Ένας πραγματικά Μεγάλος

Ένας πραγματικά Μεγάλος

  • |

Ο θάνατος του Φίλιπ Ροθ είναι μια πραγματικά μεγάλη απώλεια της εποχής μας. Αφήνω στους κριτικούς και τους ιστορικούς της λογοτεχνίας την αποτίμηση του έργου του-δεν «ζηλεύω» και δεν οικειοποιούμαι τις περγαμηνές και τη γραφή τους.

Γράφω σαν φα­να­τι­κός όσο και απο­γοη­τευ­μέ­νος ενί­ο­τε ανα­γνώ­στης αυτού του συγ­γρα­φέα-απο­γοη­τευ­μέ­νος, πρό­σκαι­ρα, επει­δή, για πα­ρά­δειγ­μα, η «Αντι­ζωή» ή η «Τα­πεί­νω­ση», δεν με εν­θου­σί­α­σαν και πέ­ρυ­σι, όταν τα χά­ρι­σα, δεν το σκέ­φτη­κα δεύ­τε­ρη φορά. Σή­με­ρα, ανα­ρω­τιέ­μαι μήπως κά­ποια βι­βλία χρειά­ζο­νται τον χρόνο τους, δη­λα­δή, εμείς χρεια­ζό­μα­στε την κα­τάλ­λη­λη ηλι­κία και ωρι­μό­τη­τα για να τα ανα­κα­λύ­ψου­με και να τα ευ­χα­ρι­στη­θού­με, ως ανα­γνω­στι­κή από­λαυ­ση.

 

Ανα­κά­λυ­ψα τον Ροθ με το «Αν­θρώ­πι­νο Στίγ­μα», την τρα­γι­κή ιστο­ρία του μαύ­ρου κα­θη­γη­τή, που γεν­νή­θη­κε με αλ­μπι­νι­σμό και κα­τα­στρέ­φε­ται η ακα­δη­μαϊ­κή του κα­ριέ­ρα, η οποία είχε χτι­στεί ακρι­βώς στην επι­με­λή, προ­σω­πι­κή από­κρυ­ψη της φυ­λε­τι­κής του ταυ­τό­τη­τας από ένα γλωσ­σι­κό ολί­σθη­μα που υπέ­κρυ­πτε ρα­τσι­σμό ένα­ντι των μαύ­ρων μα­θη­τών του. Συ­νέ­χι­σα την πε­ρι­πλά­νη­ση στις πα­ρα­γρά­φους του συγ­γρα­φέα, με τον «Κα­θέ­να», την εξί­σου τρα­γι­κή ιστο­ρία των γη­ρα­τειών «που είναι σφαγή» ενός κα­θό­λα επι­τυ­χη­μέ­νου, με τα μέτρα της κα­τα­να­λω­τι­κής επο­χής μας, δια­φη­μι­στή, που αυ­το­κτό­νη­σε δε­κά­δες φορές στη προ­σω­πι­κή και επαγ­γελ­μα­τι­κή ζωή του, προ­τού συ­να­ντή­σει ορι­στι­κά τον με­γά­λο θε­ρι­στή, σε μια διαρ­κή πάλη με την ορι­στι­κό­τη­τα του θα­νά­του στον κα­θη­με­ρι­νό βίο-όταν χά­νου­με δι­κούς μας αν­θρώ­πους, χω­ρί­ζου­με, απο­μα­κρυ­νό­μα­στε, με­τα­να­στεύ­ου­με.

 

Κλει­δώ­θη­κα σε υπό­γεια μαζί με τους κα­τα­διω­κό­με­νους Εβραί­ους στη «Συ­νω­μο­σία ενα­ντί­ον της Αμε­ρι­κής», ένα μυ­θι­στό­ρη­μα εναλ­λα­κτι­κής ζο­φε­ρής ιστο­ρί­ας, που κακώς ορι­σμέ­νοι θε­ω­ρούν απλώς προ­φη­τι­κό για την έλευ­ση του Τραμπ- ο Ροθ έκανε τομή στον κα­τή­φο­ρο όλων των δυ­τι­κών με­τα­δη­μο­κρα­τιών που επα­να­το­πο­θέ­τη­σαν στην ημε­ρή­σια πο­λι­τι­κή ατζέ­ντα, μέσα από τα ΜΜΕ της προ­πα­γάν­δας και τα κόμ­μα­τα της ακρο­δε­ξιάς, τους φυ­λε­τι­κούς και θρη­σκευ­τι­κούς δια­χω­ρι­σμούς και την κα­τα­δί­ω­ξη του άλλου, του ξέ­νου-όποιος και αν είναι αυτός.

 

Θρή­νη­σα τον ήρωα της «Αγα­νά­κτη­σης» που κομ­μα­τιά­στη­κε στις μάχες της Κο­ρέ­ας, από μια αυ­το­κτο­νι­κή πα­ρόρ­μη­ση της στιγ­μής, απόρ­ροια μιας ερω­τι­κής ήττας και των δει­νών της σε­ξουα­λι­κής και νε­α­νι­κής κα­τα­πί­ε­σης που επι­βάλ­λουν οι νόρ­μες και οι κα­νό­νες μιας συ­ντη­ρη­τι­κής, κλει­στής και ου­σια­στι­κά ανε­λεύ­θε­ρης κοι­νω­νί­ας. Εξορ­γί­στη­κα με το κυ­νή­γι μα­γισ­σών από τους αυ­τό­κλη­τους ρου­φιά­νους και τους πρό­θυ­μους συ­νερ­γά­τες του μα­καρ­θι­σμού στο «Πα­ντρεύ­τη­κα έναν κομ­μου­νι­στή» και τις συ­νέ­πειες της μα­ζι­κής υστε­ρί­ας σε μια κοι­νω­νία που αρ­νιό­ταν να δει το πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πό της στον κα­θρέ­φτη. Τον ίδιο, που έσπα­σε μια και καλή ο Ροθ στο «Αμε­ρι­κα­νι­κό Ει­δύλ­λιο», ίσως την κο­ρυ­φαία λο­γο­τε­χνι­κή ανα­το­μία των ΗΠΑ του ει­κο­στού αιώνα, που όσο δί­καια ευ­τύ­χη­σε σε δια­κρί­σεις και σε ανα­γνω­σι­μό­τη­τα, τόσο άδικα ατύ­χη­σε στην πρό­σφα­τη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή της με­τα­φο­ρά – μό­νι­μο, κατά τη γνώμη μου, πρό­βλη­μα με το έργο του Ροθ, για το οποίο ευ­θύ­νο­νται οι κατά και­ρούς σε­να­ρια­κές «ευ­κο­λί­ες» που επι­βάλ­λουν τα στού­ντιο του Χό­λι­γουντ.

 

Αρ­γό­τε­ρα, έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου,όπως και ο Μπάκυ Κά­ντορ, στην «Νέ­με­ση», όταν η επι­δη­μία πο­λιο­μυ­ε­λί­τι­δας στο απο­πνι­κτι­κό κα­λο­καί­ρι του Νιου Τζέρ­σεϋ, χτύ­πη­σε και διέ­λυ­σε όχι μόνο την εύ­θρα­στη ηλι­κία των μι­κρών παι­διών, αλλά όλα τα θε­μέ­λια της μι­κρής κοι­νό­τη­τας και την πίστη τους στο καλό και το κακό, τα εί­δω­λα της αλά­νας και την αθλη­τι­κή προ­σπά­θεια κάτω από τον καυτό ήλιο.

 

Στο τέλος, θυ­μά­μαι πάντα την γεν­ναιο­δω­ρία αυτού του μο­νή­ρους και δύ­σκο­λου αν­θρώ­που, όταν απο­φαι­νό­ταν πως το γρά­ψι­μο είναι ένας κα­θε­δρι­κός ναός, στον οποίο όλοι προ­σερ­χό­μα­στε με τα κα­λύ­τε­ρα εφό­δια μας.

 

ΥΓ. Αν αλη­θεύ­ουν τα δη­μο­σιεύ­μα­τα ότι η επι­τρο­πή που απο­νέ­μει το Νο­μπέλ Λο­γο­τε­χνί­ας, απέρ­ρι­πτε συ­στη­μα­τι­κά την υπο­ψη­φιό­τη­τα του Ροθ επει­δή τον θε­ω­ρού­σε πολύ…Αμε­ρι­κα­νό (!), τότε, και συγ­γνώ­μη που μπαί­νω στιγ­μιαία στα χω­ρά­φια των κρι­τι­κών και των ιστο­ρι­κών λο­γο­τε­χνί­ας, αυτοί οι κύ­ριοι και αυτές οι κυ­ρί­ες πρέ­πει να πα­ρα­δώ­σουν μια και καλή τις δια­πι­στεύ­σεις τους και τις θέ­σεις τους, που ούτως ή άλλως έχουν κη­λι­δω­θεί ανε­πα­νόρ­θω­τα από τα πρό­σφα­τα, σε­ξουα­λι­κά σκάν­δα­λα.

 

Αστεία δι­καιο­λο­γία, αστεί­ων αν­θρώ­πων. Ο Ροθ θα δια­βά­ζε­ται και θα συ­ζη­τιέ­ται ως Αμε­ρι­κα­νός, που έγρα­ψε με απέ­ρα­ντο οι­κου­με­νι­κό βλέμ­μα. Όπως ο ήρωας του, Μπάκυ Κά­ντορ,που έστελ­νε το ακό­ντιό του ψηλά και μα­κριά, η πένα του Ροθ πήγε ψηλά και μα­κριά επα­να­προσ­διο­ρί­ζο­ντας τους ορί­ζο­ντες της λο­γο­τε­χνί­ας και συ­να­κό­λου­θα της αν­θρω­πό­τη­τας και γι­’αυ­τό στα μάτια μας μοιά­ζει αδιαμ­φι­σβή­τη­τος για πολ­λές γε­νιές ανα­γνω­στών στους αιώ­νες που έρ­χο­νται – με ή χωρίς Νο­μπέλ, όπως τόσοι άλλοι πραγ­μα­τι­κά με­γά­λοι, ο Τολ­στόι, ο Μπόρ­χες, ο Έκο, ο Κάφκα, ο Μπρε­χτ, ο Όρ­γου­ελ ή ο Κα­ζαν­τζά­κης και ο Ρί­τσος.

rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος