Αφησε την τελευταία του πνοή πριν από δεκατρία χρόνια (20 Νοεμβρίου 2012) σε ηλικία -παραδόξως!- ογδόντα δύο χρονώ. Λέμε παραδόξως διότι τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε φυλακές και εξορίες. Εκεί έμαθε και τα γράμματα και προφανώς τον εαυτό του -και ίσως και το νόημα της ζωής.
Γιώργος Σταματόπουλος
Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ήταν σύνδεσμος του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Σε τρία χρόνια συνελήφθη και έμεινε στις φυλακές έως το 1953. Υπάρχει συνέχεια: από το 1962 είναι εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη. Επί χούντας «επισκέπτεται» τις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας και Κορυδαλλού· εδώ μαθαίνει ουσιαστικά γραφή και ανάγνωση. Αποφυλακίζεται το 1973. Αρχίζει να γράφει. Και γράφει αριστουργήματα. Το 1985 κάνει αίσθηση με το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», μια αιρετική και επαναστατική ματιά στον κόσμο της Αριστεράς -ένα γερό πνευματικό εμπειρικό κόσμημα λογοτεχνικό [όχι μόνο λογοτεχνικό]. Ακολουθούν τα εξαιρετικά, πράγματι!, «Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;», «Τα κεραμίδια στάζουν», «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» στα οποία ξεδιπλώνει τις εμπειρίες του και την τρυφερή ματιά του ταυτόχρονα πάνω στα ανθρώπινα, στην εξουσία, την κοινωνία, τη φύση. Ενας πονεμένος και βασανισμένος άνθρωπος είναι τόσο τρυφερός, απροσδόκητα (;) τρυφερός.
Ασφαλώς πρόκειται για τον Χρόνη Μίσσιο -οι αναγνώστες ξέρουν! Ενας από τους ελάχιστους τελευταίους γνήσιους Αριστερούς, κυρίως όμως ανθρώπους του λαϊκού μεγαλείου, με μια τεράστια αγκαλιά όπου χωρούσαν φίλοι και εχθροί ταυτόχρονα. Τα έχει αφηγηθεί όλα αυτά ένας συγκρατούμενος και «ομοϊδεάτης» του, ο έτερος των τελευταίων γνήσιων αριστερών, ο γλυκύτατος και απροσάρμοστος [απροσκύνητος εννοείται!] ώς το τέλος της ζωής του, Περικλής Κοροβέσης. Οφείλουμε να τους θυμόμαστε τέτοιους ανθρώπους, είμαστε υποχρεωμένοι θα έλεγα εάν αυτό δεν εκλαμβάνεται σαν «ντιρεκτίβα» -αλλά μιλάμε για ανθρώπους που έζησαν έξω από κάθε κομματική ντιρεκτίβα, έξω από καταναγκαστικούς όρους ηθικής τάχα και αριστερού δήθεν πλεονεκτήματος, αριστερής γραφειοκρατίας και ψευδοεπαναστατικότητας. Ευτύχησε ο Χρόνης Μίσσιος να έχει δίπλα του αγαπημένη σύντροφο, τη φιλόλογο Ρηνιώ Παπατσαρούχα-Μίσσιου -την ίδια ευτυχία, θαρρώ, βίωσε και η ίδια μέσα από ατέρμονες συζητήσεις, αλλά και ακτιβισμούς που αφορούσαν το «ένδον σκάπτε» του Μάρκου Αυρήλιου ή το «εδιζησάμην εμεωυτόν» (αναζήτησα τον εαυτό μου) του Ηράκλειτου.
Δεν υπάρχουν -δυστυχώς- τέτοιου επιπέδου αριστεροί σήμερα, εξ ου και ο οιονεί εξευτελισμός των αριστερών κομμάτων· δεν έχουν καμία επαφή με την κοινωνία, απλώς διότι καλόμαθαν στην εξουσία και τα σιχαμερά συμπαρομαρτούντα της. Μα δεν γίνεται κοινωνία χωρίς εξουσία, λένε τα καλόπαιδα της Αριστεράς, που είναι κακομαθημένα εντούτοις και κάπως ετεροχαμένα, τα καημένα. Αλλά, βεβαίως, δεν αποκλείεται να έχουν δίκιο, όταν βλέπουν (;) την ελληνική κοινωνία να καθεύδει και να εντάσσεται χωρίς σθένος στην προσομοίωση του φασισμού, που διαχέουν οι δυνάστες μας. Δυνάστες, ναι, αλλά ποιος από εμάς παραδέχεται ότι δυναστευόμεθα;
Να αγαπήσεις τον εαυτό σου, έλεγε ο Χρόνης Μίσσιος, να συμφιλιωθείς με το μέτρον της συνείδησής σου, να εκτοξευθείς σε άγνωστους ουρανούς με τους φίλους σου, να πεις του χάροντα να περιμένει, εάν θέλει, λίγο ακόμη.
https://www.efsyn.gr/stiles/yposimeioseis/491813_toy-hroni









Σχόλια (0)