Η λειτουργία της αγοράς εργασίας είναι μια συνεχής διαδικασία των μεταβολών των ροών κινητικότητας από και προς την απασχόληση. Ως προς την σχέση απασχόλησης και ανεργίας, οι ροές προς τον απασχολούμενο πληθυσμό μπορεί να προέρχονται είτε από τους ανέργους, είτε από τον πληθυσμό των μη οικονομικά ενεργών, οπότε μια αύξηση της απασχόλησης ενδέχεται να μη μειώσει την ανεργία.
Επίσης, οι ροές της ανεργίας μπορεί να προέρχονται είτε από τους απασχολούμενους (π.χ. απολύσεις), είτε και από τον μη οικονομικά ενεργό πληθυσμό που αποφασίζει να αναζητήσει εργασία, άρα εισέρχεται στο εργατικό δυναμικό, αλλά δεν βρίσκει εργασία. Έτσι, δεδομένου ότι οι απολύσεις δεν οδηγούν μόνο στην ανεργία, αλλά και σε αποχωρήσεις από το εργατικό δυναμικό, τότε μια μείωση της απασχόλησης δεν αυξάνει κατά την ίδια ποσοστιαία αναλογία την ανεργία.
Έτσι γίνεται αντιληπτή η δυναμική (συνεχής μεταβολή) και η αλληλοσυσχέτιση των πληθυσμών που αποτελούν το εργατικό δυναμικό, την απασχόληση και την ανεργία. Οι πληθυσμιακές ροές που αυξάνουν τον πληθυσμό των ανέργων (απασχολούμενοι που γίνονται άνεργοι και μη ενεργοί που εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό και δεν βρίσκουν εργασία) έχουν θετική συσχέτιση με το ποσοστό ανεργίας, δηλαδή αυξάνουν την ανεργία.
Ενώ οι πληθυσμιακές ροές που μειώνουν το εργατικό δυναμικό (πλήθος απασχολούμενων που εξέρχονται από το εργατικό δυναμικό όπως οι συνταξιούχοι) έχουν αρνητική συσχέτιση με το ποσοστό ανεργίας, δηλαδή μειώνεται το εργατικό δυναμικό και αυξάνεται το ποσοστό ανεργίας. Από την άλλη πλευρά, οι πληθυσμιακές ροές που μειώνουν το πληθυσμό των ανέργων (πλήθος ανέργων που βρίσκουν απασχόληση και πλήθος ανέργων που εξέρχονται από το εργατικό δυναμικό) και αυξάνουν τον πληθυσμό του εργατικού δυναμικού (πλήθος μη ενεργών που εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό) μειώνουν το ποσοστό ανεργίας (επιδρούν πτωτικά).
Για την εκτίμηση του εργατικού δυναμικού σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (π.χ. στο τέλος ενός έτους ή στο τέλος κάθε μήνα), λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος του εργατικού δυναμικού την προηγούμενη χρονική στιγμή και οι πληθυσμιακές ροές εισόδου και εξόδου που προκύπτουν από τις διάφορες καταστάσεις (απασχόληση, ανεργία, μη οικονομικά ενεργοί). Αντίστοιχα η εκτίμηση του αριθμού των απασχολούμενων στο τέλος του έτους t, υπολογίζεται από τον αριθμό των απασχολούμενων στο τέλος του έτους t-1, αφαιρώντας τους απασχολούμενους που έγιναν άνεργοι εντός του τρέχοντος έτους και τους απασχολούμενους που εξέρχονται από το εργατικό δυναμικό (π.χ. συνταξιοδοτούμενοι, ή άτομα που διακόπτουν την εργασία τους για να σπουδάσουν κ.α.) και προσθέτοντας τον αριθμό των ανέργων που βρήκαν εργασία και μεταπήδησαν στους απασχολούμενους και στον αριθμό των ατόμων που το προηγούμενο έτος ήταν στους οικονομικά μη ενεργούς (δηλαδή δεν αναζητούσαν εργασία, π.χ. σπούδαζαν) και κατά την διάρκεια του τρέχοντος έτους αναζήτησαν και βρήκαν εργασία.
Ανάλογα, ο αριθμός των ανέργων στο τέλος του έτους, υπολογίζεται από τον αριθμό των ανέργων στο τέλος του προηγούμενου έτους, αφαιρώντας τους ανέργους που βρίσκουν εργασία οπότε μεταπηδούν στον πληθυσμό των απασχολούμενων εντός του τρέχοντος έτους και το πλήθος των ανέργων που εξέρχονται από το εργατικό δυναμικό και μεταπηδούν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό και προσθέτοντας τους απασχολούμενους που έχασαν την εργασία τους και βρίσκονται στους ανέργους κατά το τρέχον έτος και στο πλήθος των οικονομικά μη ενεργών που αναζήτησαν εργασία και δεν βρήκαν οπότε ήταν άνεργοι κατά το τρέχον έτος.
Όμως. το τελευταίο έτος η οικονομική πολιτική στην Ελλάδα εφαρμόζοντας τη προωθούμενη πρόταση των διεθνών οργανισμών της πολιτικής της ενεργούς γήρανσης λόγω της δημογραφικής γήρανσης, παρατηρήθηκε ο πενταπλασιασμός των εργαζόμενων συνταξιούχων από 40.000 άτομα το 2023 σε 200.000 άτομα το 2024. Αυτή η νέα τάση της ενεργούς γήρανσης με την αύξηση του εργασιακού βίου δημιουργεί μια νέα πληθυσμιακή ομάδα που δεν υπήρχε μέχρι τώρα ή ήταν αρκετά περιορισμένη για να ληφθεί στατιστικά υπόψη. Αυτή είναι η πληθυσμιακή ομάδα των απασχολούμενων συνταξιούχων.
Έτσι, ανάλογα με το σε ποια πληθυσμιακή ομάδα τοποθετούνται οι απασχολούμενοι συνταξιούχοι επηρεάζουν το μέγεθος του εργατικού δυναμικού και κατ’ επέκταση και τον υπολογισμό του ποσοστού της ανεργίας και της απασχόλησης. Έτσι, σε μια χρονιά εμφανίστηκαν 160.000 απασχολούμενοι συνταξιούχοι έχοντας ως αποτέλεσμα 160.000 άτομα που λαμβάνονταν υπόψη στον μη ενεργό πληθυσμό τώρα θα εμφανίζονται στους απασχολούμενους, αυξάνοντας και το εργατικό δυναμικό. Αυτή η αύξηση του εργατικού δυναμικού έχει μειώσει αισθητά το ποσοστό της ανεργίας ενώ παράλληλα παρατηρούμε ότι η απασχόληση δεν έχει αυξηθεί σημαντικά και αυτό είναι ένα παράδοξο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στην αρχή του έτους (2024) οι απασχολούμενοι ήταν 4,233 εκατ. άτομα και οι άνεργοι 530,9 χιλ. άτομα, δηλαδή το εργατικό δυναμικό ήταν 4,764 εκατ. άτομα και το ποσοστό ανεργίας υπολογίζονταν σε 11,1%.
Αντίστοιχα, τον Αύγουστο του 2024, το ποσοστό ανεργίας παρουσιάζει μια θεαματική μείωση σε 9,5% με τους ανέργους να υπολογίζονται στις 444 χιλ. άτομα, ενώ παράλληλα οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν μόλις κατά 19.000 άτομα, δηλαδή στα 4,252 εκατ. άτομα. Έτσι παρατηρείται ότι η μείωση της ανεργίας δεν οφείλεται στην ικανότητα της χώρας να δημιουργεί απασχόληση και παραγωγικότητα, αλλά οφείλεται στην τεχνητή μείωση του ποσοστού ανεργίας μέσω της αύξησης του εργατικού δυναμικού στο οποίο περιλαμβάνονται οι 200.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι, οι οποίοι δεν δημιουργούν νέα απασχόληση, απλά διατήρησαν τις θέσεις εργασίας που ήδη είχαν. Σε αυτή την κατεύθυνση σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ (Ιούλιος 2024) το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα στις ηλικίες 15-64 ετών ήταν μόλις στο 62% όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι στο 70,1% και των χωρών της Ευρώπης στο 71% (Διάγραμμα).
Άρα, με την τάση της ενεργούς γήρανσης και την επιμήκυνση του εργασιακού βίου με την απασχόληση των συνταξιούχων παρατηρούμε ότι το ποσοστό ανεργίας ίσως να μην αποτελεί πια ένα αντιπροσωπευτικό δείκτη για την πορεία της αγοράς εργασίας δεδομένου ότι ενώ από την αρχή του έτους (2024) το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε μόλις κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες, η ανεργία παρουσιάζει σημαντική μείωση κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Τούτων δοθέντων θεωρούμε ότι το επίπεδο της απασχόλησης αποτελεί έναν πιο αντιπροσωπευτικό δείκτη για να εκφράσει την ικανότητα μιας οικονομίας να δημιουργεί απασχόληση και να διαθέτει μια δυναμική αγορά εργασίας που θα τροφοδοτεί την παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Κι’ αυτό επειδή το ποσοστό απασχόλησης δεν επηρεάζεται από το μέγεθος του εργατικού δυναμικού ενώ το ποσοστό ανεργίας εξαρτάται από το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το οποίο επηρεάζεται από τους απασχολούμενους συνταξιούχους.
Για παράδειγμα, εάν δεν λάβουμε υπόψη τις 200.000 των απασχολούμενων συνταξιούχων το ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο του 2024 θα ήταν 10% και όχι 9,5%. Άρα, γίνεται αντιληπτό ότι με την πολιτική της ενεργούς γήρανσης το ποσοστό ανεργίας δεν παρουσιάζει την αληθινή εικόνα της δυναμικής μιας οικονομίας να δημιουργεί απασχόληση. Αντίθετα το ποσοστό απασχόλησης μας δείχνει την πραγματική εικόνα στην αγορά εργασίας και στην οικονομία.
Σάββας Γ. Ρομπόλης, Ομ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειος Γ. Μπέτσης, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Σχόλια (0)