Οφείλει, λοιπόν, να είναι βασικό μας μέλημα αυτόν τον άλλο κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό να τον επεξεργαστούμε, να τον προετοιμάσουμε, καθώς και να διαδώσουμε το μήνυμα ότι ‒στον ακριβή αντίποδα της ανερμάτιστης δοξασίας ΤΙΝΑ‒ όχι μόνο εφικτός είναι, είναι στην πραγματικότητα η μόνη εναλλακτική για να αποφύγουμε την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας με την οποία μας απειλεί το σύστημα (και ας αναλογιστούμε εδώ τον τρόπο με τον οποίο ο επίσημος Δυτικός κόσμος όχι μόνο ανέχτηκε ‒και ανέχεται‒ αλλά και συνέβαλε ‒και συμβάλλει‒ ενεργά στη γενοκτονία στη Γάζα). Είναι όμως φανερό ότι αυτό δεν αρκεί να το λέμε. Πρέπει στρατηγικά (όχι μόνο αποφασιστικά, αλλά και στρατηγικά) να το διεκδικήσουμε. Κι αυτό περνάει μέσα από το συντονισμό και την κλιμάκωση αγώνων που ξεσπούν για μικρά, καθημερινά ζητήματα που αφορούν τις ζωές μας.
Σεραφείμ Σεφεριάδης
Καθεμιά και καθένας μας κατανοεί ότι βιώνουμε μια κρίσιμη πολιτική συγκυρία. Έχει όμως ενδιαφέρον να την προσεγγίσουμε και με όρους που υπερβαίνουν τη συγχρονική αμεσότητα: να δούμε δηλαδή τις τρέχουσες ‒απολύτως τοξικές‒ περιστάσεις με τρόπους που να προωθούν και την εν γένει θεωρητική μας κατανόηση: το πώς διαβάζουμε και ερμηνεύουμε την πραγματικότητα (ο ίδιος ο όρος «θεωρία», άλλωστε, έτσι προκύπτει: από το «θεωρώ», βλέπω).
Έχω κατά νου δυο θεματικές που απηχούν αυτό το λαμπρό ‒και τόσο πολιτικά πυκνό‒ σύνθημα No Justice, No Peace, που αναδύθηκε στις ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του ’80. Η πρώτη, σχετίζεται με το No Justice, και αφορά
αφενός το χαρακτήρα του πολιτεύματος‒αυτής της κολοβής δημοκρατίας της εποχής, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς (που δεν μπορεί παρά να είναι κολοβή καθότι είναι δημοκρατία στον καπιταλισμό ‒ειδικά σήμερα που το σύστημα προσδοκά εξισορρόπηση και ανάκαμψη των κερδοφοριών μέσα από τον πόλεμο και εγχειρήματα όπως το ReArm Europe), και
αφετέρου την ίδια την υπόσταση του Κράτους: τι ρόλο, επιτέλους, διαδραματίζει το Κράτος και οι διάφορες μορφές εξουσίας (συμπεριλαμβανομένης πρνομιακά και της δικαστικής).
Η δεύτερη θεματική αναμετράται με το No Peace, και αφορά τις αντιστάσεις μας: αυτό το διαρκές Τι να κάνουμε; Διότι σαν και να έχουν μαζευτεί πολλοί τελευταία που
είτε ανερυθρίαστα μας μιλούν για συστημικές κεντροαριστερές και τρόπους να αντιπαρατεθούμε στο πρόσωπο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας (αλλά όχι σε ό,τι εκφράζει και εκπροσωπεί) ‒προτάσσοντας μάλιστα, τελευταία κι αυτόν τον απίστευτο τύπο «δημοκράτη καπιταλιστή» (ως χαλίφη στη θέση του χαλίφη)
είτε μας μιλούν για επανάσταση και σοσιαλισμό, αλλά όχι μόνο διασπούν και υποτιμούν τις λαϊκές αντιστάσεις (ειδικά τις δυναμικές) αλλά και, όταν ο κυρίαρχος τρίβει τα δόντια, παρέχουν διαβεβαιώσεις περί της πάντοτε σύννομης προσέγγισης που τους κανοναρχεί…
Ι
Έχω ήδη υπαινιχθεί πως βιώνουμε μια περίσταση απόλυτης τοξικότητας ‒θα έλεγε κανείς, αποκάλυψης (με όλες τις βιβλικές αναφορές). Και τι δεν έχουμε; παρακολουθήσεις, Τέμπη, Δήλος, ΟΠΕΚΕΠΕ και παραφυάδες (ων ουκ εστί αριθμός…), έμπρακτη αμφισβήτηση συνταγματικά ‒υποτίθεται‒ κατοχυρωμένων ελευθεριών είτε με δικαστική αδράνεια είτε, πιο συχνά, με ενεργό συνέργεια ‒και η λίστα προφανώς δεν είναι εξαντλητική. Αλλά αυτό λίγη νομίζω έχει σημασία ‒διότι σκάνδαλα, διαφθορά, «θεσμικές δυσλειτουργίες» (όπως περισπούδαστα λέγεται) μπορεί κανείς να βρει, λίγο μόνο αν ψάξει, σε κάθε σχεδόν πτυχή του δημόσιου βίου και σε βάθος ιστορικού χρόνου.
Είναι αυτό κάτι τυχαίο; Κάτι συγκυριακό που εμφανίζεται λόγω ειδικών ‒προσωπικών ή άλλων‒ χαρακτηριστικών όσων ασκούν εξουσία; Όχι βέβαια! Όχι βέβαια! Αποτελεί ‒αντίθετα‒ απόρροια της ίδιας της υφής του Κράτους, που είναι ο τομέας που θέλω να εστιάσω την προσοχή μας: στο ερώτημα ποιες είναι ακριβώς οι προβλεπόμενες λειτουργίες του Κράτους (της δικαστικής εξουσίας προνομιακά συμπεριλαμβανομένης). Πρόκειται νομίζω για το μείζον ερώτημα (όχι το μόνο, αλλά το μείζον), ενώ υπάρχει και ένα άλλο που αφορά τις προσδοκίες που ως ενεργοί πολίτες μπορούμε να έχουμε από την τρέχουσα «δημοκρατία».
Αναφορικά με το πρώτο ‒το Κράτος‒ και τις λειτουργίες που καλείται να επιτελέσει. Ισχύει άραγε η εξαιρετικά διαδεδομένη ‒πλην άκρως αφελής‒ εντύπωση ότι το Κράτος ιστορικά αναδύθηκε και έκτοτε αποσκοπεί στη δίκαιη κατανομή πόρων και αγαθών ώστε να υπάρξει τάξη και δικαιοσύνη (όπως το λέμε οι πολιτικοί επιστήμονες); Και η απάντηση είναι Όχι! Ασφαλώς όχι! Το Κράτος δεν αναδύθηκε γι’ αυτό, αλλά για να επιτελεί μιαν ολότελα διαφορετική λειτουργία: αναδύθηκε για να εμπεδώνει, να κανονικοποιεί, και να αναπαραγάγει την εκάστοτε κοινωνική κυριαρχία.
Και επειδή η κυριαρχία αυτή στις μέρες μας (ειδικά μετά το 3ο και 4ο Μνημόνιο που έστρωσαν το δρόμο στη φαυλότητα που σήμερα βιώνουμε) είναι απόλυτα χυδαία, χυδαία είναι και η πρακτική του Κράτους ‒σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που επιφυλάξεις προκαλούνται ακόμα και στους ίδιους τους κυρίαρχους (μαζί και με τα διάφορα Μέσα Εξαπάτησης που ελέγχουν)! Δεν μπορεί το σύστημά μας να λειτουργεί με όρους Γκρούεζα και Μαυρογιαλούρου, σκέφτονται, όμως καθώς
βλέπουν τις κερδοφορίες τους να εκτοξεύονται
βλέπουν και «δημοκράτες καπιταλιστές» (καθώς και άλλους πολλούς ανεπίγνωστους «μεταμελημένους» που τώρα μόλις κάτι κατάλαβαν ‒οι τάλαινες‒ τι έγινε τον Ιούλιο του ’15)
τι πειράζει, λένε, κάπως θα βρούμε τη λύση …
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι αυτό το περίφημο/διαβόητο αστικό «Κράτος Δικαίου» έχει πληγεί και συνεχίζει να πλήττεται (η αίσθηση είναι γενική). Πλήττεται όμως στο πλαίσιο της λειτουργίας του, και απολύτως σύμφωνα με τις απεχθείς καταστατικές του προδιαγραφές. Αυτό το τελευταίο ίσως, σε πρώτο χρόνο, να ακούγεται παράδοξο, είναι όμως κάτι που πρέπει πάραυτα να καταλάβουμε και να εμπεδώσουμε: ότι, όταν Κράτος αδικεί, όταν εντείνει την εκμετάλλευση, και όταν καταπιέζει, δεν κάνει λάθος!
Όταν τα κάνει όλα αυτά, κάνει απλώς τη δουλειά του! Αυτή είναι η προβλεπόμενη λειτουργία και η αποστολή του, γι’ αυτό άλλωστε και είναι αναγκαία και η ρήξη ‒όχι ως απλή λέξη ή ευκαιριακό σύνθημα, αλλά ως συντακτικός κώδικας ενός συνεκτικού πολιτικού σκεπτικού.
Συναφής είναι και ο προβληματισμός περί «δημοκρατίας». Και ας προτάξω εδώ το εξής διττό ερώτημα:
τι είδους δημοκρατία άραγε περιμένουμε όταν τον πλούτο που καθημερινά δημιουργεί η εργασία των ανθρώπων τον ιδιοποιείται η εργοδοσία και τον διαχειρίζεται κατά το δοκούν της, χωρίς τον παραμικρό δικό μας λόγο; Συναφώς επίσης: και
τι είδους δημοκρατία είναι αυτή όταν από τις διάφορες διαβουλεύσεις της εξαιρεί το χώρο που, όσοι ανάμεσά μας καταφέρνουν και εργάζονται, περνούν σχεδόν το 70% του ενήλικου βίου τους; Το χώρο δηλαδή της εργασίας;
Δεν υποτιμώ βέβαια τα «πολιτικά δικαιώματα» (ασχέτως αν, μαζί με τα κοινωνικά, ολοένα και αυτά συρρικνώνονται), όμως αυτό που θέλω να αναδείξω είναι ότι η δημοκρατία στον καπιταλισμό έχει πολύ περιορισμένο ταβάνι, που όλο και υποχωρεί, όταν οι δράσεις των εργαζόμενων και των υποτελών φθίνουν ‒λόγω κόπωσης και απογοήτευσης ‒κυρίως, όμως, λόγω της ανεπάρκειας ή της προδοσίας ηγεσιών όπως της ηγετικής ομάδας των δημοκρατών καπιταλιστών ΣΥΡΙΖΑ και όλων των άλλων θλιβερών παρατρεχάμενών της (που τώρα πριν λίγες μέρες κατάλαβαν ‒αν κατάλαβαν‒ τι έγινε το ’15). Τότε είναι που η υπεροψία των κυρίαρχων εξακοντίζεται, και αυτό είναι ακριβώς που σήμερα βιώνουμε ως No Justice.
Όσο όμως μένουμε ‒και όσο παραμένει φυλακισμένος ο προβληματισμός μας‒ στο τρέχον θεσμικό πλαίσιο, There cannot be Justice ‒Δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει! Στο πλαίσιο αυτής της διαπίστωσης αναδύεται επιτακτικά και το έτερο σκέλος της καθημερινότητάς μας, το No Peace: το ότι όσο διαρκούν οι εξουσιαστικές παραχαράξεις, οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα, οι κοινωνίες δεν υποτάσσονται, δεν παύουν να ζητούν δικαιοσύνη ‒όλο και περισσότερο, όμως, χωρίς την αυταπάτη ότι αυτήν θα μας την εγγυηθεί η δικαστική εξουσία ή η κολοβή και ολοένα συρρικνούμενη δημοκρατία στον καπιταλισμό. Αυτό μας πάει στο No Peace, στο περιεχόμενο των αντιστάσεών μας…
ΙΙ
Χρησιμοποίησα μόλις τη φράση «χωρίς αυταπάτες» ‒που νομίζω βάζει το βασικό πλαίσιο όσων θέλω να υποστηρίξω. Αφορούν τον ορίζοντα που θεωρώ ότι πρέπει να έχουν οι διεκδικήσεις μας ώστε να είναι αποτελεσματικές και να αποκτήσουν την απαραίτητη δυναμική. Και αυτός δεν είναι άλλος από έναν άλλο κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό ‒αυτό είναι άλλωστε και αυτό που εννοούμε λέγοντας «ρήξη»: είναι η κατανόηση ότι, όσο βαθαίνει η κρίση (διαρκώς μετασχηματιζόμενη, και διαρκώς προσλαμβάνοντας όλο και πιο τοξικά χαρακτηριστικά) τόσο είναι αδύνατο τα αιτήματά μας για δικαιοσύνη και αξιοπρεπή ζωή να υλοποιηθούν μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι ‒όπως μόλις υποστήριζα‒ δεν πρέπει να έχουμε την παραμικρή αυταπάτη περί του τι λειτουργίες είναι διατεθειμένοι να επιτελέσουν οι υφιστάμενοι θεσμοί, προπαντός η δικαστική εξουσία.
Οφείλει, λοιπόν, να είναι βασικό μας μέλημα αυτόν τον άλλο κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό να τον επεξεργαστούμε, να τον προετοιμάσουμε, καθώς και να διαδώσουμε το μήνυμα ότι ‒στον ακριβή αντίποδα της ανερμάτιστης δοξασίας ΤΙΝΑ‒ όχι μόνο εφικτός είναι, είναι στην πραγματικότητα η μόνη εναλλακτική για να αποφύγουμε την κανονικοποίηση της βαρβαρότητας με την οποία μας απειλεί το σύστημα (και ας αναλογιστούμε εδώ τον τρόπο με τον οποίο ο επίσημος Δυτικός κόσμος όχι μόνο ανέχτηκε ‒και ανέχεται‒ αλλά και συνέβαλε ‒και συμβάλλει‒ ενεργά στη γενοκτονία στη Γάζα).
Είναι όμως φανερό ότι αυτό δεν αρκεί να το λέμε. Πρέπει στρατηγικά (όχι μόνο αποφασιστικά, αλλά και στρατηγικά) να το διεκδικήσουμε. Κι αυτό περνάει μέσα από το συντονισμό και την κλιμάκωση αγώνων που ξεσπούν για μικρά, καθημερινά ζητήματα που αφορούν τις ζωές μας. Τέτοιους αγώνες είδαμε αρκετούς την τελευταία περίοδο:
αγώνες των εργαζομένων ενάντια στην περαιτέρω διάλυση των εργασιακών σχέσεων,
των φοιτητών ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας και τις διαγραφές
τις τεράστιες κινητοποιήσεις «οξυγόνο» για το έγκλημα των Τεμπών, και άλλους…
Τέτοιοι αγώνες θα συνεχίσουν να ξεσπούν (αυτό είναι το μόνο βέβαιο), όμως τι έκαναν οι επίσημες συνδικαλιστικές ηγεσίες και τα κόμματα της ούτω αποκαλούμενης Αντιπολίτευσης για να τους συντονίσουν και να τους κλιμακώσουν; Δεν έκαναν απολύτως τίποτα! Και ως αποτέλεσμα, ούτε την πολιτική πίεση που οι αγώνες αυτοί θα μπορούσαν να ασκήσουν άσκησαν, ούτε και κατάφεραν να μετατρέψουν το τρέχον πολιτικό κλίμα. Όμως η δυνατότητα ήταν και είναι εκεί, η κοινωνία δεν είναι απαθής (όπως συχνά ‒ανοήτως‒ υποστηρίζεται), ο κόσμος καταλαβαίνει πολύ καλά τι συμβαίνει. Και είναι επ’ αυτού απολύτως ενδεικτικό ότι σε τελευταίες δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης, το 70% θεωρεί ότι δεν θα αποδοθεί δικαιοσύνη για τα Τέμπη, ενώ κάτω από τους μισούς συμπολίτες μας έχουν εμπιστοσύνη στους θεσμούς…
Με μια φράση, το πρόβλημα ήταν και παραμένει πολιτικό. Στις περιστάσεις μας, απαιτείται συνεπώς η διαμόρφωση, πρώτα απ’ όλα, ενός σοβαρού προγράμματος πάλης ‒κάτι που συγκαταλέγεται στα βασικά καθήκοντα της πολιτικής Αριστεράς ‒διότι, ας επαναλάβω (διότι το έχω πει και γράψει πάρα πολλές φορές), ότι η σοβαρή πολιτική Αριστερά δεν οφείλει μόνο να συμπαρίσταται στους κοινωνικούς αγώνες που ξεσπούν, οφείλει και να συμβάλλει στην εκπόνηση ενός προγράμματος πάλης ικανού να κάνει τη λαϊκή οργή που καθημερινά σωρεύεται παράγοντα αλλαγής των πολιτικών ισοζυγίων. Αυτό είναι μάλιστα το στοιχείο που στους αγώνες που έρχονται θα διαχωρίσει την πραγματική Αριστερά από εκείνη που ‒για δικούς της λόγους‒ απλώς φαντασιώνεται αυτήν την ιδιότητα…
Ας επανέλθω όμως στο μείζον πολιτικό ζήτημα, για να αναφερθώ συνοπτικά σε δυο δρόμους που μας προτάσσονται, αλλά είναι αμφότεροι ατελέσφοροι,
Ο ένας είναι η παμπάλαια ‒στις μέρες μας ξαναζεσταμένη‒ συνταγή της ούτω αποκαλούμενης «κεντροαριστεράς» που, παρότι πάντοτε μας παρουσιάζεται με υποτίθεται «νέο», φαντεζί περιτύλιγμα (οι χρυσοπληρωμένοι σχεδιαστές της ξέρουν ότι το «νέο» πουλάει…), εύκολα γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι τίποτε άλλο από μια πρόταση υποταγής στις συστημικές ανάγκες. Πρόκειται για αυτήν ακριβώς την οπτική που τόσες και τόσες φορές δοκιμάστηκε το παρελθόν, και ας δούμε πού έχει οδηγήσει:
οδήγησε
στη διάλυση μαζικών οργανώσεων των εργαζόμενων και της νεολαίας,
στην άτακτη πολιτική συνθηκολόγηση και την ήττα,
τους παράγοντες που κυριολεκτικά έστρωσαν το δρόμο για την επανάκαμψη των πιο αντιδραστικών πολιτικών ‒όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σχεδόν παντού στον κόσμο ‒πρόκειται για την πολιτική που έχει οδηγήσει στη γιγάντωση της Ακροδεξιάς.
Στις δικές μας όμως περιστάσεις, στην Ελλάδα που βίωσε την διεθνώς λοιδορούμενη kolotumba,
(και που ‒ας επαναλάβω, και μετά συγχωρήσεως‒ τώρα μόλις την αντιλήφθηκαν διάφοροι νέοι αριστεροί ‒και καταλήφθηκαν από μιαν ασίγαστη «προοδευτική» αδημονία, μια αγωνία ‒όχι για την πάρτη τους‒ αλλά για τη χώρα και το λαό [lol]…),
η πρόταξή αυτής της ματιάς αποτελεί ανεπίτρεπτη ύβρι: μια αναίσχυντη και προκλητική κοροϊδία προς τα λαϊκά στρώματα ‒κάτι που, ενώ οι διακινητές της είναι ‒πράγματι‒ αναίσχυντοι στην ιδιοτέλειά τους, εμείς θα πρέπει επίμονα να αναδείξουμε και να αντιπαλέψουμε… Να εξηγούμε ότι με αυτά τα παλιά και φθαρμένα υλικά, τίποτα καινούριο δεν μπορεί να χτιστεί ‒ειδικά, μάλιστα, όταν αυτά τα υλικά προέρχονται από τόσο ενδελεχή και επιμελημένη συστημική ανακύκλωση…
Υπάρχει όμως και ένας άλλος δρόμος που ‒σε μια πρώτη ματιά και εν πολλοίς‒ απηχεί πολλά από όσα και εγώ έχω στο κείμενο αυτό υποστηρίξει: καταγγέλλει τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, διατείνεται την ανάγκη της συστημικής υπέρβασης, και συμμετέχει ενεργά στους αγώνες που ξεσπούν. Όμως, όχι ακριβώς… Διότι
αδιαφορεί για την αναγκαία ενότητα των πέραν του συστήματος ‒ας πούμε των αντικαπιταλιστικών‒ δυνάμεων,
στο πλαίσιο αυτό υποτιμά τις προϋποθέσεις για την εκπόνηση ενός αποτελεσματικού προγράμματος πάλης
και διακατέχεται από μιαν αίσθηση μοναδικής αλήθειας που, ο κάθε χώρος, αυτός και μόνο αυτός κατέχει…
Σε μιαν επιφυλλίδα που είχα κάνει πριν 2 χρόνια είχα χαρακτηρίσει την οπτική αυτή «νεορομαντική αναβλητικότητα» ‒μια προσέγγιση που εξαγγέλλει μεν την αναγκαιότητα της ρήξης ως στόχο, όμως ούτε μεριμνά για επαρκή γείωσή της στην πραγματικότητα, ούτε και ασχολείται σοβαρά με τους μηχανισμούς που θα επιτρέψουν την υλοποίησή της. Το πολιτικό συντακτικό που προκύπτει διολισθαίνει, έτσι, σε μιαν αέναη ομφαλοσκόπηση ‒στο μικρόκοσμο της δικής του αναπαραγωγής‒ την ώρα που ο αναγκαίος ενδιάμεσος χώρος, το πώς το ζοφερό σήμερα συνδέεται με το οραματικό αύριο, μένει τόπος ισχνός και απροσδιόριστος, δίνοντας, όχι σπάνια, μιαν εικόνα που παραπέμπει στο Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο (του 1929): τεράστιες προσπάθειες και θυσίες για λίγα μόνο μέτρα, χωρίς σώρευση σοβαρού πολιτικού αποτελέσματος και χωρίς προοπτική ‒μια διαρκής μετάθεση της ρήξης που μοιραία προκαλεί και συνειρμούς ματαίωσής της.
Υποστηρίζω ότι πραγματική πρόκληση για την αντιμετώπιση της συστημικής δυστοπίας που βιώνουμε είναι η μεταβατική ρήξη: μια οπτική που, εκκινώντας από τολμηρές τομές στην τρέχουσα καταστρεπτική συνθήκη, οδηγεί τη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στην κατανόηση του ότι η συστημική αλλαγή είναι αναγκαιότητα. Το εγχείρημα δεν είναι βέβαια απλό. Απαιτεί τη συστράτευση όλων όσων κατανοούν τα σημερινά αδιέξοδα καθώς επίσης, δημοκρατικές διαδικασίες, διαρκή, διαβούλευση και συστηματική λογοδοσία, ώστε να αποφευχθούν οι πάμπολλες παγίδες.
Όλες και όλοι που ενέχονται στις κοινωνικές αντιστάσεις πρέπει να στηρίξουν ένα τέτοιο εγχείρημα και περαιτέρω να το εμπλουτίσουν για τους μεγάλους αγώνες που έρχονται ‒διότι, προφανώς, No Peace! ‒πρέπει όμως να υπάρξει και Justice!…
*Επεξεργασμένο κείμενο της εισήγησης στην εκδήλωση που οργάνωσε την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025 η Ο.Β, του Νότιου Τομέα Αθηνών του ΜέΡΑ25 στη Δάφνη με τίτλο «No Justice, No Peace! Από την κρίση της Δικαιοσύνης στην κρίση της Δημοκρατίας».
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/), μέλος της ΠΓ της Ενωτικής Πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25 – Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά









Σχόλια (0)