Οι πολλοί θάνατοι του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου

Οι πολλοί θάνατοι του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου

  • |

Πριν από την άθλια απόφαση του εφετείου στη Λαμία, ήταν πολλοί εκείνοι που ασέλγησαν στη μνήμη του Γρηγορόπουλου και της γενιάς του.

Στις 6 Δε­κεμ­βρί­ου 2008, ημέρα Σάβ­βα­το, ο ει­δι­κός φρου­ρός Επα­μει­νών­δας Κορ­κο­νέ­ας στέ­κε­ται, υψώ­νει το υπη­ρε­σια­κό όπλο, πιέ­ζει τη σκαν­δά­λη και πυ­ρο­βο­λεί δο­λο­φο­νώ­ντας τον 16χρο­νο μα­θη­τή, Αλέ­ξαν­δρο Γρη­γο­ρό­που­λο, ο οποί­ος βρί­σκε­ται στα Εξάρ­χεια, στον πε­ζό­δρο­μο της Με­σο­λογ­γί­ου για να γιορ­τά­σει με τους φί­λους του.

Γιάννης Νικολόπουλος

 

Είναι ο πρώ­τος, ο αν θέ­λε­τε συμ­βα­τι­κός θά­να­τος του έφη­βου μα­θη­τή.

 

Ακο­λού­θη­σαν και άλλοι, από το κρά­τος και το πα­ρα­κρά­τος που έβαλε μπρο­στά τις μη­χα­νές της πλα­στο­γρα­φί­ας και του ψεύ­δους, για να αθω­ώ­σει προ­κα­τα­βο­λι­κά τον έν­στο­λο εγκλη­μα­τία και για να ασελ­γή­σει πάνω στο ζεστό ακόμη κορμί του θύ­μα­τος, πε­ρι­υ­βρί­ζο­ντας ασύ­στο­λα τον νεκρό (αυτό είναι και ποι­νι­κό αδί­κη­μα, με όλους τους κώ­δι­κες, πα­λιούς και νέους).

 

Το Μέγκα Τσά­νελ, σε ένα όργιο πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­σης και φέηκ νιούζ (αν και ο όρος δεν είχε ακόμη έρθει στην Ελ­λά­δα από τις ΗΠΑ…) εμπλού­τι­σε «δη­μιουρ­γι­κά» το ερα­σι­τε­χνι­κό βί­ντεο που έδει­χνε τον Κορ­κο­νέα να πυ­ρο­βο­λεί, με ήχους από σπα­σί­μα­τα και συ­μπλο­κές, ήχους από βρι­σιές και μο­λό­τοφ που έπε­φταν, λέει, στο ση­μείο και απο­δεί­κνυαν, λέει, ότι ο ει­δι­κός φρου­ρός δρού­σε σε άμυνα!

 

Τί­πο­τα από αυτά δεν ήταν αλή­θεια. Καμία σχέση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τα γε­γο­νό­τα. Αλλά το Μέγκα άρ­γη­σε κά­μπο­σα χρό­νια να ζη­τή­σει την ελά­χι­στη συγ­γνώ­μη και να «επα­νορ­θώ­σει» τα ανε­πα­νόρ­θω­τα, μέχρι που πήγε εκεί που του άξιζε, στο επι­χει­ρη­μα­τι­κό νε­κρο­τα­φείο των εκ­δο­τών-ελε­φά­ντων, αν και οι διά­δο­χοί του, του­λά­χι­στον από όσα βλέ­πει κα­νείς στο ίντερ­νετ, στα φε­η­κνιουζ­γρα­φι­κά βή­μα­τά του πα­τά­νε.

 

Έπει­τα, ήρθε ο σω­μα­τι­κά σπι­θα­μιαί­ος και ποι­νι­κο­λο­γι­κά κο­ντο­πί­θα­ρος πρώ­τος συ­νή­γο­ρος του δο­λο­φό­νου που άφηνε άθλια υπο­νο­ού­με­να για την οπα­δι­κή ταυ­τό­τη­τα του θύ­μα­τος, την οι­κο­γε­νεια­κή κα­τα­γω­γή και την οι­κο­νο­μι­κή του επι­φά­νεια, του στυλ «τι γυ­ρεύ­ει ένα παιδί βο­ρεί­ων προ­α­στί­ων (σικ) στα Εξάρ­χεια, στο άβατο(!) μάλ­λον τα ήθελε ο απαυ­τός του και τε­λο­σπά­ντων, καλά του έκανε το πα­λι­κά­ρι από τη λε­βε­ντο­γέν­να μεσ­ση­νια­κή Μάνη, το παιδί του λαού(!;) που αι­σθάν­θη­κε απει­λού­με­νο και είχε έτοι­μο το δά­χτυ­λο στη σκαν­δά­λη».

 

Με άλλα λόγια, ακόμη και αν έχει κα­ταρ­γη­θεί στα χαρ­τιά η θα­να­τι­κή ποινή (σε όλους τους ποι­νι­κούς κώ­δι­κες, πα­λιούς και νέους), μία ντου­ζί­να κου­μπου­ρο­φό­ροι Κορ­κο­νείς θα κα­θα­ρί­σουν στα Εξάρ­χεια για χάρη των νοι­κο­κυ­ραί­ων και της Δε­ξιάς ευ­ρέ­ος φά­σμα­τος προ­κει­μέ­νου οι Φα­ρι­σαί­οι υπο­κρι­τές, ποι­νι­κο­λό­γοι και όχι μόνο να κοι­μού­νται ήσυ­χοι τα βρά­δια, πως το… άβατο έχει κα­τα­λυ­θεί και το κρά­τος λει­τουρ­γεί με βαμ­μέ­να τα χέρια του στο αίμα.

 

Κα­τό­πιν, ήταν το «Κ»ΚΕ που μπρο­στά στη νε­ο­λαι­ΐ­στι­κή εξέ­γερ­ση είδε… προ­βο­κά­το­ρες (παλιά του τέχνη, κό­σκι­νο!) και δε­χό­ταν τα συγ­χα­ρη­τή­ρια του οφ­σο­ρού­χου, ακρο­δε­ξιού δη­μα­γω­γού και αρ­χη­γού του ΛΑΟΣ, Γιώρ­γου Κα­ρα­τζα­φέ­ρη, επει­δή η Πα­πα­ρή­γα δή­λω­νε πως «όταν θα γίνει η επα­νά­στα­ση, δεν θα σπά­σει ούτε μία βι­τρί­να». «Να ανα­λά­βει το ΚΚΕ, τη φύ­λα­ξη του κέ­ντρου της Αθή­νας», φώ­να­ζε ο Κα­ρα­τζα­φέ­ρης… Ωραί­ες κα­τα­στά­σεις, για να μην χα­λά­σει ο ύπνος των απα­ντα­χού νοι­κο­κυ­ραί­ων.

 

Τον Γρη­γο­ρό­που­λο, σκό­τω­σαν και οι μπά­τσοι που φέ­ρο­νταν με το γάντι στον «συ­νά­δελ­φο» τους, στην πρώτη δίκη στην Άμ­φισ­σα ή οι κα­λο­θε­λη­τές, κρυ­πτο­φα­σί­στες ψι­θυ­ρι­στές που έβλε­παν ξένο δά­χτυ­λο για την ανα­τρο­πή της κυ­βέρ­νη­σης Κα­ρα­μαν­λή, μόλις τα «παι­διά» κα­τέ­βαι­ναν σε μα­ζι­κές δια­δη­λώ­σεις, υπο­κι­νού­με­να(!) και κα­θο­δη­γού­με­να(!) από πρά­κτο­ρες.

 

Στη μνήμη του, ασέλ­γη­σε και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, όταν πρό­τει­νε για πρό­ε­δρο της δη­μο­κρα­τί­ας, τον Προ­κό­πη Παυ­λό­που­λο, που ήταν ο πο­λι­τι­κός προϊ­στά­με­νος στο υπουρ­γείο Δη­μό­σιας Τάξης, που είχε συγ­χω­νευ­θεί στο Εσω­τε­ρι­κών, με αρ­μό­διο υφυ­πουρ­γό, τον από­στρα­το αξιω­μα­τι­κό του πο­λε­μι­κού ναυ­τι­κού, ναύ­αρ­χο Πα­να­γιώ­τη Χη­νο­φώ­τη.

 

Πλην της Ιω­άν­νας Γαϊ­τά­νη, οι άλλοι βου­λευ­τές έδω­σαν θε­τι­κή ψήφο στον υπουρ­γό που έδινε σήμα ει­δι­κού φρου­ρού και όπλο στον κάθε Κορ­κο­νέα επει­δή τάχα και δήθεν ο Πάκης είχε συ­γκρα­τή­σει την αστυ­νο­μία και δεν εί­χα­με δει τα χει­ρό­τε­ρα – δη­λα­δή και άλ­λους νε­κρούς μα­θη­τές, να υπο­θέ­σω, αν και το όργιο χη­μι­κού πο­λέ­μου στις νυ­χτε­ρι­νές πο­ρεί­ες και συ­γκρού­σεις ήταν προ­οί­μιο όσων συ­ντε­λέ­στη­καν στα μνη­μο­νια­κά χρό­νια και επί­λο­γος των προη­γού­με­νων χη­μι­κών πο­λέ­μων ενά­ντια στη γενιά του άρ­θρου 16, του 2007, και οι τραυ­μα­τί­ες, σε όλη τη διάρ­κεια του Δε­κέμ­βρη, ήταν δε­κά­δες.

 

Τον Γρη­γο­ρό­που­λο και για την ακρί­βεια τη γενιά του, σκό­τω­σε το σύ­νο­λο του πο­λι­τι­κού κό­σμου, όταν από το 2010 και μετά συ­ναί­νε­σε στην πτω­χευ­τι­κή δια­δι­κα­σία συ­ντρι­βής της ερ­γα­τι­κής τάξης και της νε­ο­λαί­ας που ονο­μά­ζε­ται επι­γραμ­μα­τι­κά μνη­μό­νιο. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους χι­λιά­δες με­τα­νά­στες της τε­λευ­ταί­ας δε­κα­ε­τί­ας ήταν είτε μα­θη­τές, είτε φοι­τη­τές είτε νέοι ερ­γα­ζό­με­νοι τον Δε­κέμ­βρη του 2008 – και υπήρ­ξαν και συ­νε­πείς δια­δη­λω­τές και δια­μαρ­τυ­ρό­με­νοι εκεί­νες τις μέρες και εκεί­νες τις νύ­χτες, σε όλη την Ελ­λά­δα και ει­δι­κά στην Αθήνα. Μια βόλτα στη Βρε­τα­νία, την Ολ­λαν­δία,τη Γερ­μα­νία, στα αστι­κά κέ­ντρα που είναι γε­μά­τα από τους νέους γκα­σταρ­μπάι­τερς του μπρέ­ην ντρέ­ην θα πεί­σει και τον πλέον δύ­σπι­στο – η γενιά του Αλέ­ξαν­δρου έχει ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της.

 

Και για ορι­σμέ­νους, η προ­χθε­σι­νή αθλιό­τη­τα στο εφε­τείο Λα­μί­ας και η συ­να­κό­λου­θη απο­φυ­λά­κι­ση του Κορ­κο­νέα, δεν προ­κά­λε­σε κά­ποια έκ­πλη­ξη. «Την μά­θα­με πια την Ελ­λά­δα, από την καλή, που υπάρ­χει στο μι­κρο­σκό­πιο, και την ανά­πο­δη, που έγινε κα­νο­νι­κός βό­θρος», μο­νο­λό­γη­σε σή­με­ρα ένας πα­λαί­μα­χος του Δε­κέμ­βρη του ‘08.

 

Ο Γρη­γο­ρό­που­λος σκο­τώ­θη­κε και όταν οι μπά­τσοι πα­ρα­κο­λου­θού­σαν απα­θείς και αμέ­το­χοι τον Ρου­πα­κιά να καρ­φώ­νει τον σου­γιά και να δο­λο­φο­νεί τον Φύσσα ή όταν άλλοι μπά­τσοι σά­πι­ζαν στο ξύλο και μέχρι θα­νά­του τον Ζακ Κω­στό­που­λο – και αυτοί, όπως και ο Κορ­κο­νέ­ας «κοί­τα­ζαν ή έκα­ναν τη δου­λί­τσα τους».

 

Κατά τα άλλα και όσοι έχουν μεί­νει στην Ελ­λά­δα «που στις αρέ­νες του κό­σμου, το ίδιο ψέμα κου­βα­λά και τα παι­διά της, σκλά­βους, τα πουλά» μπο­ρούν να συ­νε­χί­σουν να πα­ρα­κο­λου­θούν τις κα­τά­πτυ­στες και πλα­στές κο­κο­ρο­μα­χί­ες για τους κώ­δι­κες, ποι­νι­κούς, πα­λιούς και νέους, και για το ποιος ευ­θύ­νε­ται που ο Κορ­κο­νέ­ας σή­με­ρα είναι απο­φυ­λα­κι­σμέ­νος…

 

Αντί επι­λό­γου, μια ματιά σε ένα παλιό ρε­πορ­τάζ, όταν αυτός που υπο­γρά­φει και το παρόν κεί­με­νο, έκανε για με­ρι­κά χρό­νια τον δη­μο­σιο­γρά­φο για… με­γά­λη εφη­με­ρί­δα και… επι­δρα­στι­κό Συ­γκρό­τη­μα.

 

Είναι η κα­τά­θε­ση της Τζί­νας Τσα­λι­κιάν, στην πρώτη δίκη του Κορ­κο­νέα και του Σα­ρα­λιώ­τη, στην Άμ­φισ­σα. Ας την ξα­να­δια­βά­σου­με (εφη­με­ρί­δα ΤΟ ΒΗΜΑ, 23.01.2010).

 

«ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΤΟ ΣΚΟ­ΤΩ­ΣΑΝ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ»
«Είδαν το παιδί μου να πέ­φτει νεκρό, και ση­κώ­θη­καν και έφυ­γαν. Εφυ­γαν. Δεν το πε­ριέ­θαλ­ψαν, δεν κά­λε­σαν ένα ασθε­νο­φό­ρο. Δεν τους ένοια­ξε. Σαν να είχαν πα­τή­σει ένα μυρ­μή­γκι ή μια κα­τσα­ρί­δα». Με τα λόγια αυτά η μη­τέ­ρα του Αλέ­ξαν­δρου Γρη­γο­ρό­που­λου , κυρία Τζίνα Τσα­λι­κιάν, τα οποία επα­νέ­λα­βε του­λά­χι­στον τρεις φορές, στρά­φη­κε προς τους δύο κα­τη­γο­ρού­με­νους ει­δι­κούς φρου­ρούς, Επα­μει­νών­δα Κορ­κο­νέα και Βα­σί­λη Σα­ρα­λιώ­τη. Και εκεί­νοι είχαν σκυμ­μέ­νο το κε­φά­λι και το βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στο δά­πε­δο της δι­κα­στι­κής αί­θου­σας.

 

Με τη δική της μαρ­τυ­ρία ξε­κί­νη­σε χθες η δίκη για τον φόνο του 15χρο­νου μα­θη­τή, στο Μει­κτό Ορ­κω­τό Δι­κα­στή­ριο της Αμ­φισ­σας, σε μια συ­γκι­νη­σια­κά φορ­τι­σμέ­νη ατμό­σφαι­ρα. Η κυρία Τσα­λι­κιάν πε­ριέ­γρα­ψε όσα συ­νέ­βη­σαν το μοι­ραίο βράδυ στα Εξάρ­χεια, «όπως τα με­τέ­φε­ραν δε­κά­δες αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες, και κυ­ρί­ως ο φίλος του γιου μου, Ν. Ρ.», μί­λη­σε για το πα­ρελ­θόν του «αθώου, συ­νε­σταλ­μέ­νου και αξια­γά­πη­του παι­διού μου», τα σχέ­διά του για το μέλ­λον, αλλά και για τους δύο κα­τη­γο­ρου­μέ­νους.

 

Για τη μοι­ραία νύχτα: «Στις 21.00 πε­ρί­που έλαβα μια κλήση στο κι­νη­τό. Εμ­φα­νί­στη­κε το νού­με­ρο του παι­διού μου. Το σή­κω­σα. Ακου­σα μια γυ­ναι­κεία φωνή. “Ο γιος σας έχει με­τα­φερ­θεί στον Ευαγ­γε­λι­σμό” μου είπε. Από το ύφος κα­τά­λα­βα ότι κάτι δεν πή­γαι­νε καλά. Τη ρώ­τη­σα αν το παιδί μου είναι καλά στην υγεία του. Το μόνο που μου είπε ήταν “μην έρ­θε­τε μόνη”. Κα­τά­λα­βα ότι ο Αλέ­ξαν­δρος ήταν νε­κρός. Τον είδα στο νε­κρο­το­μείο. Τα ρούχα του, κα­θα­ρά και ατσα­λά­κω­τα. Μόνο η μικρή τρύπα από τη σφαί­ρα, στο στή­θος, έδει­χνε τι είχε συμ­βεί».

 

Για όσα συ­νέ­βη­σαν στα Εξάρ­χεια και τους δύο κα­τη­γο­ρου­μέ­νους: «Το ίδιο βράδυ στον Ευαγ­γε­λι­σμό, η ψυ­χο­λό­γος του νο­σο­κο­μεί­ου και δύο αστυ­νο­μι­κοί μού είπαν ότι το παιδί μου το δο­λο­φό­νη­σαν αυτοί οι δύο κύ­ριοι (σσ. στρά­φη­κε προς το μέρος των κα­τη­γο­ρου­μέ­νων και τους έδει­ξε, προ­τάσ­σο­ντας ανοι­χτούς τους καρ­πούς της). Από τον φίλο του Αλέ­ξαν­δρου, Ν. Ρ., έμαθα κα­τό­πιν τις λε­πτο­μέ­ρειες. Κά­θο­νταν κάτω από ένα υπό­στε­γο, στην οδό Τζα­βέλ­λα, τρώ­γο­ντας σά­ντουιτς και πί­νο­ντας λε­μο­νά­δες, όταν άρ­χι­σε το μι­κρο­ε­πει­σό­διο με την ομάδα των άλλων, άγνω­στων στον γιο μου, παι­διών που πέ­τα­ξαν ένα πλα­στι­κό μπου­κά­λι στο πε­ρι­πο­λι­κό. Αντήλ­λα­ξαν και κά­ποιες ύβρεις με τους δύο ει­δι­κούς φρου­ρούς. Οταν έπεσε η χει­ρο­βομ­βί­δα κρό­του- λάμ­ψης, ο Αλέ­ξαν­δρος και ο Ν. Ρ. βγή­καν από το υπό­στε­γο να δουν τι γί­νε­ται. Τα άλλα παι­διά είχαν οπι­σθο­χω­ρή­σει, φώ­να­ζαν “πίσω, κάντε πίσω”. Ο Αλέ­ξαν­δρος ήταν αθώος, δεν είχε λόγο να φύγει. Τότε άρ­χι­σαν να βρί­ζουν το παιδί μου και τον Ν. Ρ. οι δύο ει­δι­κοί φρου­ροί:“μ…πανα, θα σας γαμ…με τις μα­νά­δες, κάντε πίσω”. Ο Αλέ­ξαν­δρος στρά­φη­κε. “ Γιατί να φύγω, τι θα μου κά­νεις; ” είπε. “Τώρα θα σου δείξω εγώ τι θα σου κάνω” είπε ο ένας, τρά­βη­ξε το όπλο και πυ­ρο­βό­λη­σε. “Ωχ, με χτύ­πη­σαν, ρε σεις, με χτύ­πη­σαν” είπε ο Αλέ­ξαν­δρος και έπεσε».

 

Για όσα ακο­λού­θη­σαν: «Τον Αλέ­ξαν­δρο τον σκό­τω­σαν δύο φορές. Πρώτα σω­μα­τι­κά και έπει­τα ηθικά, στην τιμή και στην υπό­λη­ψή του, δια­δί­δο­ντας συ­κο­φα­ντί­ες (σ.σ.: έδει­ξε προς την πλευ­ρά της υπε­ρά­σπι­σης Κορ­κο­νέα) , ότι δήθεν συμ­με­τεί­χε σε επει­σό­δια στο πόλο, ότι είχε απο­βλη­θεί για ανάρ­μο­στη συ­μπε­ρι­φο­ρά από τον Μω­ρα­ΐ­τη. Ψέ­μα­τα όλα».

 

Γ ια τον Αλέ­ξαν­δρο ως έφηβο: «Ηταν ένα συ­νε­σταλ­μέ­νο και ήσυχο παιδί, που ήθελε να προ­σφέ­ρει ανι­διο­τε­λώς σε όλους όσοι είχαν ανά­γκη. Δεν είχε μνη­σι­κα­κία, ούτε φθόνο. Επαι­ζε κι­θά­ρα και πο­δό­σφαι­ρο, ήταν πρό­σχα­ρος. Ηθελε να σπου­δά­σει Νο­μι­κή, όπως είχα κάνει και εγώ, και μετά να με δια­δε­χθεί στο κο­σμη­μα­το­πω­λείο. Για τον λόγο αυτόν αλ­λά­ξα­με σχο­λείο, για να προ­ε­τοι­μα­στεί πλη­ρέ­στε­ρα για τις Πα­νελ­λα­δι­κές. Ηταν αρ­κε­τά ανε­ξάρ­τη­τος, δεν τον είχα κολ­λη­μέ­νο στη φού­στα μου. Πάντα όμως ήξερα πού σύ­χνα­ζε και με ποιους».

 

Για τη στάση του απέ­να­ντι στην πο­λι­τι­κή: «Μία φορά είχε κα­τε­βεί σε πο­ρεία για το Πο­λυ­τε­χνείο και όταν κά­ποιος τον ρώ­τη­σε γιατί το κάνει, απά­ντη­σε ότι ένας πλα­νό­διος που­λά­ει νό­στι­μα hot dogs. Δεν είχε σχέση με την πο­λι­τι­κή».

 

Για το πώς έβλε­πε ο Αλέ­ξαν­δρος την ΕΛ.ΑΣ.: «Είχε εμπι­στο­σύ­νη. Λόγω και της επι­χεί­ρη­σης που δια­τη­ρώ, και καθώς ήθελε να με δια­δε­χθεί, έβλε­πε τους αστυ­νο­μι­κούς ως κα­λούς συ­νερ­γά­τες στην ανά­γκη».

 

Η δίκη θα συ­νε­χι­στεί την ερ­χό­με­νη Πα­ρα­σκευή.

 

«Δεν πε­ρί­με­να ότι θα βρεθώ σε αυτή τη θέση»

Νω­ρί­τε­ρα η υπε­ρά­σπι­ση του Κορ­κο­νέα είχε ζη­τή­σει τη με­τα­τρο­πή του κα­τη­γο­ρη­τη­ρί­ου για τον ει­δι­κό φρου­ρό από αν­θρω­πο­κτο­νία από πρό­θε­ση με εν­δε­χό­με­νο δόλο σε αν­θρω­πο­κτο­νία από αμέ­λεια, και επι­κου­ρι­κά να θε­ω­ρη­θεί ότι η πράξη τε­λέ­στη­κε σε κα­τά­στα­ση πα­νι­κού και φόβου. Μετά την ανά­γνω­ση του κα­τη­γο­ρη­τη­ρί­ου, ο ίδιος ο Κορ­κο­νέ­ας δή­λω­σε: «Δεν απο­δέ­χο­μαι τον θά­να­το κα­νε­νός. Δεν πε­ρί­με­να ποτέ ότι θα βρι­σκό­μουν σε αυτή τη θέση. Θα ΄μπαι­να ασπί­δα για να προ­στα­τέ­ψω αυτά τα παι­διά. Εκεί­νη τη δύ­σκο­λη στιγ­μή, όταν βρέ­θη­κα απέ­να­ντι από το παιδί, προ­έ­κυ­ψε αυτό το απο­τέ­λε­σμα. Ζητώ από τη μάνα τουνα κάνει κου­ρά­γιο, για όσα ακου­στούν σε αυτή την αί­θου­σα. Είναι επώ­δυ­νο για όλους». Οσην ώρα μι­λού­σε ο κα­τη­γο­ρού­με­νος ει­δι­κός φρου­ρός, οι πα­ρό­ντες στην αί­θου­σα γο­νείς του δεν μπό­ρε­σαν να συ­γκρα­τή­σουν τα δά­κρυά τους.

 

Από την άλλη πλευ­ρά, ο Σα­ρα­λιώ­της, ο οποί­ος κα­τη­γο­ρεί­ται για απλή συ­νέρ­γεια, δή­λω­σε: «Δεν απο­δέ­χο­μαι την κα­τη­γο­ρία που μου απο­δί­δε­ται. Είμαι σί­γου­ρα αθώος και θα το απο­δεί­ξω ενώ­πιον των δι­κα­στών».

 

Τα Εξάρ­χεια στο… εδώ­λιο

Οι τόνοι ανέ­βη­καν αρ­κε­τές φορές στη διάρ­κεια της κα­τά­θε­σης της κυ­ρί­ας Τσα­λι­κιάν. Πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ήταν ο διά­λο­γός της με τον συ­νή­γο­ρο του Κορ­κο­νέα κ. Αλ. Κού­για , ανα­φο­ρι­κά με την επι­λο­γή του Αλέ­ξαν­δρου να βρί­σκε­ται στα Εξάρ­χεια τη μοι­ραία νύχτα.

 

Αλ. Κού­γιας: Πώς κρί­νε­τε το γε­γο­νός ότι ο γιος σας ήταν στα Εξάρ­χεια, έξω σε ένα πε­ζο­δρό­μιο;

 

Τζίνα Τσα­λι­κιάν: Στα Εξάρ­χεια συ­χνά­ζουν σο­βα­ροί άν­θρω­ποι, καλ­λι­τέ­χνες, ζουν πα­λιοί Αθη­ναί­οι, έχει θε­α­τρι­κές σχο­λές.

 

Αλ. Κού­γιας: Την ημέρα. Το βράδυ; Δεν έχετε ακού­σει κάτι για τα Εξάρ­χεια; Μπο­ρεί οποιοσ­δή­πο­τε να πάει στα Εξάρ­χεια;

Τζίνα Τσα­λι­κιάν: Ξέρω ότι κυ­κλο­φο­ρούν ναρ­κω­τι­κά. Τον γιο μου τον προ­στά­τε­ψα από τα ναρ­κω­τι­κά. Από τους δο­λο­φό­νους δεν κα­τόρ­θω­σα να τον προ­στα­τέ­ψω.

 

Αλ. Κού­γιας: Για αντιε­ξου­σια­στές δεν έχετε ακού­σει; Οτι είναι γκέτο, πε­ριο­χή όπου δεν μπαί­νει η Αστυ­νο­μία;

 

Τζίνα Τσα­λι­κιάν: Δεν έχω ιδέα πού κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ουν αυτοί οι αντιε­ξου­σια­στές. Αν είναι επι­κίν­δυ­νη πε­ριο­χή, πώς επι­τρέ­πει η πο­λι­τεία να βρί­σκε­ται εκεί το Παι­δα­γω­γι­κό Τμήμα όπου σπου­δά­ζει η κόρη μου, δύο οι­κο­δο­μι­κά τε­τρά­γω­να από το ση­μείο όπου δο­λο­φο­νή­θη­κε ο Αλέ­ξαν­δρος; Στα Εξάρ­χεια λει­τουρ­γούν φρο­ντι­στή­ρια, δι­κη­γο­ρι­κά γρα­φεία, καφέ και θέ­α­τρα.

 

Χρ. Μυ­λω­νό­που­λος (πο­λι­τι­κή αγωγή): Σε αυτή την αί­θου­σα δεν δι­κά­ζο­νται τα Εξάρ­χεια.»

rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος