(ή αλλιώς, γιατί ο «παρανοϊκός εμπρηστής» βρίσκεται κάτω από τη μύτη μας)
της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου

Από την πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών και των καταστροφών τους, στη διαχείριση (fire management)
Εδώ και κάποια χρόνια, ειδικά μετά το 2007 (τότε που ζήσαμε τον εφιάλτη των πυρκαγιών στην Πελοπόννησο, όπου πέρα από την ανυπολόγιστη υλική καταστροφή, 84 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους), αποκομίζουμε όλοι την αίσθηση ότι κάτι βαθύτερο έχει αλλάξει σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από το ελληνικό κράτος οι δασικές πυρκαγιές. Οι κυβερνήσεις, τα αρμόδια κρατικά όργανα και τα ΜΜΕ επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι πρώτο μέλημα των κρατικών μηχανισμών δασοπυρόσβεσης είναι η προστασία των ανθρώπινων ζωών και συνήθως η συζήτηση σταματά εκεί. Στην ουσία εννοούν ότι θα πράξουν το ελάχιστο! Με αυτό ως πρόταγμα, κανένας κάτοικος ή πολίτης της χώρας δεν παίρνει καμία πειστική απάντηση ως προς τα ζητήματα που μπαίνουν σχετικά με το γεγονός ότι είναι πλέον κοινή διαπίστωση ότι επί του πρακτέου οι πυρκαγιές δεν καταστέλλονται. Δηλαδή, δεν γίνεται επιθετική πυρόσβεση (κατάσβεση). Απλώς ενεργοποιείται ο κρατικός μηχανισμός σε κάποια δεδομένη στιγμή και αφού έχει ξεσπάσει προ πολλού η φωτιά. Γίνεται μόνο διαχείριση της πυρκαγιάς – καταστροφής. Οι δασικές πυρκαγιές μαίνονται ανεξέλεγκτες μέχρι να σβήσουν από μόνες τους (αυτοσβέση). Αυτή είναι η πρακτική που ακολουθείται από τα κρατικά όργανα πλέον, ό,τι και αν σημαίνει αυτό για την κοινωνία. Η κατάσβεση της φωτιάς, αποβλέπει στο μεγαλύτερο δυνατό περιορισμό της καταστροφής, ιδανικά την εξάλειψή της. Αυτή η πολιτική έχει εγκαταλειφθεί. Έχει αντικατασταθεί από την πολιτική της διαχείρισης της πυρκαγιάς και της καταστροφής της, τα οποία προϋποθέτουν την αποδοχή και των δύο, ως αναπόδραστων καταστάσεων.
Κατά τα λοιπά, η ολική υλική καταστροφή παρουσιάζεται και σε αυτή την περίπτωση (όπως και άλλες καταστροφές που μας βρίσκουν, από την πανδημία έως τα σιδηροδρομικά δυστυχήματα), ως αναπόδραστη κατάληξη με την ιδέα της οποίας πρέπει να συμβιβαστούμε. Πρόκειται για ακόμη μία νέα, δυστοπική κανονικότητα, για την οποία το κράτος έχει επιστρατεύσει τεράστια προπαγάνδα («δεν είμαστε εμείς που δε σβήνουμε τις πυρκαγιές, είναι οι πυρκαγιές που δεν μπορούν να σβηστούν») και δυστυχώς, την κατά παραγγελία ενίοτε επιστήμη, για να εξοικειωθούμε και με αυτή. Για να πειστούμε ότι οι δασικές πυρκαγιές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν (αν είναι δυνατόν τον 21ο αιώνα!) και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το βάζουμε στα πόδια και να αφήνουμε την καταστροφή της κόλασης να συντελεστεί.
Γεγονός είναι ότι έχουν γραφτεί και γράφονται διαρκώς εκατοντάδες, χιλιάδες, άρθρα και επιστημονικές μελέτες, για τη δασοπροστασία και την αντιπυρική προστασία, τα οποία πολλά από αυτά είναι εξόχως εμπεριστατωμένα και κατατοπιστικά. Είναι σημαντικό να τα διαβάζουμε και να τα μελετάμε για να είμαστε όσο γίνεται πιο καλά ενημερωμένοι για τις πολλές, διάφορες πτυχές του. Η συζήτηση είναι μεγάλη και εδώ συζητάμε ένα μόνο μέρος της. Και είναι φυσικό αυτό να συμβαίνει γιατί η καταστροφή που επιφέρει μία πυρκαγιά στη φύση, αλλά και στην κοινωνική και οικονομική ζωή είναι δυσβάσταχτη και επιφέρει μεγάλο πόνο και οδύνη για τον άνθρωπο και τα πλάσματα της φύσης. Είναι η ανθρώπινη έμφυτη ανάγκη για τη Ζωή που ίσως οι περισσότεροι από εμάς να θεωρούμε δεδομένο ότι το Κράτος την αναγνωρίζει. Και όμως δεν είναι αυτονόητο, ούτε πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι συμβαίνει αυτό.
Σκέφτεται άραγε το Κράτος (τα όργανά του) με τον τρόπο που σκεφτόμαστε όλοι εμείς; Όλοι εμείς που δεν θέλουμε να καούμε ούτε εμείς, ούτε το βιος μας, δεν θέλουμε φυσικά να πεθάνουμε, δεν θέλουμε να καταστραφούν οι βιότοποι, δεν θέλουμε να ζούμε σε κρανίου τόπο, δεν θέλουμε να μείνουμε άστεγοι, δεν θέλουμε να ξεριζωθούμε από τους τόπους μας και να καταστούμε ανέστιοι, δεν θέλουμε να απανθρακωθούν τα οικόσιτα ζώα μας και η πανίδα του δάσους, δεν θέλουμε να αναπνέουμε δηλητηριασμένο αέρα, δεν θέλουμε να ζήσουμε σε αυτή τη ζωή την κόλαση, και να μας λένε ότι «πάλι καλά να λες, γιατί θα μπορούσες να βρίσκεσαι στην κόλαση της άλλης».
Δεν θέλουμε να εξοικειωθούμε με την ιδέα του θανάτου και να προσαρμοστούμε στην εικόνα της γης και της ζωής που καταστρέφονται και να το αποδεχόμαστε αυτό ως κάτι αναπόφευκτο και μάταιο να το αντιπαλεύουμε. Και είναι ανθρώπινο να θέλουμε να μη συμβαίνει αυτό. Και είναι ανθρώπινο να θέλουμε να κάνουμε ό,τι χρειάζεται και περνάει από το χέρι μας για να το αποτρέψουμε. Όπως αυτό κάνουμε και για το σπίτι μας. Γιατί η γη είναι το σπίτι μας, όσο και αν προσπαθούν να μας κάνουν να το ξεχάσουμε αυτό.
Στο σπίτι που κατοικεί καθένας από εμάς, ποιος διανοείται να πει ότι τα μέτρα που παίρνει για την προστασία από τη φωτιά, είναι μόνο τόσα, όσα χρειάζεται για να μην καεί ο ίδιος, δηλαδή τα ελάχιστα; Λέει κανένας για το σπίτι του «παίρνω τόσα μέτρα, όσα κατ’ ελάχιστον χρειάζεται, ώστε εάν πάρει φωτιά, εγώ να μην καώ και ας γίνει αυτό στάχτη και μπούρμπερη;» Δεν το λέει προφανώς κανείς. Το Κράτος όμως το λέει! Αυτό μας λέει το Κράτος, για το μεγάλο μας σπίτι, τη χώρα μας, τη γη μας, για τη συνεπή διατήρηση των οποίων την ευθύνη υποτίθεται ότι έχει αναλάβει.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, υπενθυμίζοντας εξαρχής ότι το ελληνικό κράτος ομνύει στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού και δεν θα μπορούσε φυσικά να πρωτοτυπεί ούτε στο θέμα της καταπολέμησης των δασικών πυρκαγιών και στη στρατηγική που ακολουθεί για αυτές.
Σκέφτεται το Κράτος όπως εμείς, δηλαδή με τη λογική της Ζωής;
Το Κράτος ως γνωστόν και για να φιλοσοφήσουμε λίγο, είναι οντότητα που θέτει τον εαυτό της έξω και πάνω από την κοινωνία (Λεφέβρ, Κοινωνιολογία του Μαρξ). Πράγμα που σημαίνει ότι δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι ό,τι είναι συμφέρον ή επιθυμητό για την κοινωνία, είναι συμφέρον και επιθυμητό και για το Κράτος. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που είναι αυτονόητο για την κοινωνία δεν είναι απαραίτητα αυτονόητο για το Κράτος, το οποίο κάνει άλλους, δικούς του λογαριασμούς. Και είναι βέβαια αυτοί οι λογαριασμοί –να μην το ξεχνάμε ποτέ- πάντοτε με ταξικό πρόσημο. Θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε μία ματιά σε αυτούς τους υπολογισμούς, ερευνώντας τις τάσεις στην κρατική αντιπυρική πολιτική, εκεί από όπου κατά κανόνα ξεκινούν οι πολιτικές τάσεις, δηλαδή στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη και φυσικά στις ΗΠΑ. Τα οικονομικά της πυρκαγιάς ή αλλιώς η εφαρμογή των οικονομικών μοντέλων στη διαχείριση των πυρκαγιών είναι μία μέθοδος ανάλυσης με σκοπό τη χάραξη της πολιτικής για τα δάση, η οποία ήδη από τα μέσα του περασμένου (20ου) αιώνα, αξιοποιείται για να δικαιολογήσει τη μεταστροφή στον τρόπο που το Κράτος αντιλαμβάνεται την αποστολή του όσον αφορά τις δασικές πυρκαγιές.
Πλέον, το κράτος δεν αξιολογεί οπωσδήποτε τη φωτιά στα δάση ως απειλή, αλλά με διάφορους συλλογισμούς –ενίοτε και σοφιστείες– καταλήγει ότι η δασική πυρκαγιά μπορεί να ενέχει και ευεργετικές συνέπειες. Δεν είμαστε εμείς βέβαια, αυτοί που θα αντιλέξουμε σε αυτό. Πάντως, ποιες ακριβώς είναι αυτές αναλυτικά, αποφεύγουν να μας το πουν. Εξαρτάται ποιων μεταβλητών θα εξετάσει κάποιος τη συσχέτιση, για να καταφέρει έως και να παραδοξολογήσει ότι δεν είναι απολύτως μόνο κακό να καιγόμαστε σαν τα ποντίκια.
Με αυτό το δόγμα ως βάση, η έννοια της διαχείρισης και μόνο, και όχι της εξάλειψης του καταστροφικού φαινόμενου διαδέχεται την αντίληψη ότι στόχος δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από την αποτελεσματική πρόληψη, έως και την εξάλειψη της μάστιγας. Αυτή είναι η λογική της διαχείρισης της καταστροφής και του θανάτου. Είναι η γενική νεοφιλελεύθερη ιδεολογική-πολιτική γραμμή του Κράτους για όλα τα κοινωνικά θέματα. Τη ζούμε καθημερινά σε κάθε πτυχή της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής. Τη ζήσαμε σε όλη της την έκταση, στην περίοδο της πανδημίας και είναι αυτή που αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο χαράσσεται κάθε επιμέρους στρατηγική, για κάθε επιμέρους ζήτημα. Η καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Ασχολούμαστε, ενδιαφερόμαστε, σώζουμε το μίνιμουμ. Φυσικά, οι περιορισμοί που θέτει ένα άρθρο εφημερίδας, για τη μελέτη ενός τόσο ευρέος θέματος είναι πολύ συγκεκριμένοι, οπότε σε ό,τι αναφερθούμε δεν είναι παρά μία αφορμή για να ψάξουμε μόνοι μας περισσότερα πράγματα σχετικά. Ίσως ξεπεράσουμε έτσι αρκετές αυταπάτες για το κατά πόσο το κράτος αναγνωρίζει τις ανθρώπινες ανάγκες, ως δικές στου. Όχι μόνο στις πυρκαγιές, αλλά σε όλα τα κοινωνικά θέματα.
Η οικονομική των πυρκαγιών
Η οικονομική της πυρκαγιών εισήλθε σχετικά αργά ως μέθοδος ανάλυσης για τη χάραξη πολιτικής στο θέμα της αντιπυρικής προστασίας. Μέχρι τότε, όπως θα δούμε παρακάτω, οι φορείς της πολιτικής διέπονταν από τη λογική (αναμενόμενη), ότι δεν μένει κανείς άπραγος μπροστά σε μία καταστροφή που βλέπει να έρχεται, και είναι σίγουρο ότι θα τον πλήξει και παίρνει τα μέτρα του γι’ αυτό. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, μέσα του ’70, οι θεωρητικές φωνές του οικονομισμού στις ΗΠΑ, αρχίζουν να δυναμώνουν ως προς την αμφισβήτηση αυτής της λογικής. Μέχρι τότε, με βάση αυτή, η κατανομή των δαπανών για την προστασία των δασών και για την προστασία από τις δασικές πυρκαγιές έδινε βάρος στην πρόληψη, πριν προκύψει ανάγκη καταστολής.
Οι θεωρητικές, επιστημονικές προσεγγίσεις που πρότειναν την αλλαγή νοοτροπίας από τους φορείς της κρατικής πολιτικής, είχαν ήδη ξεκινήσει από τις αρχές του περασμένου αιώνα, στις ΗΠΑ. Στη δεκαετία του 1960, οι πολιτικές που διέπουν την καταστολή των πυρκαγιών άλλαξαν με την επίκληση οικολογικών μελετών που αναγνώριζαν τη φωτιά ως μια φυσική διαδικασία απαραίτητη για τη νέα ανάπτυξη. Οι θεωρίες αυτές για την ανωφέλεια της πολιτικής της πρόληψης, αποτυπώνονταν με τον καιρό στους κρατικούς προϋπολογισμούς των ΗΠΑ, με τη σκοπιμότητα των δαπανών να μετατίθεται όλο και περισσότερο από την πρόληψη στην καταστολή. Αυτή η προσέγγιση στην ουσία είχε ως αποτέλεσμα μαθηματικά και τη μετάθεση της πιθανότητας να πραγματοποιηθεί η δαπάνη. «Δεν δαπανώ για να προλάβω την πυρκαγιά. Θα δαπανήσω, εάν και όποτε προκύψει πυρκαγιά». Εν συνεχεία, σε αυτή τη γραμμή προστέθηκε και η συνθήκη «Δεν δαπανώ για να κατασβήσω την πυρκαγιά. Δαπανώ μόνο για να περιορίσω όσο μου επιτρέπει ο προϋπολογισμός μου τη ζημιά, μέχρι η φωτιά να σβήσει μόνη της». Σήμερα, οι πολιτικές που υποστηρίζουν την πλήρη καταστολή των πυρκαγιών έχουν αντικατασταθεί από εκείνες που ενθαρρύνουν τη χρήση των πυρκαγιών στην ύπαιθρο, ή το να επιτρέπεται στη φωτιά να λειτουργεί ως εργαλείο, όπως συμβαίνει με τις ελεγχόμενες πυρκαγιές. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:
Η αρχή της οικονομικότητας (efficiency and effectiveness) αλλάζει τις προτεραιότητες και τις αξιολογήσεις του κράτους για την προστασία από τις δασικές πυρκαγιές – «Πόση προστασία είναι δικαιολογημένη;»
Το ερώτημα «πόση προστασία είναι δικαιολογημένη» έθεσαν ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα οι συστημικοί οικονομολόγοι, προσπαθώντας να τεκμηριώσουν επιστημονικά την ανάγκη αλλαγής της πολιτικής του αμερικανικού κράτους, όσον αφορά την προστασία από τις δασικές πυρκαγιές και τη δασοπροστασία γενικά. Σκοπός ήταν αφενός να περιοριστούν οι δαπάνες του προϋπολογισμού γι’ αυτές, αλλά και από την άλλη, σκοπός επίσης ήταν η «απελευθέρωση» των δυνάμεων της κερδοσκοπικής επιχειρηματικότητας από τα δεσμά της αντίληψης ότι το δάσος αποτελεί πολύτιμο και προστατευόμενο αγαθό για τις κοινωνίες. Οι ανάγκες του καπιταλισμού απαιτούσαν αλλαγή χρήσης της γης και αυτό απαιτούσε λιγότερα δάση.
Γεγονός είναι ότι χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες για να ξεριζωθεί και από τους φορείς χάραξης πολιτικής, η αντίληψη που λέει ότι η πρόληψη των δασικών πυρκαγιών και η προστασία από τις καταστροφές που αυτές επιφέρουν είναι πρωταρχική κοινωνική ανάγκη και τίθεται σε προτεραιότητα, το οποίο βεβαίως πρέπει να αποτυπώνεται αναλόγως και στις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την ικανοποίησή της.
Στην οικονομική της πυρκαγιάς, το ζητούμενο είναι να προσδιοριστεί κατά βέλτιστο τρόπο η κατανομή των πόρων μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων για τη διαχείριση των πυρκαγιών. Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, κρίθηκε αναγκαίο να τεκμηριωθεί με στοιχεία και μαθηματικούς υπολογισμούς η συνάρτηση κόστους – οφέλους από την εκδήλωση μίας δασικής πυρκαγιάς. Αναζητήθηκαν λοιπόν, στοιχεία από τους οικονομικούς επιστήμονες για να αξιολογηθεί και να αποτιμηθεί σε χρηματική αξία, από τη μία το κόστος δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης και από την άλλη, το όφελος από αυτήν, πάλι με όρους χρηματικής αξίας. Δεν αποσαφηνίζουν βέβαια διόλου ικανοποιητικά, με ποια κριτήρια αξιολογούν μία συνέπεια της φωτιάς ως ζημία ή όχι, και εν συνεχεία να την κοστολογήσουν. Η θεωρία με την οποία υλοποιούν την πολιτική τους για την αντιπυρική προστασία είναι η «least-cost-plus-loss», δηλαδή ελαχιστοποίηση του αθροίσματος όλων των δαπανών για κατασταλτικά και προ-κατασταλτικά μέτρα συν τις απώλειες πόρων (ζημίες) εξαιτίας της πυρκαγιάς.
Φυσικά, αυτές οι συναρτήσεις μπορούν να βγάλουν πολλά διαφορετικά συμπεράσματα, ανάλογα με το ποιες παραμέτρους εισάγεις στους υπολογισμούς σου και τις οικονομικές αξίες που προσδίδεις σε κάθε ένα από τα αγαθά που καταναλώνεις από τη μία για την προστασία και ποιων αγαθών, από την άλλη. Πρέπει να αποφύγουμε αναγκαστικά τον πειρασμό να περάσουμε σε λεπτομέρειες σχετικά με το τι προτείνουν οι διάφοροι επιστήμονες στις μελέτες τους και με ποιες ταξινομικές δυσκολίες βρέθηκαν αντιμέτωποι, προσπαθώντας να απαντήσουν στο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης ερώτημα «εφαρμογή των αρχών της οικονομικότητας στη χάραξη της πολιτικής για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών». Παραπέμπουμε ενδεικτικά για περισσότερες πληροφορίες σε μία σχετικά παλιά (1979), αλλά εξόχως κατατοπιστική μελέτη των Gorte K. Julie και Gorte W. Ross με τίτλο «Application of Economic Techniques to Fire Management – A status review and evaluation»1 (Εφαρμογή των Οικονομικών Τεχνικών στη Διαχείριση Πυρκαγιάς – Αξιολόγηση, Ανασκόπηση της κατάστασης). Γεγονός είναι ότι όταν αυτό στο οποίο αποσκοπείς είναι να ξοδέψεις όσο γίνεται λιγότερα με οποιοδήποτε κόστος, τότε αρχίζεις να «αλλάζεις» και τις αξίες που υπηρετείς και τις προτεραιότητες που βάζεις, προσπαθώντας να πείσεις και την κοινή γνώμη ότι υπάρχει και άλλη «κοινή λογική», αρκεί να σε πείσει γι’ αυτή, η κρατική προπαγάνδα.
Ιδανικός στόχος για την κοινωνία είναι να διατηρείται ένα ποσοστό δασικών εκτάσεων τέτοιο, ώστε να εξασφαλίζεται υψηλής ποιότητας διαβίωση στην ανθρώπινη κοινωνία (καθαρός αέρας, δροσερό κλίμα κ.λπ.), σε ισορροπία με τα άλλα έμβια όντα και να προλαμβάνεται ακόμα και να εξαλείφεται ο κίνδυνος δασικών πυρκαγιών και οι καταστροφές που αυτές επιφέρουν.
Η αντιπυρική διαχείριση περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στάδια. Την πρόληψη, την προκαταστολή (pre-suppression), την καταστολή (suppression) των πυρκαγιών και την αποκατάσταση των ζημιών από αυτή. Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού κατανέμονται μεταξύ αυτών των σταδίων, ανάλογα με την επιλεγόμενη πολιτική. Η προ-καταστολή επικεντρώνεται στη λήψη όλων των απαραίτητων και πρόσφορων μέτρων, ώστε να αποτραπεί η έναυση μίας πυρκαγιάς. Πριν ξεσπάσει δηλαδή, αυτή. Η καταστολή αφορά τη λήψη των απαιτούμενων και πρόσφορων μέτρων για την κατάσβεση μίας πυρκαγιάς, από τη στιγμή που θα έχει ξεσπάσει πλέον αυτή. Τώρα πια, η πολιτική όσον αφορά την αντιπυρική προστασία, (η οποία υπαγορεύεται από την οικονομική πολιτική), επιβάλλει τη μείωση των δαπανών για την πρόληψη και την προ-καταστολή των πυρκαγιών και τη μετάθεση των ούτως ή άλλως περιορισμένων κονδυλίων στην καταστολή τους, δηλαδή αφού έχει ξεκινήσει η φωτιά. Απ’ όσο πρακτικά διαπιστώνουμε και αυτός ο στόχος της καταστολής του πυρός αμέσως μετά την έναρξη της πυρκαγιάς, έχει και αυτός εγκαταλειφθεί! Ο κανόνας «μέχρι τις 10:00 το πρωί» δεν ισχύει πια.
«Μέχρι τις 10:00 το πρωί!» – Η εγκατάλειψη της προληπτικής, κατασταλτικής αντιπυρικής πολιτικής
Με το κωδικό όνομα «μέχρι τις 10:00 το πρωί» είναι γνωστή εδώ και ένα σχεδόν αιώνα, η προληπτική, κατασταλτική αντιπυρική πολιτική. Η στρατηγική αυτή που πήρε το όνομά της από τη γραμμή ότι «όλες οι πυρκαγιές έπρεπε να καταστέλλονται μέχρι τις 10 το πρωί της επόμενης ημέρας από τον πρώτο εντοπισμό τους», γεννήθηκε το 1935, σε μία συνάντηση των Περιφερειακών Δασολόγων στις ΗΠΑ, μετά από δύο δραματικές αντιπυρικές περιόδους στην περιοχή Pacific Northwest, όπου έχασαν τη ζωή τους πολλοί πυροσβέστες και καταστράφηκε ξυλεία σε μία έκταση μεγαλύτερη από μισό εκατομμύριο εκτάρια.
Αυτή η ιδιαίτερα επιθετική πολιτική κατά των πυρκαγιών, απέφερε εντυπωσιακά αποτελέσματα ως προς τον περιορισμό των εκτάσεων που καταστρέφονταν από τις πυρκαγιές, μέχρι τη δεκαετία του 1960. Φυσικά, πάντα κάθε τέτοια επιλογή, συνοδεύεται από πολύ συγκεκριμένες, πρακτικές τρέχουσες υλικές ανάγκες, όπως η ανάγκη για ξυλεία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία ήταν μεγάλη και οι πυρκαγιές που κατέστρεφαν δασικές εκτάσεις θεωρήθηκαν απαράδεκτες.
Αυτή η πολιτική έχει εδώ και δεκαετίες εγκαταλειφθεί στις ΗΠΑ, όπου έννοιες όπως κοινωνικό αγαθό και δημόσιο συμφέρον είναι βαθιά απαξιωμένες από το καπιταλιστικό κράτος. Αυτή η πολιτική έχει επίσης, εγκαταλειφθεί και από τα υπόλοιπα καπιταλιστικά κράτη, όπου ο νεοφιλελευθερισμός σαρώνει ως επίσημη κρατική ιδεολογία. Έτσι εξηγείται πολύ εύκολα το προσφιλές επιχείρημα των απολογητών της εξωφρενικής πολιτικής του κράτους να εγκαταλείπει στην πραγματικότητα κάθε προσπάθεια πρόληψης των πυρκαγιών, ακόμα και αυτής της καταστολής τους.
«Δεν βλέπετε τι γίνεται στην Αυστραλία, στον Καναδά, στην Αμερική; Ακόμα και στα άλλα προηγμένα κράτη της Ευρωπαϊκής Μεσογείου; Όλοι καίγονται, δεν είμαστε μόνο εμείς.» «Δεν κάνουμε κάτι διαφορετικό από αυτούς, ούτε στις μεθόδους, ούτε και στην τακτική μας». «Πάρτε το απόφαση. Μετά και την κλιματική αλλαγή, πλέον δεν μπορούμε να τα βάλουμε με το θηρίο που λέγεται πυρκαγιά. Μπορούμε να προσπαθήσουμε μόνο να μην καούμε οι ίδιοι. Σε αυτό να αρκεστείτε. Με αυτό να πορευτείτε!». Ακούσαμε την κυρία Βούλτεψη στη Βουλή, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, ούτε λίγο – ούτε πολύ να τα λέει αυτά , ανερυθρίαστη!
Ο καταστροφικός καπιταλισμός – Το παράδειγμα της Χαβάης
Ζούμε πλέον την εποχή, που οι τεράστιες πυρκαγιές με τις ανυπολόγιστες καταστροφές, γίνονται μία από τις επτά πληγές του Φαραώ που κατατρώγουν την ανθρωπότητα. Οι μεταφυσικοί στοχάζονται κάποια θεόσταλτη κατάρα, αφού κοντά στις άλλες συμφορές που βρίσκουν τους ανθρώπους στην εποχή μας, από την οικονομική μέχρι την υγειονομική κρίση, μέχρι την απειλή του πολέμου και τόσα ακόμη που παραλείπουμε να αναφέρουμε, τώρα και οι πυρκαγιές έγιναν πιο αισθητές, λόγω της «ανεξήγητης» αγριότητάς τους, πλησίασαν και μπήκαν πλέον στους οικισμούς μας, γλείφουν τον αυχένα των πόλεών μας και όλοι αναρωτιόμαστε πόσο μακριά βρισκόμαστε από το να έλθουμε αντιμέτωποι πλέον με την πύρινη κόλαση, όχι μόνο στις παρυφές των αστικών περιοχών, αλλά και μέσα σε αυτές. Το καλοκαίρι που μόλις πέρασε, είδαμε στην άλλη άκρη της γης, στο νησί της Χαβάης με πάνω από 100 νεκρούς, να επαναλαμβάνεται με τρόπο τρομακτικό, η τραγωδία που εκτυλίχθηκε στον τόπο μας, με τα 102 θύματα της πυρκαγιάς στο Μάτι. Χωρίς να έχουν ακόμα σβήσει εντελώς τα αποκαΐδια στο μακρινό, χαμένο εκείνο τόπο και πριν ακόμα καταφέρουν να αναγνωριστούν καλά-καλά τα καρβουνιασμένα ανθρώπινα απομεινάρια, ο καπιταλισμός της καταστροφής έχει κάνει ήδη την εμφάνισή του στο χαμένο παράδεισο του Μάουι. Μεγάλες εταιρείες τουριστικού real estate ορμούν για να εξαγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί τις μικροϊδιοκτησίες των αυτόχθονων κατοίκων. Τι θα δούμε άραγε στη Ρόδο; Τι βλέπουμε στην Εύβοια και στα άλλα βουνά που τα καμένα δάση διαδέχονται τα αιολικά πάρκα; Σε τι άλλο, παρά την υπηρέτηση του καπιταλισμού των καταστροφών, αποσκοπεί η άρση της απόφασης του ΣτΕ που ακυρώνει το άρθρο του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε χρήση των καμένων δασών, έως ότου ολοκληρωθεί η αναδάσωσή αυτών; Ποιο ρόλο αναλαμβάνουν οι διάφορες ΜΚΟ στη διαχείριση των πυρκαγιών και ποιος ο ρόλος των ιδιωτών στην αποκατάστασή τους, όπως είδαμε να γίνεται στην Εύβοια; Πόσο ακόμα μπορούμε να ταΐζουμε με τις ζωές μας, τον Μινώταυρο του καπιταλιστικού κέρδους;
«Το καπιταλιστικό κράτος – Ο παρανοϊκός εμπρηστής»
Επειδή, η θεϊκή κατάρα δεν έχει καμία θέση στην κοσμοθεωρία μας, είναι προφανές ότι κάποια βαθύτερη σύνδεση έχουν όλες αυτές οι καταστροφές. Με όσα αναλύθηκαν παραπάνω, γίνεται κατανοητό ότι ούτε και αυτή η προστασία των ανθρώπινων ζωών μπορεί να θεωρείται εξασφαλισμένη από ένα κρατικό μηχανισμό που είναι ένας πραγματικά γυμνός βασιλιάς. Οι άνθρωποι που απανθρακώθηκαν στις πυρκαγιές του Έβρου, θέτουν σε αμφισβήτηση με τον πιο οδυνηρό τρόπο την αποτελεσματικότητα της αντιπυρικής πολιτικής του νεοφιλελεύθερου ελληνικού κράτους, ως προς το στόχο που το ίδιο έθεσε. Αμφισβητείται και ο ίδιος ο ορθολογισμός που υποτίθεται χαρακτηρίζει το κράτος και τον επικαλείται το ίδιο για τον εαυτό του.
«Ο παρανοϊκός εμπρηστής» που με προφητικό τρόπο σατιριζόταν παλιότερα σε ένα πασίγνωστο, κωμικό τηλεοπτικό σήριαλ, στο οποίο η πρωταγωνίστρια μίας σαπουνόπερας, ως ηρωική πύραρχος, δήλωνε ότι θα τον καταδιώκει μέχρι τέλους, όχι μόνο φαίνεται να είναι υπαρκτός, αλλά και να βρίσκεται μεταξύ των «υπεράνω πάσης υποψίας». Για την ακρίβεια, ο «παρανοϊκός εμπρηστής» είναι το ίδιο το νεοφιλελεύθερο ελληνικό κράτος που έχει βαλθεί να μην αφήσει τίποτα όρθιο, αφού θέτει ολόκληρη την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον στο κρεβάτι του Προκρούστη, προκειμένου να το φέρει στα μέτρα του αξιώματος «κόστος – όφελος».
Ο «παρανοϊκός εμπρηστής» είναι το ίδιο το Κράτος που έξω και πάνω από την κοινωνία καθώς είναι, ενίοτε μπορεί και να λογαριάζει ως όφελος για το ίδιο, το θάνατο και την καταστροφή, αφού στους υπολογισμούς που κάνει τα λιγότερα δάση, σημαίνουν μικρότερες δαπάνες για την προστασία τους. Και θα ήταν σωτήριο για εμάς, να μη μας ξενίζει, ούτε να μας σοκάρει αυτή η συνειδητοποίηση για τον κυνισμό του Κράτους, που είναι η άλλη ανάγνωση της ανάλυσης κόστους – οφέλους που έχει υιοθετήσει ως κριτήριο για τη χάραξη της πολιτικής του. Όσο για το κέρδος, έχει γίνει το δόγμα – αμόκ αυτού του παρανοϊκού κράτους, που δεν βλέπει και δεν γνωρίζει τίποτα πέρα από το πώς να μετατρέπει σε μπίζνες, κάθε πτυχή της φυσικής ζωής και ύπαρξης και της κοινωνικής δραστηριότητας, ακόμα και αν αυτό είναι ο θάνατος. Πόσο ακόμα θα αναπαράγουμε και θα καταναλώνουμε θεωρίες συνωμοσίας, βάσει των οποίων είμαστε περικυκλωμένοι από παντού, με διάφορους εξωτερικούς εχθρούς, που έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους να μας κάψουν; Γιατί δεν βλέπουμε ότι ο πραγματικός εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια τη χώρα και ναι, είναι παρανοϊκός; Όσο για το σε ποιον πρωταγωνιστή της επικαιρότητας, προερχόμενο από την κεντρική πολιτική σκηνή, μας παραπέμπει η γκροτέσκα φιγούρα της ηρωικής πυράρχου του δημοφιλούς σήριαλ, η οποία μάλιστα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικά ο παρανοϊκός εμπρηστής είναι η ίδια, το αφήνω στη φαντασία σας. Σας προτείνω να τη δοκιμάσετε και θα αποζημιωθείτε με ένα μεγάλο χαμόγελο, έστω και πικρό.
neaprooptiki.gr/