Η δημοκρατική νομιμοποίηση κάθε θεσμικής εξουσίας είναι αποτέλεσμα εκλογικών διαδικασιών, μέσω των οποίων οι συμμετέχοντες με την ψήφο τους εκφράζουν την εμπιστοσύνη διοίκησής τους σε πρόσωπα. Φυσικά σε μαζικές θεσμικές λειτουργίες τα πρόσωπα οργανώνονται σε συλλογικότητες ανάλογα με ιδεολογικές-πολιτικές αντιλήψεις που αφορούν τον κοινωνικό φορέα διοίκησης.
Αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες διαμορφώνουν σε εθνικό επίπεδο συλλογικότητες με την ονομασία «κόμματα», μέσω των οποίων διεκδικούν την αποδοχή των πολιτών για τη διοίκηση του κράτους.
Οι εκλογές και η ψηφοφορία είναι το ύψιστο δημοκρατικό θεσμικό δικαίωμα των πολιτών ως «απαίτηση» προς κάθε μορφή θεσμικής διοίκησης, έτσι ώστε να νομιμοποιούνται οι διοικούντες και αυτό πρέπει να γίνεται σε σταθερά χρονικά προκαθορισμένα πλαίσια.
Παντελής Κωνσταντινάκος*
Η νομιμοποίηση μέσω των εκλογών βασίζεται στην προγραμματική «συμφωνία» που έχει εξαγγελθεί από τους πολιτικούς και τα κόμματα ως προς το είδος και τα χαρακτηριστικά της διοίκησης τα οποία έχουν δεσμευτεί ότι θα εφαρμόσουν εφόσον εκλεγούν. Η «δέσμευση» δεν ορίζεται με θεσμικά συμβόλαια από τους πολίτες και τα κόμματα αλλά σε μια άτυπη συμφωνία αρχών ότι θα τηρήσουν τις προγραμματικές εξαγγελίες τους.
Δυστυχώς μεταπολιτευτικά βιώνουμε την «ανορθοδοξία» των εξαγγελμένων προγραμμάτων με τις εφαρμόζουσες πολιτικές από τους πολιτικούς και τα κόμματα, όπου όταν αναλάβουν τη διοίκηση του κράτους μέσω της κυβέρνησης δεν ενδιαφέρονται για τις «δεσμεύσεις» που είχαν προτείνει.
Οι πολιτικοί ως πρόσωπα μέσω των κομμάτων θεωρούν ότι η εκλογική νομιμοποίηση τους παρέχει τα εχέγγυα να διοικούν όπως αυτοί εκτιμούν, δηλώνοντας διάφορες «δικαιολογίες» για τις δυσκολίες να εφαρμόσουν τα «συμφωνηθέντα».
Ετσι τίθενται σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τη θεσμική νομιμοποίηση των πολιτικών στη διοίκηση του κράτους, αφού οι εκλογικές συμφωνίες ανατρέπονται, με αποτέλεσμα κοινωνικές ομάδες να «υποχρεώνονται» σε αντιδράσεις οι οποίες αποκτούν και «βίαιες» εκφάνσεις. Τα ερωτήματα για το «δίκαιο» των δύο πλευρών αποκτούν κοινωνική διάσταση αφού ουδείς άλλος θεσμικός φορέας νομιμοποιείται να δώσει λύση, με αποτέλεσμα οι «πολιτικές» που δεν έχουν εγκριθεί μέσω των εκλογών πρέπει να ανατραπούν από τους πολίτες μέσω της «βίαιης» αντίδρασης.
Η κρατική βία φυσικά είναι νομιμοποιημένη, άρα μπορεί κατασταλτικά να εφαρμόζεται, ενώ η «βίαιη» αντίδραση των πολιτών είναι παράνομη, άρα δεν μπορεί να «εκφραστεί» παρά μόνο θεσμικά όταν ξαναγίνουν εκλογές.
Η αντιφατική κοινωνική διάσταση στο δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών που είναι η εκλογή «αντιπροσώπων» και «πολιτικών προγραμμάτων» διοίκησής τους, με τη μη εφαρμογή τους μετά τις εκλογές αποκτά πεδίο «συγκρούσεων» που δεν μπορεί να προβλεφθεί το μέγεθος και το αποτέλεσμα.
Η «ανακλητότητα» των μη συμφωνηθεισών προγραμματικών πολιτικών γίνεται σε ευνομούμενες δημοκρατίες μέσω της θεσμικότητας των δημοψηφισμάτων, όπου οι πολίτες μπορούν να εκφραστούν χωρίς να χρειάζεται να επιλέξουν συγκρουσιακές μορφές αντίδρασης.
Είναι αναγκαίο και στην Ελλάδα να απαιτηθούν από τα κόμματα και τους πολιτικούς για δεσμεύσεις ανάλογης ισχύος όπως είναι τα δημοψηφίσματα, έτσι ώστε να έχουν οι πολίτες εναλλακτικές παρέμβασης χωρίς να περιμένουν τις επόμενες εκλογές.
Μία άλλη κοινωνική διάσταση στο δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών για την αντιπροσώπευσή τους στους θεσμούς θα ήταν η «εναλλαγή» των πολιτικών σε προκαθορισμένα χρονικά πλαίσια, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο πλουραλισμός και να περιορίζεται η αμφίπλευρη «πελατειακή» σχέση τους.
Οι ασφαλιστικές δικλίδες της εναλλαγής και της ανάκλησης προσώπων και εφαρμοζόμενων πολιτικών εξασφαλίζουν στην κοινωνία και τους πολίτες την ύψιστη δημοκρατική αναφορά, ως προς τους «διοικούντες» και «διοικούμενες» με εξασφαλισμένα κοινωνικά οφέλη.
*Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
efsyn.gr