Ηταν τόσο επικίνδυνη η 90χρονη γιαγιά που πουλούσε τερλίκια [σημειωτέον: τα έπλεκε μόνη της] ώστε την υπέβαλαν στον εξευτελισμό να της πάρουν αποτυπώματα και εκεί που εκρατείτο να συνοδεύεται από αστυνομικά όργανα εάν ήθελε να πάει προς ικανοποίηση της σωματικής ανάγκης. Τα μαυρισμένα από το μελάνι των αποτυπωμάτων δάχτυλά της είναι η μαυρισμένη ψυχή της δικαιοσύνης.
Γιώργος Σταματόπουλος
Παρατηρείται το [λυπηρό] φαινόμενο, άνθρωποι που συλλαμβάνονται για μικροαδικήματα να οδηγούνται στον ανακριτή με χειροπέδες λες και είναι οι μεγαλύτεροι εγκληματίες του κόσμου. Δεν φρόντισαν οι «ειδήμονες», που ανασκεύασαν τον ποινικό νόμο, να απαλείψουν αυτή την εξευτελιστική μέθοδο. Γιατί; Διότι είναι «στόκοι» θα μπορούσε να απαντήσει κανείς -και θα είχε, βεβαίως, δίκιο. Η ανοησία σε κορυφαίες στιγμές [της]. Η φαιδρότητα σε λαμπρές εκδηλώσεις [της].
Δεν φωτίζεται από ήλιους ισότητας και ανθρωπιάς η ελληνική δικαιοσύνη σε τέτοιες περιπτώσεις· αντιθέτως δείχνει να βολοδέρνει σε σκοτάδια σκοπιμοτήτων και ανέξοδης τήρησης του νόμου, να είναι βουτηγμένη στην ιλαρότητα. Τα θεσμικά όργανα της Θέμιδος προκαλούν το λαϊκό αίσθημα -και δεν είναι η πρώτη φορά. Οταν αυτό γίνεται κατ’ επανάληψη σημαίνει ότι η δικαιοσύνη [και η αστυνομία] κωφεύουν στις διαμαρτυρίες της κοινωνίας, ότι είναι «οντότητες» που δεν έχουν επαφή με τη λαϊκή αγωνία [και με τα αυτονόητα…] Δεν φαίνονται να εξαντλούν την αυστηρότητά τους στις μεγάλες δικαστικές υποθέσεις [διασπάθιση δημοσίου χρήματος λ.χ., φοροδιαφυγή, υποθέσεις ναρκωτικών, εμπόριο σαρκός κ.ά.] «Καίνε» αυτά…
Κανονικά η ελληνική Πολιτεία έπρεπε να προβληματιστεί από την ενέργεια αυτής της γιαγιάς, ακόμη ακόμη να παραδειγματιστεί από το ότι έστρεψε τα νώτα στην επίσημη οικονομία -να δώσει κίνητρα σε πολλούς φτωχούς και ανήμπορους να εκδηλώσουν τις ικανότητές τους στην παραγωγική διαδικασία. Θα ήταν τότε μια ευφάνταστη και γενναία Πολιτεία -αλλά πού να βρεθεί σήμερα μια τέτοια Πολιτεία;
Ενας διασκεδαστικός θίασος έχει καταντήσει η ελληνική Πολιτεία, ένα εθνικό θέατρο με προσωπιδοφόρους πρωταγωνιστές, την ταυτότητα των οποίων αδυνατούμε να γνωρίσουμε. Ο λαός χρειάζεται την αλήθεια και όχι τη μασκαράτα -αλλά αυτό έχει ξεχαστεί.
Εδώ ο κόσμος χάνεται, η «παρανομία» της 90χρονης γιαγιάς μάς «ενοχλεί». Είναι φανερό: δεν ντρεπόμαστε. Τι ακριβώς ώθησε τα όργανα να πάρουν τα δακτυλικά της αποτυπώματα; Τι ακριβώς φοβούνται; Τι τρικυμίες επικρατούν στο μυαλό τους [ακόμη και σε αυτούς που δικαιολογούνται ότι εκτελούν εντολές άνωθεν];
Οργίζεται κανείς -αλλά δεν έχει, πια, νόημα. Πού -και πώς- να διαχύσει την οργή του; Τυφλή και κωφή η Θέμις· πώς να αντιληφθεί τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα [στην ανθρωπότητα]; Είναι ντροπή τα μαυρισμένα από το μελάνι δάχτυλα της «παράνομης» [και επικίνδυνης, αν κρίνουμε από τη συμπεριφορά των «οργάνων» απέναντί της] γιαγιάς. Το όνειδος της δικαιοσύνης. Η θλίψη αυτοπροσώπως. Ο πολίτης γελάει και κλαίει ταυτοχρόνως. Μην το υποτιμάμε τέτοιο κατόρθωμα [διότι περί κατορθώματος της δικαιοσύνης πρόκειται· ας μην υπολειπόμεθα των δικαστών]. Παλαβή, παρδαλή χώρα· αστεία· τραγική. [Εννοείται, εδώ, το μεγαλύτερο (;) κομμάτι της].
efsyn.gr/