… ή «από την οικονομία της αγοράς στην κοινωνία της αγοράς»**
Η επιθυμία όσων ενδιαφέρονται να ιδρυθούν Ιδιωτικά Πανεπιστήμια (Ι.Π.) εφόσον εκδηλώνεται δημόσια και επιδιώκεται με καθαρές και πειστικές προτάσεις, ιδίως όμως με φερέγγυα πρόβλεψη και ανάλογη δέσμευση για αποτροπή διολίσθησης και μετατροπής τους από εκπαιδευτικά ιδρύματα σε εμπορικές επιχειρήσεις, είναι καθόλα θεμιτή και αποδεκτή αφού βεβαίως προηγουμένως αρθεί η ισχύουσα συνταγματική απαγόρευση (αρθ. 16 παρ. 5 & 8 τελευταίο εδάφιο).
Χάρης Κεφάλας*
Απαράδεκτη όμως και αποδοκιμαστέα η όποια μεθόδευση επιτηδείων παράκαμψης της συνταγματικής φραγής και επίτευξης των στόχων τους με ακατέργαστες και πρόχειρες νομοθετικές ρυθμίσεις στην προσπάθειά τους να εξομοιώσουν τίτλους σπουδών, που αποκτήθηκαν μέσω της διεθνούς οδού, με εκείνους που απονέμονται από τα Δημόσια Πανεπιστήμια(Δ.Π.) της χώρας μας. Και μάλιστα αυτοδικαίως, χωρίς δηλαδή την προβλεπόμενη διαδικασία ισοτιμίας τους από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς.
Επιδιώκουν δηλ. διά της τεθλασμένης τη νομιμοποίηση από την ελληνική πολιτεία τίτλων σπουδών εκπαιδευτικών φορέων επειδή αυτοί καλύπτονται με τον μανδύα κάποιου διεθνούς οργανισμού.
Παρόμοια εγχειρήματα, όμως, μεθοδεύονται συνήθως από «καπάτσους» ενδιαφερόμενους, οι οποίοι επιζητούν την αναγκαία συνδρομή του αρμόδιου υπουργού, ο οποίος με τη σειρά του επιλέγει κατά κανόνα όχι την ευθεία και γνήσια νομοθετική ρύθμιση, αλλά «τακτοποιεί» το θέμα με τροπολογία σε συναφές ή άσχετο νομοσχέδιο, αφού βεβαίως προηγηθούν οι αναγκαίες λεκτικές ακροβασίες αιτιολόγησής του.
Η αναφορά αυτή δεν είναι υποθετική: αφορά την πρόσφατη απόπειρα νομοθέτησης ισοτιμίας παρόμοιων τίτλων από τον υπουργό Παιδείας, που δεν ολοκληρώθηκε προσώρας, λόγω απόσυρσης της σχετικής τροπολογίας. Ο κίνδυνος, όμως, επαναφοράς της ρύθμισης δεν εξέλιπε!
Επιφανή στελέχη, άλλωστε, πολυεθνικών εταιρειών (που εμπορεύονται και την επιστημονική γνώση) παρουσιάζουν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε επιλεγμένα σημεία ελληνικών μεγαλουπόλεων, τα πλεονεκτήματα Ι.Π., που εδρεύουν στην αλλοδαπή αλιεύοντας ντόπια φοιτητική πελατεία. Παραλείπουν, όμως, να πουν πως τα Ι.Π. που «πλασάρουν» στην ελληνική αγορά αποτελούν πρωτίστως εμπορικές επιχειρήσεις που στοχεύουν αποκλειστικά στο κέρδος.
Πρόκειται για το κύριο χαρακτηριστικό τυπικού δείγματος-μοντέλου Ι.Π. Και εδώ προκύπτει το κρίσιμο ζήτημα της διάκρισής τους και της ποιοτικής τους κατάταξης: αν η στόχευση της επιχείρησης που ισχυρίζεται πως παράγει και εμπορεύεται επιστημονική γνώση είναι το άμεσο κέρδος ή το προσδοκώμενο σε βάθος χρόνου.
Αν δηλ. πρόκειται για «μικρομάγαζα» ευκαιριακών και γρήγορων οικονομικών ωφελειών (δηλ. «αρπαχτών» ) ή για εγνωσμένης αξιοπιστίας εμπορικές επιχειρήσεις που επενδύουν στην έρευνα και εγκαθιστούν γι’ αυτό τον σκοπό εκπαιδευτικά ιδρύματα μακράς πνοής, υψηλής στάθμης, αδιαφιλονίκητου κύρους και εγνωσμένης προσήλωσης στις ακαδημαϊκές αρχές.
Εγκριτοι πανεπιστημιακοί (αφυπηρετήσαντες ή ενεργοί ελλαδικών ΑΕΙ) προσφέρονται ευχαρίστως (και με το αζημίωτο) να στελεχώσουν αυτά τα Ι.Π. προσδίδοντας σ’ αυτά ελλείπον επιστημονικό κύρος, καταθέτοντας δε συνάμα και την πολύτιμη εμπειρία τους στη συνολική λειτουργία τους.
Οι διοικήσεις αυτού του τύπου των Ι.Π. φροντίζουν, επίσης, και εντάσσουν κατά καιρούς στο διδακτικό τους προσωπικό πολιτικούς ή κομματικά στελέχη της ημεδαπής (με ή χωρίς τους απαραίτητους ακαδημαϊκούς τίτλους), οι οποίοι με την παρουσία τους συμβάλλουν στη διεύρυνση της φήμης τους!
Ανεξαρτήτως όμως της όποιας διάκρισης ή κατάταξης των Ι.Π.[¹] και με οποιοδήποτε κριτήριο, ο κανόνας λήψης και εφαρμογής των κρίσιμων εκπαιδευτικών και ερευνητικών αποφάσεων είναι χωρίς εξαίρεση. Αυτές δεν τις λαμβάνουν οι ακαδημαϊκές διοικήσεις των Ι.Π. αλλά υψηλόβαθμα στελέχη-τεχνοκράτες των επιχειρήσεων – οι μάνατζερ.
Oι ακαδημαϊκές αρχές, στα Ι.Π., απλώς εφαρμόζουν τις αποφάσεις της οικονομικής διοίκησης – αφού εξ ορισμού η έννοια του «αυτοδιοίκητου» ΑΕΙ είναι ανύπαρκτη.
Η παράλληλη θέσπιση (από τους κανονισμούς λειτουργίας αυτών των επιχειρήσεων) ακαδημαϊκών οργάνων, κατ’ απομίμηση του Δ.Π. δεν αποτελεί παρά προσχηματική τήρηση του πανεπιστημιακού μοντέλου.
Ο βαθμός, επίσης, εξάρτησης των ακαδημαϊκών δασκάλων από την οικονομική διοίκηση προσδιορίζει τελικά και την πραγματική τους σχέση.
Κοντολογίς, η θεμελιώδης αρχή λειτουργίας οποιουδήποτε εκπαιδευτικού φορέα ως πανεπιστημίου, δηλ. η ακαδημαϊκή ελευθερία, είναι περιορισμένη και ελεγχόμενη στα Ι.Π.
Οι προτάσεις που καταθέτουν ενυπογράφως πλέον έγκριτοι συγγραφείς και αναλυτές της αγοράς αφορούν την ίδρυση παρόμοιων εκπαιδευτικών κέντρων που θα παρέχουν επαγγελματικά πτυχία παγκόσμιας εμβέλειας σε επιλεγμένους κλάδους της οικονομίας, με κριτήριο την απόσβεση του κόστους λειτουργίας τους και την εμφάνιση στο τέλος της χρήσης οικονομικού πλεονάσματος (κέρδους).
Σημειώνουν δε ευθέως και ανενδοιάστως, οι ίδιοι επιφανείς οικονομικοί παράγοντες, πως τα εκπαιδευτικά αυτά κέντρα-κολέγια-πανεπιστήμια συνεργάζονται με ισχυρές ελληνικές επιχειρήσεις. Πρόκειται δηλ. για ιδιότυπες κατασκευές, με τη μορφή ΝΠΙΔ και δομή εκπαιδευτηρίων (που φέρουν τον τίτλο του Πανεπιστημίου), που εξαρτώνται πλήρως από ποικίλων δραστηριοτήτων (πολυεθνικές συνήθως) επιχειρήσεις, το διδακτικό προσωπικό των οποίων δεν απολαμβάνει τις στοιχειώδεις εγγυήσεις που παρέχει το Δ.Π.
Επομένως, αν στο «εκκολαπτόμενο» (από ομάδες ενδιαφερομένων) Ι.Π. επικρατήσουν πλήρως οι κανόνες του ανταγωνισμού, όπως ισχύουν στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας, τότε αυτό το κατασκεύασμα κατ’ ουσίαν θα είναι μια κοινή εμπορική επιχείρηση, όπου ο φοιτητής θα μεταλλαχθεί σε πελάτη και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι θα μεταμορφωθούν από ακαδημαϊκοί λειτουργοί σε υψηλόβαθμα στελέχη της, συμμορφούμενα εν τέλει με το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη τους.
Ακαδημαϊκή ελευθερία, ελεύθερη διακίνηση ιδεών, αξιοπιστία κ.λπ. σύμφυτες με την ιδιότητα του πανεπιστημίου ακαδημαϊκές αρχές θα αποτελούν γράμμα κενό και έννοιες χωρίς περιεχόμενο, οι οποίες ασφαλώς θα αναγράφονται στα διαφημιστικά φυλλάδια που θα συντάσσει το αρμόδιο τμήμα της εμπορικής επιχείρησης-πανεπιστήμιο.
Η ενδεχόμενη επέκταση, επομένως, των ιδιωτικοποιήσεων και σε τομείς ή κοινά αγαθά που από τη φύση τους συνδέονται άμεσα με την ύπαρξη και την αξιοπρεπή διαβίωση των ανθρώπων –από το νερό ώς τον αέρα και από την υγεία μέχρι την παιδεία και τη γνώση τους– θα σημάνει προφανώς και τη διολίσθηση από την οικονομία της αγοράς στην κοινωνία της αγοράς, όπου όλα είναι διαπραγματεύσιμα.
[¹] Βλ. Μιχ. Π. Σταθόπουλος. «Ιδιωτικά ΑΕΙ-Πρόοδος. Ατομικό Δικαίωμα, Ιδιοτέλεια ή Ιδεολόγημα;’» Μελέτες Ι. σ. 699 επ. «Α.Σάκκουλας», 2007. εμπεριστατωμένη σχετική ανάλυση.**Χαρακτηριστική φράση στο έργο του Μάικλ Σαντέλ «Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα» (εκδ. Πόλις) 2016
*ομότιμος καθηγητής & τ. αντιπρύτανης Παντείου Παν/μίου