Μακρόνησος

Μακρόνησος

  • |

Μικρή συμβολή σε μία μεγάλη ιστορία – εκείνη της εξορίας και των βασανιστηρίων στο Μακρονήσι.

Το Μα­κρο­νή­σι. Στη διάρ­κεια του σύ­ντο­μου ελ­λη­νι­κού 20ου αιώνα, το Μα­κρο­νή­σι θα γίνει τόπος εξο­ρί­ας, φυ­λά­κι­σης και βα­σα­νι­στη­ρί­ων σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές πε­ριό­δους. Πρώτα, στους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους, όταν ο στρα­τός θα φυ­λα­κί­σει στην άγονη και άνυ­δρη ύπαι­θρο τους τούρ­κους αιχ­μα­λώ­τους από τις μάχες που διε­ξά­γο­νται στην Ήπει­ρο και τη Μα­κε­δο­νία. Κα­τό­πιν, το 1922, όταν οι πρό­σφυ­γες από τη Μι­κρα­σία θα τύ­χουν μειω­τι­κής υπο­δο­χής καθώς θε­ω­ρού­νται ύπο­πτοι για τη διά­δο­ση με­τα­δο­τι­κών ασθε­νειών και το νησί έχει με­τα­τρα­πεί σε λοι­μο­κα­θαρ­τή­ριο – το φθι­νό­πω­ρο του 1922, στην Αθήνα ξέ­σπα­σε επι­δη­μία τύφου λόγω της ανυ­παρ­ξί­ας απο­χε­τευ­τι­κού δι­κτύ­ου αλλά η προ­πα­γάν­δα ει­δι­κά της μο­ναρ­χι­κής Δε­ξιάς ήθελε τους πρό­σφυ­γες, βε­νι­ζε­λι­κούς στην πλειο­νό­τη­τά τους, αιτία της αρ­ρώ­στιας και του εξα­πλω­μέ­νου θα­να­τι­κού, γε­γο­νός που οδή­γη­σε και σε έξαλ­λες κα­τα­στά­σεις, ξυ­λο­δαρ­μούς και φο­νι­κά με θύ­μα­τα μι­κρα­σιά­τες σε όλους τους μα­χα­λά­δες που σή­με­ρα γνω­ρί­ζου­με ως Νέα Σμύρ­νη, Νέα Ιωνία ή Νί­καια. 

Γιάννης Νικολόπουλος

Την τρίτη φορά, από το 1947 έως τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1950, το Μα­κρο­νή­σι θα ‘’φι­λο­ξε­νή­σει­’’ τους κομ­μου­νι­στές, τους αρι­στε­ρούς, τους εα­μί­τες και τους επο­νί­τες της Αντί­στα­σης και του δεύ­τε­ρου Αντάρ­τι­κου.

Οι Βρε­τα­νοί είναι εκεί­νοι που θα δια­λέ­ξουν τον τόπο, στα τέλη του 1946 και λίγο προ­τού πα­ρα­δώ­σουν την Ελ­λά­δα στο δόγμα Τρού­μαν και τους Αμε­ρι­κα­νούς, φέρ­νο­ντας και στην άκρη της χερ­σο­νή­σου του Αίμου, τα στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης που λει­τουρ­γού­σαν για τους ‘’α­πεί­θαρ­χου­ς’’ και τους ‘’α­νυ­πό­τα­κτου­ς’’ πλη­θυ­σμούς της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας στην Ιρ­λαν­δία, την Ινδία, τη Νότια Αφρι­κή, τις αποι­κί­ες. Στη διάρ­κεια του Δευ­τέ­ρου Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, οι Βρε­τα­νοί (της… με­γά­λης αντι­φα­σι­στι­κής νίκης των λαών), έχουν ιδρύ­σει στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης και στην έρημο της Σα­χά­ρας, με χει­ρό­τε­ρο εκεί­νο της Ελ Ντά­μπα, απ’ όπου θα πε­ρά­σουν και εκα­το­ντά­δες Έλ­λη­νες της εα­μι­κής Αντί­στα­σης, πρώτα έπει­τα από το Κί­νη­μα του Ναυ­τι­κού στην Αλε­ξάν­δρεια και μετά, στη διάρ­κεια του Δε­κέμ­βρη του 1944.

Το Μα­κρο­νή­σι είναι ‘’ι­δα­νι­κό­ς’’ τόπος εξο­ρί­ας. Τόσο κοντά και τόσο μα­κριά από την Αθήνα και την ‘’πο­λι­τι­σμέ­νη­’’ ζωή. Τα θα­λάσ­σια ρεύ­μα­τα ανά­με­σα στο νησί και το Λαύ­ριο είναι ακα­τά­στα­τα, έντο­να, δο­λο­φο­νι­κά. Η από­δρα­ση κα­θί­στα­ται μία απα­τη­λή ελ­πί­δα. Όποιος την τολ­μά­ει, πνί­γε­ται.

Στο Μα­κρο­νή­σι θα ιδρυ­θούν και θα λει­τουρ­γή­σουν τρία ει­δι­κά τάγ­μα­τα οπλι­τών (ΑΕΤΟ, ΒΕΤΟ, ΓΕΤΟ), οι Στρα­τιω­τι­κές Φυ­λα­κές Αθη­νών (ΣΦΑ) και μέχρι να ανοί­ξει το στρα­τό­πε­δο στο Τρί­κε­ρι της Μα­γνη­σί­ας, το κο­λα­στή­ριο των γυ­ναι­κών. Όλα τα κτή­ρια πάνω στο νησί, που σή­με­ρα βρί­σκο­νται σε γε­νι­κώς άθλια κα­τά­στα­ση, έχουν ανε­γερ­θεί από τους εξό­ρι­στους κάτω από αδυ­σώ­πη­τες και­ρι­κές συν­θή­κες και σε κα­θε­στώς μη­δα­μι­νής τρο­φής και ελά­χι­στου νερού.

Από το Μα­κρο­νή­σι πέ­ρα­σαν χι­λιά­δες εα­μί­τες, ελα­σί­τες, επο­νί­τες και επο­νί­τισ­σες, κάθε ηλι­κί­ας, κυ­ρί­ως όμως οι νέοι που προ­ο­ρί­ζο­νταν για να στε­λε­χώ­σουν τον εθνι­κό (ή αν προ­τι­μά­τε, κυ­βερ­νη­τι­κό) στρα­τό κατά τη διάρ­κεια του Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου. Είναι εντε­λώς πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νο να δώ­σου­με ακρι­βή αριθ­μό, παρά και τις φι­λό­τι­μες προ­σπά­θειες που έχει κάνει προς τούτο και γε­νι­κά και το ΚΚΕ, στην πο­λύ­το­μη και πο­λύ­τι­μη ιστο­ρία για το νησί.

Το Μα­κρο­νή­σι έχει σκοπό την ανα­μόρ­φω­ση των νέων Ελ­λή­νων που έχουν ‘’μο­λυν­θεί­’’ από τον ‘’ιό του κομ­μου­νι­σμού­’’, προ­κει­μέ­νου να πο­λε­μή­σουν τον ‘’συμ­μο­ρι­τι­σμό­’’ στον Γράμ­μο, τη Γκιώ­να, τον Πάρ­νω­να. Βα­σι­κός στό­χος, είναι η ‘’διά­πλα­ση­’’ στρα­τιω­τών για το μέ­τω­πο και τον εθνι­κό στρα­τό. Κάθε μέ­θο­δος βα­σα­νι­στη­ρί­ων είναι ‘’θε­μι­τή­’’ για έναν τέ­τοιο σκοπό, που περνά υπο­χρε­ω­τι­κά από την απο­κή­ρυ­ξη του κομ­μου­νι­σμού και των πα­ρα­φυά­δων του μέσω της δή­λω­σης με­τα­νοί­ας.

Τέσ­σε­ρα είναι τα βα­σι­κά βα­σα­νι­στή­ρια. Η πλή­ρης στέ­ρη­ση του νερού και του φα­γη­τού μέσα στα λε­γό­με­να σύρ­μα­τα, τα κλου­βιά από συρ­μα­τό­πλεγ­μα, διά­σπαρ­τα στο νησί που δεν έχει ίσκιο πάνω από το μπόι του αν­θρώ­που. Ο ήλιος και ο άνε­μος είναι ανε­λέ­η­τοι. Η σκόνη τρώει το δέρμα και τα μάτια. Το ‘’α­ε­ρο­πλα­νά­κι­’’, όταν ο κρα­τού­με­νος υπο­χρε­ώ­νε­ται να στα­θεί στο ένα πόδι, με τα χέρια σε έκτα­ση και συ­νή­θως, με βάρη κυ­ρί­ως πέ­τρες δε­μέ­νες στα χέρια του. Πάλι, χωρίς νερό και φα­γη­τό. Το σακί με τη γάτα. Ο κρα­τού­με­νος δέ­νε­ται μαζί με το μικρό αι­λου­ροει­δές μέσα σε ένα σακί και το σύ­μπλεγ­μα αν­θρώ­που και ζώου πε­τιέ­ται όπως είναι εγκλω­βι­σμέ­νο στη θά­λασ­σα. Η γάτα, μόλις πέ­φτει στο νερό, κα­τα­ξε­σκί­ζει τον άν­θρω­πο που βγαί­νει, αν βγαί­νει, μι­σο­πε­θα­μέ­νος. Το ανε­λέ­η­το και άτα­κτο ξύλο από τους άν­δρες της Ασφά­λειας Μο­νά­δος (ΑΜ, αλ­φα­μί­τες). Ξύλο μέχρι θα­νά­του. Ξύλο αλύ­πη­το. Μέρα και νύχτα. Αδιά­κο­πα ή με ‘’δια­λείμ­μα­τα­’’. Στον φά­λαγ­γα ή το αντί­σκη­νο του εξό­ρι­στου.

Ξε­χω­ρι­στή μνεία αξί­ζει στο μαρ­τύ­ριο της πέ­τρας, όταν οι κρα­τού­με­νοι δια­τά­ζο­νται να ανε­βά­σουν βρά­χους με γυμνά χέρια και στην πλάτη, από την πα­ρα­λία πάνω στα βουνά και τις χα­ρά­δρες, κάτω από το άγριο βλέμ­μα και το μα­τω­μέ­νο κλομπ των αλ­φα­μι­τών που έρι­χναν ξύλο στον σωρό και ενί­ο­τε πυ­ρο­βο­λού­σαν με τα πε­ρί­στρο­φα όποιον έβα­ζαν στο μάτι.

Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι μα­κρο­νη­σιώ­τες υπέ­γρα­ψαν δή­λω­ση με­τα­νοί­ας. Έγι­ναν ‘’δη­λω­σί­ε­ς’’. Όσοι ήταν σε στρα­τεύ­σι­μη ηλι­κία, ντύ­θη­καν τη στολή του στρα­τιώ­τη. Υπο­χρε­ω­τι­κά και με ει­δι­κή άδεια του στρα­τεύ­μα­τος και της μο­ναρ­χί­ας, πα­ρου­σιά­ζο­νταν στο χωριό ή την πόλη τους και την πρώτη δια­θέ­σι­μη Κυ­ρια­κή, μέσα στην εκ­κλη­σία, διά­βα­ζαν τη δή­λω­ση μπρο­στά στους συγ­χω­ρια­νούς, την οι­κο­γέ­νεια, τους φί­λους τους. Μετά έφευ­γαν για το μέ­τω­πο, στα βουνά, στη Μα­κε­δο­νία, την Πε­λο­πόν­νη­σο, τη Στε­ρεά, την Κρήτη, τη Σάμο. Ήταν η εποχή των ‘’α­δερ­φο­φά­δω­ν’’.

Σχε­δόν το 80% των μα­κρο­νη­σιω­τών στρα­τιω­τών λι­πο­τά­κτη­σε από τον εθνι­κό στρα­τό και πέ­ρα­σε στις γραμ­μές του δη­μο­κρα­τι­κού στρα­τού, στις γραμ­μές των ανταρ­τών, έως και την άνοι­ξη του 1949, όταν εστά­λη στη Στε­ρεά ο τε­λευ­ταί­ος λόχος ‘’α­να­νη­ψά­ντω­ν’’. Η δή­λω­ση με­τα­νοί­ας δεν έκαμ­ψε το φρό­νη­μα και τις ιδέες τους, πα­ρέ­με­ναν κομ­μου­νι­στές. Μπρο­στά σε αυτήν την κα­τά­στα­ση, οι αστι­κές ‘’μο­ναρ­χο­φα­σι­στι­κέ­ς’’ κυ­βερ­νή­σεις των Αθη­νών, μία εύ­πλα­στη συ­νερ­γα­σία Δε­ξιάς και Κέ­ντρου, και η δι­κτα­το­ρι­κών εξου­σιών στρα­ταρ­χία του Αλέ­ξαν­δρου Πα­πά­γου, στα­μά­τη­σαν τις απο­στο­λές στην πρώτη γραμ­μή του με­τώ­που και το Μα­κρο­νή­σι με­τα­τρά­πη­κε σε απέ­ρα­ντη φυ­λα­κή. Τα βα­σα­νι­στή­ρια δεν στα­μά­τη­σαν.

Δύο γε­γο­νό­τα ση­μα­δεύ­ουν την ιστο­ρία στο Μα­κρο­νή­σι – η σφαγή στο ΑΕΤΟ την τε­λευ­ταία μέρα του Φλε­βά­ρη του 1948 και η επί­σκε­ψη του βα­σι­λι­κού ζεύ­γους, Παύ­λου και Φρει­δε­ρί­κης με τη συ­νο­δεία του υπουρ­γού Στρα­τιω­τι­κών, Πα­να­γιώ­τη Κα­νελ­λό­που­λου που είχε χα­ρα­κτη­ρί­σει το Μα­κρο­νή­σι ‘’νέο Παρ­θε­νώ­να της Ελ­λά­δο­ς’’, κα­ταρ­χάς στον ξε­χω­ρι­στό λόχο των ‘’α­να­νη­ψά­ντω­ν’’ που ετοι­μά­ζο­νταν για τον πό­λε­μο, την ίδια χρο­νιά. Δε χρειά­ζε­ται να τα ανα­λύ­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο εδώ.

Από το Μα­κρο­νή­σι πέ­ρα­σαν και πο­λί­τες που δεν ήταν κομ­μου­νι­στές και εα­μί­τες. Το… ατυ­χές αυτό γε­γο­νός συ­ντε­λέ­στη­κε τον χει­μώ­να του 1949. Η ει­σβο­λή του εθνι­κού στρα­τού στην Πε­λο­πόν­νη­σο το φθι­νό­πω­ρο του 1948, με διοι­κη­τές τον Θρα­σύ­βου­λο Τσα­κα­λώ­το και τον Θωμά Πεν­τζό­που­λο, έφερε φωτιά, σί­δε­ρο, κα­τα­στρο­φές και αθρό­ες συλ­λή­ψεις πε­ρί­που 8.000 Πε­λο­πον­νη­σί­ων που θε­ω­ρή­θη­καν ύπο­πτοι για ‘’φι­λο­συμ­μο­ρι­τι­σμό­’’. Ανά­με­σα τους ήταν και πάρα πολ­λοί ‘’ε­θνι­κό­φρο­νε­ς’’ κυ­ρί­ως από την Πάτρα και την Αρ­κα­δία. Το… λάθος διορ­θώ­θη­κε σχε­τι­κά σύ­ντο­μα, με ει­δι­κές άδειες ‘’α­πο­λύ­σε­ω­ς’’.

Αν και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι σή­με­ρα θυ­μού­νται τους πλέον ‘’ε­πώ­νυ­μου­ς’’ και ‘’γνω­στού­ς’’ εξό­ρι­στους, από το Μα­κρο­νή­σι πέ­ρα­σαν χι­λιά­δες ‘’α­νώ­νυ­μοι­’’ που είτε υπέ­γρα­ψαν δή­λω­ση, είτε όχι, ση­μα­δεύ­τη­καν για πάντα από την εμπει­ρία της κυ­ριο­λε­κτι­κά βα­σα­νι­στι­κής εξο­ρί­ας. Άλλοι τρε­λά­θη­καν, άλλοι σα­κα­τεύ­τη­καν, ψυ­χι­κά και σω­μα­τι­κά, άλλοι χά­θη­καν στη βιο­πά­λη, άλλοι δι­η­γή­θη­καν, άλλοι σιώ­πη­σαν, άλλοι επέ­ζη­σαν, άλλοι δο­λο­φο­νή­θη­καν. Όταν έκλει­σαν τα στρα­τό­πε­δα, πάρα πολ­λοί συ­νέ­χι­σαν να είναι κρα­τού­με­νοι του αστι­κού κρά­τους, στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ και Αί­γι­νας, στον Άη Στρά­τη κι αλλού, έως την πτώση της χού­ντας των συ­νταγ­μα­ταρ­χών και παρά τα όχι και τόσο ‘’γεν­ναί­α­’’ μέτρα επιεί­κειας που πήραν με­τεμ­φυ­λια­κά και με το στα­γο­νό­με­τρο οι κυ­βερ­νή­σεις του Κέ­ντρου, κυ­ρί­ως της Ένω­σης Κέ­ντρου με τον Γε­ώρ­γιο Πα­παν­δρέ­ου το 1964. Από το 1947 και έως το 1974, υπήρ­χαν ει­δι­κά στην Αί­γι­να, κομ­μου­νι­στές που είχαν γνω­ρί­σει όλες τις φυ­λα­κές και τις εξο­ρί­ες. Ορι­σμέ­νοι, ήδη από την εποχή της δι­κτα­το­ρί­ας του Ιω­άν­νη Με­τα­ξά. Με­τρη­μέ­νοι στα δά­χτυ­λα, από την εποχή του ‘’ι­διω­νύ­μου­’’.

Αυτό το πλή­θος, το ανώ­νυ­μο, όταν έκλει­σε το Μα­κρο­νή­σι, δεν είχε στον ήλιο μοίρα λόγω ‘’ε­α­μο­βουλ­γα­ρι­σμού­’’ και ‘’κομ­μου­νι­στο­συμ­μο­ρι­τι­σμού­’’ με απο­τέ­λε­σμα να μην έχουν ‘’κα­θα­ρό­’’ πι­στο­ποι­η­τι­κό κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των κι έτσι να μη μπο­ρούν να βγά­λουν τα προς το ζην. Συ­νή­θως, δύο δου­λειές υπήρ­χαν δια­θέ­σι­μες για αυ­τούς – εκεί­νη του οι­κο­δό­μου επει­δή οι ερ­γο­λά­βοι λι­γου­ρεύ­ο­νταν και εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νταν αναί­σχυ­ντα το φθηνό και ‘’κα­τώ­τε­ρο­’’ ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό και εκεί­νη του νυ­χτο­φύ­λα­κα.

Και νυ­χτο­φύ­λα­κας γι­νό­σουν επει­δή, το να είσαι μα­κρο­νη­σιώ­της, δη­λω­σί­ας ή όχι, σή­μαι­νε ότι ήσουν τί­μιος άν­θρω­πος.

rproject.gr/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος