Ήταν μια συνάδελφος σερβιτόρα τις προάλλες την ώρα του σέρβις που καθώς πήγαινε κάποια πιάτα πίσω στη λάντζα για καθάρισμα έφαγε από τα αποφάγια, λέγοντας «οι πλούσιοι δεν έχουν αρρώστιες». Μια κοπέλα ψηλόλιγνη, με ίσιο μαύρο μαλλί χωρισμένο στη μέση και δεμένο πίσω κότσο χαμηλά, χλωμό δέρμα, φευγάτο βλέμμα. Με τα μαύρα ρούχα της δουλειάς κι έτσι όπως έπεφτε το φως πάνω της, θα μπορούσε να είναι ένας χαρακτήρας σε κάποιο μυθιστόρημα της Τζέιν Όστεν.
Μια στεγνή υπηρέτρια σε ένα από τα σπίτια που μπορούσαν να έχουν υπηρέτριες, λίγο τρομακτική τα βράδια όπως θα κράταγε ένα κερί για να βλέπει, ένα μουρμουρητό συνεχώς στα χείλη της να φανερώνει τις σκέψεις της, καλό βλέμμα, αλλά κι οξυδερκές, ασθενική ως κοψιά, αλλά απολύτως δυνατή στην πραγματικότητα κι οπωσδήποτε αποδοτική. Θα μπορούσε να είναι μια υπηρέτρια αρκετά χρόνια αργότερα, στο Gosford Park του Ρόμπερτ Όλτμαν τη μέρα που έγινε το φονικό στο σπίτι να ακούει την Έλσι την πρώτη υπηρέτρια να αναρωτιέται φωναχτά ενώ ρουφά με λαιμαργία το τσιγάρο της «γιατί περνούν μια ζωή ζώντας μέσα από τις δικές τους ζωές», ένα ρητορικό ερώτημα, απευθυνόμενο στο μέσα της, στα ντουβάρια, στο πουθενά, ενώ η δική μας ηρωίδα θα ήξερε ότι η Έλσι τα έχει κρυφά με τον Σερ Ουίλιαμς, είναι μία από τις ερωμένες του, αλλά δεν την κρίνει, ξέρει ότι στη δική τους μοίρα αυτό κάνουν οι downstairs με τους upstairs, τους χωρίζει μια άβυσσος αλλά μαζί κυλιούνται σε αυτό τον βούρκο. Φτάνει να μην το λέμε ανοιχτά.
Υπάρχουν πολλοί σερβιτόροι που νιώθουν έτσι. Ότι δηλαδή οι κοινωνικές τάξεις είναι ουσιαστικά αυστηρές κάστες. Αδιαπέραστες. Ορισμένες από μια κακή μοίρα. Να σερβίρεις τους πλούσιους. Κι όντως, πολλές φορές μπορείς να νιώσεις αυτήν ακριβώς τη διάθεση από την άλλη πλευρά. Ο πολύ πλούσιος πελάτης (ή αυτός, τέλος πάντων, που για οποιονδήποτε λόγο είναι σε θέση εκείνη τη δεδομένη στιγμή να ξοδέψει ένα σημαντικό ποσό για ένα τραπέζι – πράγμα που έχει πολλές διαστρωματώσεις) μπορεί να σε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση με το να σου συμπεριφέρεται ότι ανήκεις στο υπηρετικό προσωπικό, ότι θα κάνεις ό,τι ακριβώς σου πει, ό,τι είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις πριν καν στο ζητήσει και ότι, αν δεν σου αρέσει να κάνεις αυτή τη δουλειά, ας πρόσεχες, εσύ φταις, ας τα έκανες αλλιώς τα πράγματα στη ζωή σου, άλλες επιλογές, άλλες επιδιώξεις να είχες, ας μην γεννιόσουν φτωχός, ας μην πήγαινες με τον σταυρό στο χέρι, γιατί ήσουν σε όλα νομότυπος, γιατί δεν αποδέχεσαι ότι δεν είσαι πλούσιος να τελειώνουμε.
Άλλοι πάλι σερβιτόροι βλέπουν τους πλούσιους ως ταξικό εχθρό. Γνήσιοι προλετάριοι οι ίδιοι, δουλεύουν εξαντλητικά, με δουλειά που δεν πληρώνεται όπως θα έπρεπε, με δουλειά που δεν πληρώνεται καν σε αρκετές περιπτώσεις, με αδιανόητα ωράρια, να προσπαθούν να σφηνώσουν κομμάτια ζωής στο χοντρόπετσο σώμα της οικονομίας, αυτής της οικονομίας που κάνει ό,τι είναι δυνατό για να οξύνει τις αντιθέσεις, να υπερασπιστεί τις ανισότητες, η ψαλίδα αυτή να φτάσει σε τέτοιο άνοιγμα που να είναι λίγο πριν το απόλυτο ξεχαρβάλωμα. Και ποτέ όμως αυτοί οι προλετάριοι δεν θα μιλήσουν, τι να ξεσηκωθούν, θα ξεσηκωθούν στα καφενεία, τις καφετέριες, στο Facebook, θα καταπίνουν προσβολές, θα αναμασούν οργή, θα πρήζονται τα στομάχια τους καθώς θα σωρεύονται χιλιετίες υποταγής στους πιο δυνατούς, από τις σπηλιές μέχρι σήμερα, το μίσος θα ενώνεται στον αέρα που όλοι αναπνέουμε.
Άλλοι πάλι, βλέπουν τους πλούσιους και γελάνε. Βλέπουν την πλούσια κυρία με το κομμωτήριο, το τέλειο μακιγιάζ, τα κοσμήματα και τα αφαιρούν μονομιάς. Στο μυαλό τους της φοράνε ένα τσεμπέρι. Όλες οι ρυτίδες και ο κάματος, τα φυσικά χαρακτηριστικά του προσώπου, μια μεγάλη μύτη, ένα λεπτό στόμα χωρίς χυμούς, οι μαύροι κύκλοι κι ένα τσεμπέρι. Κι έτσι βλέπουν ότι όλα είναι θέμα τύχης τελικά για το αν γεννιέσαι πλούσιος ή φτωχός. Έτυχε. Ή έκανες έναν καλό γάμο. Έναν υπολογισμένο γάμο. Ή καλές σπουδές. Ή κέρδισες το τζόκερ. Ή δεν κόλλησες τα ένσημα στους ανθρώπους που δουλεύουν για σένα. Ή πούλησες το κορμί σου. Τα όνειρα σου. Τους φίλους σου. Ναρκωτικά. Γυναίκες. Άντρες. Παιδιά. Οι περισσότερες πλούσιες στα εστιατόρια αν είχε τύχει αλλιώς και φορούσαν ένα τσεμπέρι, δεν θα είχαν καμιά διαφορά από μια γριά στα Τζουμέρκα ή την παραδουλεύτρα τους από την Μολδαβία που την πήραν σε καλή τιμή ή μια γνωστή μου όταν καθαρίζει το σπίτι της.
Άλλοι σερβιτόροι πάλι είναι πιο έμπειροι αλλά και πιο προσεκτικοί από τη φύση τους. Ξέρουν πολύ καλά ποιος είναι ο νούμερο κανόνας για τους πελάτες σε αυτή τη δουλειά: «ποτέ -μα ποτέ!- δεν κρίνουμε τον πελάτη από την εμφάνιση του». Ποτέ όμως! Οι αληθινά πλούσιοι άνθρωποι είναι οι πιο απλά ντυμένοι. Για να μην πω, φτωχικά. Δεν έχουν να αποδείξουν κάτι μέσα από τα ρούχα τους, άλλωστε. Κάνουν αυτό που θέλουν, είναι εξασφαλισμένοι, δεν ξοδεύουν τη ζωή τους με το να δειχτούν. Δεν το έχουν ανάγκη. Αντιθέτως, όσοι δείχνονται είναι με απόλυτη βεβαιότητα «νεόπλουτοι». Δεν είναι σίγουροι ακόμα δηλαδή, παρά την οικονομική τους ευρωστία, αν έχουν γίνει αποδεκτοί ή αν θα γίνουν ποτέ, καθώς είναι πολύ πιθανό να μαθευτεί κάποια στιγμή ότι ο παππούς τους δεν είχε καράβια αλλά καμιά δεκαριά πρόβατα και όταν ήταν μικροί τους έστελνε η μάνα τους να φέρουν αυγά από το κοτέτσι.
Μια βασίλισσα μπορεί να είναι η πιο ευγενική πελάτισσα που είχες ποτέ (βασίλισσα κανονική), ένας τηλεοπτικός αστέρας να είναι ο πιο άξεστος και γελοίος πελάτης που είχες ποτέ #truestory.
Και φυσικά, υπάρχουν κι οι σερβιτόροι που δεν ενδιαφέρονται για τίποτα από όλα αυτά. Κάνουν απλά τη δουλειά τους. Σε αντιμετωπίζουν ακριβώς το ίδιο. Είτε έχεις κολλητούς το μισό υπουργικό συμβούλιο και περνάνε σε νόμους ό,τι χρειάζεσαι για να επεκτείνεις τις επιχειρήσεις σου, είτε έκανες ένα εξάμηνο οικονομίες για να βγάλεις την κοπέλα σου για τα γενέθλια της σε ένα καλό εστιατόριο, για εκείνους είσαι ακριβώς το ίδιο. Στη δύσκολη εξίσωση της ζωής, άλλωστε, το θέμα είναι να είσαι αξιοπρεπής και να νιώθεις ασφαλής εσύ και όσοι περισσότεροι γίνεται. Σε όποια πλευρά κι αν ανήκεις. Όποιο κι αν είναι το σημείο εκκίνησης.