Είναι επίσης και το πώς τα αλιεύουμε. Η σύγχρονη βιομηχανία αλιευτικών στόλων σέρνει πετονιές με χιλιάδες αγκίστρια για πολλά μίλια πίσω από ένα σκάφος και οι βιομηχανικές μηχανότρατες στην ανοιχτή θάλασσα ποντίζουν δίχτυα σε χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά τη διαδικασία αυτή πολλά είδη που δεν ενδιαφέρουν τους αλιείς μπλέκονται ή ψαρεύονται τυχαία. Εκατομμύρια τόνοι μη επιθυμητής θαλάσσιας ζωής σκοτώνονται ή τραυματίζονται σε εμπορικές αλιευτικές δραστηριότητες κάθε χρόνο. Μάλιστα, περίπου το ένα τρίτο όσων βγάζουν οι ψαράδες έξω από τα νερά δεν υπήρχε ποτέ πρόθεση να αλιευθεί. Μερικές από τις πιο καταστροφικές ψαριές πετάνε το 80% με 90% από αυτά που αλιεύονται. Στον Κόλπο του Μεξικού για κάθε κιλό γαρίδας που έχει αλιευθεί από αλιευτικό σκάφος, πετιούνται πάνω από τρία κιλά θαλάσσιας ζωής.
Αλλά ακόμα πιο καταστροφική είναι η ρύπανση, οι πιο ορατές μορφές της οποίας είναι οι καταστροφικές διαρροές από υπεράκτιες γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου ή από ατυχήματα σε δεξαμενόπλοια. Ωστόσο, όσο καταστροφικά κι αν είναι αυτά τα γεγονότα, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, η συνολική συμβολή τους στη θαλάσσια ρύπανση ωχριά σε σύγκριση με τη ρίψη αποβλήτων που βρίσκουν τον δρόμο τους προς τη θάλασσα μέσω των ποταμών, των σωλήνων, της απορροής και του αέρα. Για παράδειγμα, σκουπίδια -πλαστικές σακούλες, μπουκάλια, μεταλλικά κουτιά, μικροσκοπικά πλαστικά σφαιρίδια που χρησιμοποιούνται στις κατασκευές- φτάνουν στα παράκτια ύδατα ή απορρίπτονται από μεγάλα και μικρά πλοία. Αυτή η βρομιά παρασύρεται στη θάλασσα, όπου σχηματίζει κυκλώνες πλωτών αποβλήτων.
Οι πιο επικίνδυνοι ρύποι είναι οι χημικές ουσίες. Οι θάλασσες δηλητηριάζονται από ουσίες που είναι τοξικές, παραμένουν στο περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα, διανύουν μεγάλες αποστάσεις, συσσωρεύονται στη θαλάσσια ζωή και ανεβαίνουν στην τροφική αλυσίδα. Μεταξύ των χειρότερων ενόχων είναι τα βαρέα μέταλλα όπως ο υδράργυρος, ο οποίος απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα από την καύση του άνθρακα και στη συνέχεια με τη βροχή πέφτει στους ωκεανούς, τα ποτάμια και τις λίμνες. Ο υδράργυρος μπορεί επίσης να βρεθεί σε ιατρικά απόβλητα.
Εκατοντάδες νέες βιομηχανικές χημικές ουσίες εισέρχονται στην αγορά κάθε χρόνο, οι περισσότερες από αυτές χωρίς να έχουν δοκιμαστεί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν αυτές που είναι γνωστές ως «επίμονοι οργανικοί ρύποι», που βρίσκονται συνήθως σε ρέματα, ποτάμια, παράκτια ύδατα και όλο και περισσότερο στον ανοιχτό ωκεανό. Αυτές οι χημικές ουσίες συσσωρεύονται αργά στους ιστούς των ψαριών και των οστρακοειδών και μεταφέρονται στα μεγαλύτερα πλάσματα που τα τρώνε.
Επειτα υπάρχουν και τα θρεπτικά συστατικά, τα οποία εμφανίζονται όλο και περισσότερο σε παράκτια ύδατα, αφότου έχουν χρησιμοποιηθεί ως χημικά λιπάσματα σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Το λίπασμα που βρίσκει τον δρόμο του προς το νερό, προκαλεί εκρηκτική ανάπτυξη των φυκιών. Οταν αυτά τα φύκια πεθαίνουν και βυθίζονται στον πυθμένα της θάλασσας, η αποσύνθεσή τους στερεί το νερό από το οξυγόνο που απαιτείται για τη στήριξη της πολύπλοκης θαλάσσιας ζωής ενώ οι τοξίνες που παράγονται μπορούν να σκοτώσουν ψάρια και να δηλητηριάσουν ανθρώπους που καταναλώνουν θαλασσινά.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας
efsyn.gr